Η κιβωτός των σπόρων στο Δίλοφο Φαρσάλων

Γιώργος Αντωνόπουλος, ο άνθρωπος που παράγει το σιτάρι ζέας, εξηγεί γιατί αυτό χρησιμοποιείται ως διατροφή της κοιλιοκάκη

Οικολόγος, βιοκαλλιεργητής, άνθρωπος της φύσης, γι’ αυτό άλλωστε την αγαπά και τη σέβεται. Η πιο σημαντική μέρα του χρόνου για τον ίδιο είναι η 23η Σεπτεμβρίου (ισημερία), «ημέρα σύμβολο της αστείρευτης δημιουργίας της φύσης, της απόλυτης αρμονίας της ψυχικής ενέργειας και του Εγώ. Κάθε τέτοια μέρα αναδεικνύονται και συμμετέχουν οι σπόροι που έχουν τις θείες πληροφορίες της δημιουργίας και του αρχέτυπου».

Η κιβωτός των σπόρων στο Δίλοφο Φαρσάλων

Είναι ένας από τους πλέον πετυχημένους στον χώρο του, αφού σε ιδιόκτητο αγρόκτημα στο Δίλοφο Φαρσάλων, κοντά στο Ναρθάκιο Όρος, καλλιεργεί σιτηρά, όσπρια, αμπέλια, ντομάτες, ενώ  διαθέτει και ιδιόκτητη εγκατάσταση επεξεργασίας, συσκευασίας και αποθήκευσης τροφίμων και εφαρμόζει πρότυπο σύστημα διαχείρισης πρώτων υλών.

Το δαιμόνιο του τον οδήγησε στην αναγέννηση και στην εξέλιξη πλήθους ευεργετικών για το ανθρώπινο σώμα σπόρων και καρπών, που η καλλιέργειά τους είχε εγκαταλειφθεί ως μη «επικερδής», με αποκορύφωμα τα προϊόντα Ζέας από δίκοκκο στάρι, το αρχαιότερο γνωστό δημητριακό στον άνθρωπο.

Ο λόγος για τον Γιώργο Αντωνόπουλο, έναν αντισυμβατικό βιοκαλλιεργητή, ο οποίος, αν και δεν μιλά συχνά, έχει κάνει όλη την ελληνική βιοκαλλιεργητική διατροφική παραγωγή να ασχολείται μαζί του. Αυτό οφείλεται στη συνεχή προσπάθειά του να υπερασπιστεί το δίκοκκο σιτάρι Ζέας, το οποίο προέρχεται από ελληνική γηγενή ποικιλία σπόρων, καθώς στην αγορά τον τελευταίο καιρό άρχισαν να κυκλοφορούν –όπως καταγγέλλει ο ίδιος– εισαγόμενες ποσότητες αλεύρων και ζυμαρικών από δίκοκκο σιτάρι, οι οποίες βαπτίζονται «δημητριακά ζέα ή ζεία».

Πόλεμος

Γιώργος Αντωνόπουλος: Η κιβωτός των σπόρων στο Δίλοφο Φαρσάλων Τον ρωτήσαμε «γιατί έχει ξεσπάσει αυτός ο… εμπορικός πόλεμος για το σιτάρι, το υποτίθεται Ζέας» και ο Γ. Αντωνόπουλος μας απάντησε ότι «οι μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες δημιούργησαν εκ του μηδενός ένα προϊόν σε μια έτοιμη αγορά, αδημονούσα, και φέρνουν τεράστιες ποσότητες προϊόντων και τα βαπτίζουν ‘‘Ζέα’’.
Δεν περιορίστηκαν μόνο στο δίκοκκο στάρι, αλλά και στο μονόκοκκο, που στην Ελλάδα έχει διασωθεί μόνο μία ποικιλία, ο Καπλουτζάς. Εισήγαγαν βελτιωμένους σπόρους μονόκοκκου και τους πούλησαν στη Μακεδονία με υποσχέσεις για μεγάλες παραγωγές που θα έχουν εύκολη αποφλοίωση. Αν είναι δυνατόν».

Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η ιατρική επιστήμη έχει διαπιστώσει πως το πρόβλημα της κοιλιοκάκης (αυτοάνοση διαταραχή του λεπτού εντέρου, που εκδηλώνεται σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα όλων των ηλικιών και η οποία εμφανίζει ανησυχητικά ιλιγγιώδη αύξηση κρουσμάτων) μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια διατροφή απαλλαγμένη από γλουτένη και στηριγμένη σε αρχέγονες ποικιλίες με χαμηλή ή και μηδενική τοξικότητα, που θα είναι κατάλληλες για τους ασθενείς.

Με συνεχείς προσφυγές στη Δικαιοσύνη, οι οποίες του έχουν στοιχίσει μια μικρή περιουσία, έχει καταφέρει να πετύχει την απαγόρευση κυκλοφορίας στην αγορά προϊόντων με την ένδειξη «Ζέας», που δεν προέρχονται από τους σπόρους του. Βέβαια, το οικονομικό δεν αποτελεί μείζον ζήτημα για τον Φαρσαλινό καλλιεργητή, καθώς, όπως εξομολογείται στην «ΥΧ», στο παρελθόν έχει απορρίψει ενδιαφέρουσες προτάσεις από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες για να πουλήσει την τεχνογνωσία και το σύνολο των σπόρων, που με κόπο και μεράκι παράγει στο αγρόκτημά του, και τα εμπορικά του σήματα. «Όπως τους είπα, το μυστικό της επιτυχίας βασίζεται στο εξής τρίπτυχο: πλήρης σεβασμός στη φύση, διατήρηση καθαρότητας κάθε ποικιλίας και πλήρης σταθεροποίηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών» σημειώνει.

Πολλοί αγρότες έδειξαν πράγματι ενδιαφέρον να καλλιεργήσουν παραδοσιακά, δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι επεδίωκαν το γρήγορο κέρδος

Επιμονή μόνο σε γηγενείς ποικιλίες

Στο αγρόκτημα Αντωνόπουλου από το 1985 επιμένουν στη χρήση μόνο γηγενών, παραδοσιακών και αρχαίων ποικιλιών, που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν από γενιά σε γενιά, καθώς και με μεθόδους/τεχνικές βιοκαλλιέργειας που έχουν αναπτύξει/εξελίξει, ώστε να παράγουν προϊόντα με υψηλά κριτήρια ποιότητας και διαδικασίες παραγωγής που να εναρμονίζονται με τη βιωσιμότητα.

Το αγρόκτημά του έχει επαναφέρει στην αγορά/κατανάλωση παλαιά είδη ντόπιων σιτηρών (που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση ή εξαφάνιση) τροφών με υψηλή διατροφική αξία και βέλτιστη συμβατότητα με τον οργανισμό και τα διαθέτει σε επιλεγμένα καταστήματα με κυρίως βιολογικά προϊόντα. «Από την πρώτη στιγμή, που άρχισα να δραστηριοποιούμαι στον οικολογικό χώρο και στην καλλιέργεια μόνο ντόπιων ποικιλιών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση και εξαφάνιση, τα προϊόντα μου δεν διατίθενται σε μεσάζοντες, σε αλυσίδες σούπερ-μάρκετ και ανώνυμα και αμφίβολης ποιότητας μεγάλα καταστήματα. Για μένα, προέχει η σωστή ειλικρινής καταναλωτική συνείδηση», δηλώνει ο κ. Αντωνόπουλος.

Όσον αφορά την κριτική που έχει δεχθεί ότι «με τη στάση του συντηρεί μια μονοπωλιακή κατάσταση και δεν εμφανίζει διάθεση συνεργασίας, ούτε με παραγωγούς που ενδιαφέρονται για την καλλιέργεια γηγενών σπόρων», ο κ. Αντωνόπουλος τονίζει κατηγορηματικά: «Από την πρώτη στιγμή, έπραξα όπως υπαγόρευε η συνείδησή μου ως Έλληνας αγρότης, που αγαπάει τη μητέρα γη. Παρέδωσα σπόρους στην τράπεζα διατήρησης πολλαπλασιαστικού υλικού στη Θεσσαλονίκη, με την οποία συνεργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια, όπως επίσης και στο Ινστιτούτο Σιτηρών, στο Πελίτι, στο Συν’ άλλοις, στον Σπόρο, κ.α. Δεν δίνω σπόρους στον καθένα, γιατί αυτό θα σήμαινε την καταστροφή, τη μετάλλαξη και την εξαφάνιση των γηγενών ποικιλιών. Στο αγρόκτημα έχουμε πειραματιστεί με πάνω από 40-45 ντόπιες ποικιλίες μόνο στα σιτηρά. Καθεμιά ποικιλία είχε καλλιέργεια και παρατήρηση από 7-10 χρόνια. Όλες οι εργασίες σε αυτή την προσπάθεια γίνονται χειρωνακτικά (θερισμός, πάτημα στ’ αλώνι κ.λπ.) με έξοδα και κόστος δουλειάς τεράστιο. Αυτό, προφανώς, αποθάρρυνε πολλούς αγρότες που έδειξαν πράγματι ενδιαφέρον να καλλιεργήσουν παραδοσιακά, επενδύοντας πρωτίστως στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι επεδίωκαν το γρήγορο κέρδος».

Συμβουλές

Ο γνωστός βιοκαλλιεργητής συμβουλεύει τους Έλληνες παραγωγούς: «Οι ποικιλίες, που τελικά αναδείχθηκαν στην αγορά και σήμερα είναι ανάρπαστες, είναι αυτές που καλλιεργούνταν παλιά στον συγκεκριμένο τόπο από τους παππούδες και τους πατεράδες μας. Αυτό απέδειξε την τοπικοποίηση των σπόρων. Κάθε σπόρος πρέπει να καλλιεργείται στον τόπο του. Είναι λάθος να καλλιεργείται η ντομάτα Σαντορίνης στη Μακεδονία και το Χάσικο και Κοκκινόσταρο της Κρήτης στην Ήπειρο, ή το Μαυραγάνι της Μακεδονίας στην Πελοπόννησο. Φανταζόμαστε την άνθιση μιας γεωργίας που κάθε τόπος θα έχει τα εντελώς δικά του φυτά-δέντρα-ζώα-προϊόντα. Σε αυτή την προσπάθεια, έχουμε σύμμαχο την ευλογημένη ελληνική γη και το μοναδικό ελληνικό κλίμα».