Πιο ακριβά τα φυτοφάρμακα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες

Η οικονομική ισχύς, που έχει αποκτήσει μία μικρή ομάδα εταιρειών, έχει άμεσες συνέπειες στην σωστή φυτοπροστασία των καλλιεργειών και εν τέλει στην παραγωγικότητα

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Το 45% των τροφίμων περιέχει υπολείμματα φυτοφαρμάκων

Η οικονομική είδηση, που κυριάρχησε στα διεθνή ΜΜΕ την προηγούμενη εβδομάδα, ήταν η εξαγορά της εταιρείας φυτοφαρμάκων και σπόρων Syngenta από την Κίνα.

Λίγες μέρες νωρίτερα, στον απόηχο της διαμάχης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της EFSA για το εάν είναι καρκινογόνος η ουσία glyphosate, έντυπα, που απηχούν τις απόψεις της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων, έθεσαν το ερώτημα κατά πόσο η ίδια η Monsanto πρέπει να αποσύρει την επίμαχη ουσία και το διάσημο ζιζανιοκτόνο που την περιέχει, το roundup.

Λίγα χρόνια πριν, η ΕΕ κατόρθωσε να θεσπίσει μία νέα πολιτική για τον τομέα των φυτοφαρμάκων, μετά από σχεδόν δέκα έτη διαβουλεύσεων, όσο δηλαδή δεν διήρκησε καμία άλλη διαπραγμάτευση για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

Γιατί η φυτοπροστασία, ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας, συγκεντρώνει τέτοιο ενδιαφέρον και τόσες αντικρουόμενες απόψεις; Αφενός, γιατί ο τρόπος εφαρμογής της σχετίζεται με σοβαρότατες επιπτώσεις στην υγεία του γεωργού και του καταναλωτή, αλλά και στο περιβάλλον. Αφετέρου, γιατί οι εταιρείες που παράγουν φυτοφάρμακα ελέγχουν επίσης και άλλες εισροές, όπως το πολλαπλασιαστικό υλικό, αλλά και την πιο αμφιλεγόμενη τεχνολογία της εποχής, τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Η οικονομική ισχύς, που έχει αποκτήσει μία μικρή ομάδα αυτών των εταιρειών, αλλά και οι μέθοδοι, που συχνά χρησιμοποιούν για να εμπεδώσουν τη θέση τους στην αγορά, πολλές φορές γεννούν αντιδράσεις.

Κατανάλωση και δομή της αγοράς

Τα στοιχεία για την κατανάλωση και τη συμβολή των φυτοφαρμάκων στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής είναι ιδιαίτερα αντιφατικά. Η ΕΛΣΤΑΤ τα υπολογίζει περίπου στο 4,2% του κόστους, ενώ έρευνες για τα οικονομικά δεδομένα των εκμεταλλεύσεων στο 12%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση μετά τη Γαλλία.

Στην Ελλάδα λειτουργούν 2.530 καταστήματα λιανικής ή χονδρικής πώλησης, συνήθως μικρού μεγέθους, και ο αριθμός αυτός εμφανίζει τάσεις αύξησης. Επιπλέον, λειτουργούν 29 επιχειρήσεις ανασυσκευασίας, συσκευασίας ή μεταποίησης.

Όλα τα προϊόντα φυτοπροστασίας στην Ελλάδα εισάγονται. Η αγορά φυτοφαρμάκων είναι η πιο συγκεντρωμένη αγορά των αγροτικών εισροών. Οι επτά μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, το 2010, κατείχαν το 88% της ευρωπαϊκής αγοράς και παρόμοιο ποσοστό της παγκόσμιας. Έκτοτε, το ποσοστό αυτό  αυξήθηκε, ενώ αξίζει να τονιστεί ότι οι δύο μεγαλύτερες από αυτές (Syngenta, η οποία αγοράστηκε πρόσφατα από την Κίνα, και η Bayer) ήλεγχαν το 45% της αγοράς. Η ιδιοκτησιακή σχέση των εταιρειών αυτών και με άλλες εισροές ή αγροτικές τεχνολογίες ενισχύει σημαντικά τη θέση τους.

Οι τιμές των ίδιων φυτοφαρμάκων  είναι διπλάσιες στην Ελλάδα  από ό,τι σε άλλες χώρες

 

Το πόρισμα του κοινοτικού ελέγχου στην Ελλάδα

Πριν από περίπου ένα έτος, η ΕΕ όφειλε να δημοσιοποιήσει την πορεία υλοποίησης των Εθνικών Σχεδίων Δράσης κάθε χώρας-μέλους. Αν και αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί (γεγονός για το οποίο έχει ασκηθεί έντονη κριτική), οι κοινοτικές υπηρεσίες αποτιμούν σε τακτά διαστήματα το σύστημα ελέγχων της διάθεσης και της χρήσης των φυτοφαρμάκων κάθε χώρας. Ο τελευταίος τέτοιος έλεγχος στην Ελλάδα έγινε την περίοδο από 14 έως 22 Σεπτεμβρίου 2015. Το πόρισμά του επιδόθηκε στο ΥΠΑΑΤ, από το οποίο ζητήθηκε να απαντήσει εντός 25 ημερών σε οκτώ βασικές παρατηρήσεις. Η ελληνική απάντηση στάλθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2015 και στις 18 Ιανουαρίου 2016 τα έγγραφα αποχαρακτηρίστηκαν και δημοσιοποιήθηκαν από την ΕΕ.

Το πόρισμα αναδεικνύει πλευρές ενός ελεγκτικού συστήματος μάλλον περιορισμένης αποτελεσματικότητας και εστιάζει στην έλλειψη εκπαίδευσης των ελεγκτών, αναφέροντας και σχετικά παραδείγματα, γεγονός που αναδείχθηκε και σε όλους τους προηγούμενους ελέγχους. Οι έλεγχοι στα σημεία πώλησης και στις αποθήκες των γεωργών χρηστών συνήθως εξαντλούνται στην εξακρίβωση της ημερομηνίας λήξης του σκευάσματος παρά σε άλλες πτυχές που αφορούν τη διακίνηση. Είναι γεγονός ότι απουσιάζει ένα σχέδιο ελέγχων με βάση την εκτίμηση κινδύνου, ενώ εντοπίστηκαν σημαντικές περιοχές στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, για παράδειγμα, όπου δεν υπήρξε κανένας έλεγχος.

Το 2015 ο αριθμός ελέγχων μειώθηκε σημαντικά. Στις περιφέρειες Θεσσαλονίκης, Ξάνθης και Αττικής, που επισκέφτηκε το κλιμάκιο της ΕΕ, για παράδειγμα, οι έλεγχοι μεταξύ 2014-2015 μειώθηκαν περίπου στο 1/5. Η επίσημη απάντηση που έλαβε το κλιμάκιο ως αιτιολογία ήταν ότι «η υπηρεσία έχει άλλες προτεραιότητες».

Επίσης, ειδικές αναφορές γίνονται στην πλήρη απουσία ελέγχων στις επιχειρήσεις μεταποίησης, συσκευασίας και ανασυσκευασίας και στην άγνοια ύπαρξης επιχειρήσεων επικάλυψης σπόρων, θέμα που καλούνται να παρακολουθούν συστηματικά τα κράτη-μέλη. Επιπλέον, σε ακόμη ένα πόρισμα ελέγχου αναδεικνύεται το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης και της υποχρέωσης ελέγχου όλου του ψεκαστικού εξοπλισμού εντός του 2016.

Τέλος, αναδεικνύεται η μεγάλη υστέρηση στη διαχείριση των κενών συσκευασιών και της ασφαλούς ανακύκλωσής τους, καθώς και οι πρακτικές χειρισμού του εναπομείναντος φυτοφαρμάκου. Μοναδική εξαίρεση εύρυθμης λειτουργίας αποτελεί το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, το οποίο, σε αντίθεση με τα άλλα δύο εθνικά εργαστήρια, έχει την ικανότητα να διεξάγει όλους τους αναγκαίους τύπους εργαστηριακών ελέγχων που προβλέπονται στην ΕΕ.

Oι ίδιες επιχειρήσεις χρεώνουν τη διπλάσια τιμή για το ίδιο γνήσιο σκεύασμα στην Ελλάδα, από ό,τι στη γειτονική κοινοτική Βουλγαρία. Η διαφορά αυτή, πάντα κατά το πόρισμα, είναι ακόμη μεγαλύτερη για τα γνήσια σκευάσματα που προέρχονται από την Τουρκία και την Αλβανία.

Το επίπεδο τιμών που καταβάλλει ο αγρότης

Πολλές από τις παραπάνω διαπιστώσεις έχουν καταγραφεί και σε προγενέστερα πορίσματα ελέγχων. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που τέτοιου είδους έγγραφο αναφέρεται στην αγορά και στη διαμόρφωση τιμών. Το έγγραφο εκτιμά ότι οι μισές ανάγκες σε προϊόντα φυτοπροστασίας, τουλάχιστον στις παραμεθόριες περιοχές, καλύπτονται από παράνομες εισαγωγές από την Τουρκία, τα Σκόπια και την Αλβανία. Επιπλέον, κρίνει ότι οι δραστικές ουσίες αυτών των φαρμάκων είναι εγκεκριμένες από την ΕΕ.

Παράλληλα, τονίζει ότι οι Έλληνες αγρότες προμηθεύονται γνήσια σκευάσματα, που είναι εγκεκριμένα με βάση την κοινοτική νομοθεσία από τη Βουλγαρία. Ωστόσο, τα σκευάσματα αυτά, που είναι ταυτόσημα με όσα παράγονται στην Ελλάδα, δεν διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας για την ελληνική αγορά και, συνεπώς, κρίνονται ως παράνομα.

Με αυτά τα εμπόδια, οι ίδιες επιχειρήσεις χρεώνουν τη διπλάσια τιμή για το ίδιο γνήσιο σκεύασμα στην Ελλάδα, από ό,τι στη γειτονική κοινοτική Βουλγαρία. Η διαφορά αυτή, πάντα κατά το πόρισμα, είναι ακόμη μεγαλύτερη για τα γνήσια σκευάσματα που προέρχονται από την Τουρκία και την Αλβανία.

Η παραδοχή του κοινοτικού εγγράφου ότι τα ίδια προϊόντα φυτοπροστασίας χρεώνονται το διπλάσιο στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες γειτονικές χώρες, μία εκ των οποίων μάλιστα είναι χώρα-μέλος της ΕΕ, μάλλον αποτελεί τυπική περίπτωση παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, είναι τουλάχιστον παράλογη η επιμονή κάποιων επιχειρήσεων, που σημειωτέον γιγαντώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση και την κατάργηση των συνόρων, να χρησιμοποιούν τεχνάσματα που εμποδίζουν τη διακίνηση προϊόντων και διατηρούν τις τιμές σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα.

Νίκος Λάππας