Αγροδιατροφικός τομέας: Τεχνολογία και ισχυρό branding «κλειδιά» για την ανάπτυξη

Η ανεκμετάλλευτη δυναμική του χώρου κρύβει δυνητική ανάπτυξη συνολικού ύψους 12,2 δισ. ευρώ ετησίως

Τεχνολογία και ισχυρό branding «κλειδιά» για την ανάπτυξη

Παράγοντες-«κλειδιά» για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και την ουσιαστική ανάπτυξη του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα, με άμεση επίδραση στο εισόδημα των παραγωγών, αποτελούν, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της τεχνολογίας παραγωγής και η τυποποίηση-εμπορική «επωνυμία» (branding) των αγροτικών προϊόντων.

Σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), για τις δυνατότητες της αγροδιατροφικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, ο τομέας, εφόσον υιοθετηθούν στοχευμένες διαρθρωτικές παρεμβάσεις, μπορεί να ξεκλειδώσει την ανεκμετάλλευτη δυναμική του, οδηγώντας σε δυνητική ανάπτυξη συνολικού ύψους 12,2 δισ. ευρώ ετησίως. Σε αυτή την εκτίμηση, η άμεση συνεισφορά του τομέα στο ΑΕΠ μπορεί να ανέλθει σε 9,1 δισ. ετησίως, εκ των οποίων 3,6 δισ. μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων. Συνυπολογίζοντας επιπλέον έμμεσο όφελος 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων κ.ά.) το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ ετησίως, δημιουργώντας δυνητικά περί τις 200.000 νέες θέσεις εργασίας σε όλη την αλυσίδα τροφίμων.

Η ανωτέρω δυναμική, για να μπορέσει να απελευθερωθεί, απαιτεί τον σχεδιασμό μιας αλυσίδας αποδοτικής διατροφικής αξίας, με χαρακτηριστικά την τεχνολογικά εξελιγμένη αγροτική παραγωγή και την στόχευση της καθετοποίησης στην αλυσίδα εφοδιασμού προς την ανάπτυξη δυνατών επώνυμων προϊόντων (brands).

Η παρούσα κατάσταση

Στη μελέτη, διαπιστώνεται ότι δομικές ανεπάρκειες έχουν υπονομεύσει τα φυσικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του αγροδιατροφικού τομέα, περιστέλλοντας την εξαγωγική του δυνατότητα -που μεταφράζεται σε τρέχον έλλειμμα 1,2 δισ. ευρώ, συγκριτικά με σωρευτικό πλεόνασμα 18 δισεκατομμυρίων για άλλες ευρωπαϊκές, μεσογειακές χώρες. Ο τομέας δέχεται παράλληλα επιδράσεις από την πρόσφατη αναθεώρηση της ΚΑΠ, τη σημασία των εξαγωγών για την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας καθώς και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό στις διεθνείς αγορές.

Απογοητευτική είναι η εξέλιξη της ελληνικής παραγωγής, που αναπτύχθηκε κατά λιγότερο από 20% την τελευταία 25ετία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό παγκοσμίως ανέρχεται σε 220% και σε 86% για την Ευρώπη

Απογοητευτική είναι η εξέλιξη της ελληνικής παραγωγής, που αναπτύχθηκε κατά λιγότερο από 20% την τελευταία 25ετία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό παγκοσμίως ανέρχεται σε 220% και σε 86% για την Ευρώπη. Η προστιθέμενη αγροτική αξία, μάλιστα, παρουσίασε πτώση περίπου 13% την περίοδο 1994-2004, έναντι αύξησης 26% κατά μέσο όρο στην ΕΕ, καλύπτοντας 2,9% του ΑΕΠ το 2014, από 6,4% το 1994. Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα έχασαν έτσι μερίδιο αγοράς, τόσο σε παγκόσμιο (από 0,8% το 1993 σε 0,3% το 2013) αλλά και ευρωπαϊκό (από 4,5% το 1993 σε 2,8% το 2013) επίπεδο.

Αντίστοιχα, η αναλογία της προστιθέμενης αξίας στη διατροφή, που προστέθηκε στην αγροτική παραγωγή, ανέρχεται σε 40% στην Ελλάδα, έναντι 70% μεσοσταθμικά στη Δυτική Ευρώπη, καταδεικνύοντας ότι ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών αγροτικών προϊόντων καταναλώνεται ή εξάγεται σε «χύμα» μορφή, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη δυνατότητα για δημιουργία περαιτέρω προστιθέμενης αξίας στην αγροδιατροφική βιομηχανία.

Στην εν λόγω μελέτη, ως δομικά προβλήματα παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, οι μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις (μέσο αγροτεμάχιο 4,8 εκτάρια, συγκριτικά με 12,5 σε άλλες μεσογειακές χώρες) και η χαμηλή τεχνολογική και μαθησιακή εξέλιξη (με 38 εκατ. ευρώ στις επενδύσεις έρευνας-τεχνολογίας στον αγροτικό τομέα ετησίως, έναντι 27 δισ. παγκοσμίως).Υπό αυτές τις συνθήκες, αναφέρεται, η ελληνική γεωργία έγινε έντονα εξαρτώμενη από τις επιδοτήσεις, που φτάνουν περίπου τα 384 ευρώ/εκτάριο στην Ελλάδα (2013) συγκριτικά με 293 ευρώ/εκτάριο στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι επιδοτήσεις να καλύπτουν περίπου το ένα πέμπτο της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, σε σχέση με το 12% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο.

Παράλληλα, δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός για την αποτελεσματική προώθηση και το branding των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ελαιόλαδο, που μόνο το 27% φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης/επωνυμίας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ισπανία ανέρχεται σε 50% και σε 80% στην Ιταλία.

Τι πρέπει να γίνει

Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη προτείνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας του αγροδιατροφικού τομέα, όπως:

-Συνεργασία δημοσίων ιδρυμάτων, κέντρων ερευνών (π.χ. πανεπιστημίων) και ιδιωτικών εταιρειών, που διαθέτουν την απαιτούμενη γνώση για την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας, της έρευνας και τεχνολογίας.

-Προγράμματα εκπαίδευσης και εισαγωγή κινήτρων για την προσέλκυση περισσότερων νέων αγροτών στον αγροτικό τομέα και στοχοθετημένες επιχειρηματικές στρατηγικές (οι νέοι, κάτω των 40 ετών, καλύπτουν περίπου 24% της αγροτικής απασχόλησης, έναντι 31% στην Ευρώπη).

-Η ενίσχυση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας και η παραγωγή τεχνικώς ανώτερων προϊόντων δεν επαρκούν, αν δεν αναπτυχθούν δυνατά brands, στενές σχέσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού και προσανατολισμός στις αγορές. Η δημιουργία και προώθηση εθνικών -και τοπικών brands, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά και πιστοποίηση (ΠΟΠ, ΠΓΕ, πιστοποιημένοι σπόροι), μπορούν να συνεισφέρουν στην κατεύθυνση αυτή.

-Υποδομές για την αποτελεσματική προώθηση φρέσκων προϊόντων, όπως, για παράδειγμα, βιομηχανία συσκευασίας που θα παρέχει τακτικά και αξιόπιστα τα κατάλληλα μέσα και μονάδες ψύξης καθώς και υπηρεσίες logistics και μεταφορών για τη διασφάλιση έγκαιρων παραδόσεων.

Στα συμπεράσματα της μελέτης, επισημαίνεται ότι αν η Ελλάδα μπορούσε να επιτύχει τα ευρωπαϊκά επίπεδα έρευνας και τεχνολογίας και τα μεσογειακά επίπεδα στο branding, η προστιθέμενη αξία στην παραγωγή τροφίμων θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2,5 δισ. ευρώ ετησίως (1,7 δισ. μέσω branding και 0,8 δισ. μέσω τεχνολογικής αναβάθμισης).

Αντιγόνη Ζούντα