Πρωταγωνίστρια η ΕΕ στο εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων, χαμηλά η Ελλάδα

Ενδιαφέροντα είναι τα όσα καταγράφει η έκθεση της Επιτροπής Ασφάλειας Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO) με θέμα «Αγροοικολογία και άλλες καινοτόμες προσεγγίσεις για τη βιώσιμη γεωργία και συστήματα σίτισης που ενισχύουν τη διατροφική ασφάλεια και τη θρεπτική αξία». Οι θέσεις της εν λόγω έκθεσης αποτελούν απόψεις μιας «ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου», όπως χαρακτηρίζονται από τον Οργανισμό, κατά συνέπεια τα όσα καταγράφονται παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Στην ενότητα όπου εκτίθενται διαφορετικές προοπτικές για τον μετασχηματισμό των διατροφικών συστημάτων, η Επιτροπή αναφέρεται στα χημικά λιπάσματα (π.χ. νιτρικά).

Συγκεκριμένα αναφέρει: «Τα χημικά λιπάσματα έχουν αποτελέσει κύρια πηγή αυξημένων αποδόσεων στον αγροτικό τομέα, όπως επίσης και πηγή περιβαλλοντικής ρύπανσης, ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής τους παραγωγής και της χρήσης τους στις εκμεταλλεύσεις. Το οικονομικό κόστος της περιβαλλοντικής ρύπανσης, στο πλαίσιο εντατικής χρήσης λιπασμάτων, έχει συχνά υποσκελίσει την οικονομική αξία των αυξημένων αποδόσεων.

Η χρήση λιπασμάτων, συχνά μαζί με ζιζανιοκτόνα και τη φύτευση νέων ποικιλιών, επιδοτείται σε ορισμένα καθεστώτα. Όταν τα χημικά λιπάσματα χρησιμοποιούνται χωρίς προσθήκες βιολογικών λιπασμάτων, η ποιότητα του εδάφους πιθανώς να φθίνει, οδηγώντας σε υποβάθμιση των καλλιεργούμενων αγροτεμαχίων. Οι μικρές εκμεταλλεύσεις που αγοράζουν και χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων, ορισμένες φορές εκτίθενται σε κίνδυνο δημιουργίας χρεών, ειδικά εκεί όπου η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τον κίνδυνο κακής σοδειάς».

Η Επιτροπή, ακόμη, επισημαίνει ότι αν και η ρύθμιση του αζώτου στις καλλιέργειες γίνεται σχετικά εύκολα π.χ. με πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, η αντικατάσταση του φωσφόρου είναι πιο δύσκολη, ειδικά σε περιοχές χωρίς πηγές φωσφορούχων πετρωμάτων. Παρατηρεί, δε, ότι υπάρχει κενό γνώσεων σε επίπεδο εφαρμογής τοπικών στρατηγικών για τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους, οι οποίες να προάγουν μεν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, σε συνδυασμό όμως με την οικονομική βιωσιμότητα για τους αγρότες.\

O τζίρος της ευρωπαϊκής αγοράς μηχανημάτων το 2016 ανήλθε σε πάνω από 40 δισεκατομμύρια ευρώ

Ψεκαστικά αναρτώμενα ή συρόμενα

Ενδιαφέροντα στοιχεία για τη βιομηχανία των γεωργικών μηχανημάτων περιλαμβάνει η έκθεση του Eυρωπαϊκού Συνδέσμου Γεωργικών Μηχανημάτων (CEMA) για το 2019. Εξ αυτών προκύπτει ο ηγετικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εξαγωγές γεωργικών μηχανημάτων.

O τζίρος της ευρωπαϊκής αγοράς μηχανημάτων το 2016 ανήλθε σε πάνω από 40 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι η ΕΕ ηγείται παγκοσμίως στις εξαγωγές, καταλαμβάνοντας το 64% του τζίρου των εξαγωγών, ποσό που μεταφράζεται σε 57 δισεκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση, ο κλάδος το 2018 παρουσίασε πλεόνασμα πάνω από 4 δισεκατομμύρια ευρώ.

Δεύτερη σε εξαγωγές έρχεται η Αμερική, με 20,6% επί του παγκόσμιου τζίρου εξαγωγών, ακολουθεί η Ασία με 14,2%, ενώ ισχνά είναι τα υπολειπόμενα ποσοστά για Ωκεανία και Αφρική, που μαζί συγκεντρώνουν 1%. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε επίπεδο επενδύσεων, η ΕΕ έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία εδώ και πάνω από μία δεκαετία και συγκεκριμένα από το 2008.

Έκτοτε, το ενδιαφέρον των επενδυτών έχει μετατοπιστεί στην Ασία, όπως αναφέρεται στην έκθεση. Σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των αγορών, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά, καταλαμβάνοντας την 24η θέση ανάμεσα στους 28 της ΕΕ. Αναλυτικότερα, ο CEMA αναφέρει για τη χώρα μας τζίρο εξαγωγών 66,4 εκατ. ευρώ και εισαγωγών 141,5 εκατ. ευρώ (2017), αποτυπώνοντας μια ξεκάθαρα ελλειμματική εικόνα. Στα θετικά καταγράφεται μια μικρή αύξηση στον τζίρο των κατασκευαστών εγχώριων μηχανημάτων, που από 78,7 εκατ. ευρώ το 2015 έφτασε στα 94,3 εκατ. ευρώ το 2017 (εκτίμηση).

Σαφώς καλύτερες επιδόσεις, που εύλογα προκαλούν προβληματισμό στα του οίκου μας, καταγράφονται από χώρες όπως η Σλοβακία (23η, με εξαγωγές 409 εκατ. ευρώ και εισαγωγές 353 εκατ. ευρώ) και η Σλοβενία (22η, με εξαγωγές 162,6 εκατ. ευρώ και εισαγωγές 191,4 εκατ. ευρώ).

Παραπλήσιες με τις ελληνικές είναι οι επιδόσεις της Κροατίας (21η), με εξαγωγές 85 εκατ. ευρώ αλλά και εισαγωγές 165,4 εκατ. ευρώ, ενώ ιδιαιτέρως ελλειμματική εμφανίζεται η Πορτογαλία (εξαγωγές 57,4 εκατ. ευρώ και εισαγωγές 317,9 εκατ. ευρώ), που όμως λόγω του μεγέθους της αγοράς της κατατάσσεται 16η.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στις πρώτες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται οι Γερμανία (εξαγωγές 10,24 δισ. ευρώ, εισαγωγές 4,03 δισ. ευρώ), Γαλλία (εξαγωγές 3,17 δισ. ευρώ, εισαγωγές 3,58 δισ. ευρώ) και Ιταλία (εξαγωγές 4,52 δισ. ευρώ, εισαγωγές 1,27 δισ. ευρώ).

Ανοδική η αξία αρδευτικού εξοπλισμού και ψεκαστικών

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της αξίας των κατασκευαζόμενων μηχανημάτων, η αξία των μηχανημάτων για φύτευση σπόρων και φυτών / δένδρων καθώς και οι λιπασματοδιανομείς σημείωσαν αύξηση το 2017 (1,08 δισ. ευρώ) σε σχέση με το 2015 (1,07 δισ. ευρώ) και 2016 (1,04 δισ. ευρώ). Ωστόσο παρέμεινε μειωμένη από το 2013, όταν και είχε ανέλθει σε 1,16 δισ. ευρώ.

Αντίθετα, διαρκώς ανοδική είναι η αξία στα μηχανήματα άρδευσης και στα ψεκαστικά, όπου το 2017 η αξία των μηχανημάτων ανήλθε σε 1,37 δισ. ευρώ, το υψηλότερο νούμερο της δεκαετίας. Η άνοδος αυτή ενδέχεται να είναι και πλασματική σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη κατασκευαστικής εταιρείας ψεκαστικών μηχανημάτων Βασίλη Ζαϊντούδη: «Αν και παρατηρούμε υψηλότερους τζίρους δεν έχουμε στοιχεία για τις πωληθείσες μονάδες ώστε να μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πρόκειται για στοιχείο που δείχνει την άνοδο των τζίρων.

Αυτό που μπορούμε να πούμε επίσης είναι ότι τα τελευταία χρόνια η τιμή των ψεκαστικών μηχανημάτων και ιδιαίτερα της κατηγορίας των αναρτώμενων παρουσιάζει αύξηση τιμής που μεσοσταθμικά μπορεί να φτάνει σχεδόν το 20%. Ωστόσο οι τεχνολογικές δυνατότητες αυτών των μηχανημάτων είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με το παρελθόν».