Πολιτισμός: «Το Κορίτσι με τη Βελόνα» (2024) – Η ιστορία της Δανής «Φόνισσας», που έφτασε μέχρι τα φετινά Όσκαρ

Εσείς το ξέρατε ότι η Δανία είχε τη δική της… «Φόνισσα»; Φέτος, το διεθνές σινεφίλ κοινό είχε την ευκαιρία να μάθει περισσότερα για την πραγματική ιστορία της, μέσα από το υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας έργο του Μάγκνους φον Χορν. Ο λόγος για την ταινία «Το Κορίτσι με τη Βελόνα» (αγγλ. τίτλος «The Girl with the Needle» / πρωτ. τίτλος «Pigen med nalen»). Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, κεντρικό πρόσωπο της πολυσυζητημένης ταινίας του Σουηδού σκηνοθέτη δεν είναι η διαβόητη «Φόνισσα» της Δανίας (ούτε και πρόκειται για κάποια πιστή αναπαράσταση της ζωής της), αλλά ένα τρίτο άτομο, το οποίο οι συγκυρίες έφεραν στον δρόμο της. Πρόκειται για την Καρολίνε Άγκεσεν (Βικ Κάρμεν Σόνε), μια φτωχή υπάλληλο κλωστοϋφαντουργίας στην Κοπεγχάγη του 1919, την οποία συναντάμε σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία.
Με τον άντρα της να παραμένει αγνοούμενος στο μέτωπο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, που έχει πια ολοκληρωθεί, και την ίδια να αδυνατεί να αντεπεξέλθει οικονομικά, ο σπιτονοικοκύρης της τής κάνει έξωση λόγω ανεξόφλητων ενοικίων και εκείνη καταλήγει από ένα αξιοπρεπές σπίτι σε μια ετοιμόρροπη τρώγλη.
Προσοχή: Ακολουθούν spoilers για την ταινία!
Καθώς η ηρωίδα πασχίζει με κάθε τρόπο να αποκομίσει το επίδομα χηρείας που θεωρεί ότι δικαιούται, η ιστορία της συγκινεί τον εργοδότη της, Γιούργκεν (Γιοακίμ Φιέλστραπ), ο οποίος εμφανίζεται πρόθυμος να τη βοηθήσει να ορθοποδήσει. Ένα ερωτικό ειδύλλιο δημιουργείται ανάμεσά τους, με την Καρολίνε να βλέπει επιτέλους μπροστά της την ευκαιρία να ξεφύγει από την ανέχεια και να θέσει τις βάσεις για μια καλύτερη ζωή, με περισσότερες ανέσεις. Θα μείνει έγκυος από τον Γιούργκεν, ο οποίος τη ζητά σε γάμο.
Ωστόσο, τα απρόοπτα (σ.σ. η επιστροφή του συζύγου της Καρολίνε με –πετσοκομμένη– σάρκα και οστά από το μέτωπο) και οι κυνικές διαψεύσεις (η δεσποτική μητέρα του Γιούργκεν, που δεν θα επιτρέψει την παντρειά) δεν θα αργήσουν να χτυπήσουν την πόρτα της ηρωίδας και των ονείρων από τα οποία έχει γαντζωθεί, αφυπνίζοντάς τη στον –γοτθικής υφής– εφιάλτη της πραγματικότητας. Μια κοινωνία πατριαρχική και χαώδης, στις παρυφές του πολέμου, με οξυμένες ανισότητες και μια αύρα απελπισίας, έτσι όπως την περιεργάζεται σε ασπρόμαυρο και κλειστοφοβικό τετράγωνο κάδρο ο Σουηδός σκηνοθέτης φον Χορν. Σαν να μην έφτανε, λοιπόν, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, η Καρολίνε καταλήγει άνεργη και άστεγη.
Οδηγημένη στο χείλος του γκρεμού, σε μια συνύπαρξη με την καθημερινή αβεβαιότητα, θύμα μιας πολύ άδικης συνθήκης, η Καρολίνε έχει και εκείνη με τη σειρά της αδικήσει (ο σύζυγος με το παραμορφωμένο πρόσωπο –λόγω τραυματισμού στη μάχη–, που εκείνη έδιωξε κακήν κακώς για να μην της χαλάσει τον επικείμενο γάμο με τον Γιούργκεν). Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζονται η απόγνωση και το μεταπολεμικό τραύμα μιας ολόκληρης κοινωνίας, αποστερημένης από ανεμελιά και αθωότητα, σε ένα ζοφερό περιβάλλον, όπου το ένστικτο της επιβίωσης παραμερίζει τα τελευταία απομεινάρια ανθρωπιάς.
Ως μια «φυσιολογική» εξέλιξη των ανωτέρω, το έργο δεν θα αργήσει να μας συστήσει ανθρώπους ικανούς να εξωθηθούν στο έσχατο καταφύγιο των πιο αποτρόπαιων πράξεων, εντάσσοντάς τες, μάλιστα, στην καθημερινή τους ρουτίνα και οικοδομώντας έναν στρεβλό αξιακό κώδικα, με τον οποίο οι συγκεκριμένες ενέργειες είναι κατά κάποια έννοια συμβατές.
Στις «υπηρεσίες» της βρεφοκτόνου
Όταν η παραπαίουσα Καρολίνε γεννήσει, θα την περιμαζέψει η Ντάγκμαρ Όβερμπι (Τρίνε Ντίρχολμ), μια γυναίκα που «διευθύνει» τη δική της φάμπρικα παράνομων υιοθεσιών. Αφού την πείσει να δώσει το νεογέννητο παιδί της για υιοθεσία και τη διαβεβαιώσει ότι είναι προτιμότερο για εκείνο να καταλήξει σε μια ανάδοχη οικογένεια, που θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, την παίρνει στη δούλεψή της.
Για τους μη γνώστες, η Όβερμπι μοιάζει με fictional παραλλαγή του κεντρικού προσώπου της γνωστής παπαδιαμαντικής νουβέλας «Η Φόνισσα» (1903), ωστόσο, όπως προείπαμε, πρόκειται για αληθινό πρόσωπο. Ο λόγος για τη διαβόητη κατά συρροή βρεφοκτόνο, τα εγκλήματα της οποίας συγκλόνισαν τη Δανία εκείνης της εποχής. Το 1921, η ίδια καταδικάστηκε για τις δολοφονίες συνολικά εννέα παιδιών (αν και εικάζεται ότι ο αριθμός των θυμάτων της μπορεί να έφτανε μέχρι και τα 25), εκ των οποίων το ένα δικό της.
Πίσω στην ταινία, όταν η Καρολίνε ανακαλύπτει την πραγματική τύχη των βρεφών που βρέθηκαν στα χέρια της Όβερμπι, το όλο σκηνικό την κλονίζει και την αρρωσταίνει. Όσο περισσότερο συναναστρέφεται τη βρεφοκτόνο, τόσο περισσότερο καταρρακώνεται και βυθίζεται σε ένα εσωτερικό έρεβος. Η ταινία ολοκληρώνεται με τη δίκη της αμετανόητης Όβερμπι για κατά συρροή δολοφονία βρεφών με χρηματική εξαπάτηση και την Καρολίνε να προσπαθεί να βρει τα πατήματά της, αφήνοντας πίσω όλον αυτόν τον εφιάλτη και βρίσκοντας ταιριαστά την εξιλέωση στο πρόσωπο μιας… υιοθεσίας.
Να σημειωθεί ότι ο χαρακτήρας της Καρολίνε, η οποία στην ταινία γίνεται άθελά της συνεργός της Όβερμπι, βασίζεται και αυτός σε πραγματικό πρόσωπο, αν και η συγγραφική ομάδα προέβη σε μια ελεύθερη μεταφορά των ζωών των δύο ηρωίδων στη μεγάλη οθόνη. Στην πραγματικότητα, η Καρολίνε Άγκεσεν ήταν το άτομο που κατέδωσε την Όβερμπι στις αρχές, αφότου η τελευταία είχε αποτύχει να της δώσει πειστικές εξηγήσεις για το τι απέγινε το παιδί που της είχε δώσει για υιοθεσία (σ.σ. η Όβερμπι τελικά ομολόγησε τη δολοφονία του παιδιού της Άγκεσεν).
Επίκαιρα μηνύματα
Απομυζώντας τα ψυχικά αποθέματα του θεατή, ο σκηνοθέτης φον Χορν δεν παίζει αυτάρεσκα με τις αντοχές του κοινού του. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, καταφέρνει να καθηλώσει στον γκρίζο του κόσμο και τα μεταπολεμικά αδιέξοδα, προωθώντας με άρτιο τρόπο τα μηνύματά του σχετικά με την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις και το έμφυλο χάσμα. Η δυσχερής θέση μιας φτωχής, καθημερινής γυναίκας, η άνιση μάχη της για επιβίωση, το άπιαστο όνειρο μιας καλύτερης ζωής, η σεξουαλική εκμετάλλευση στην οποία υπόκειται και η επακόλουθη απουσία επιλογών για την ίδια (σ.σ. το διαχρονικό θέμα των ανεπιθύμητων εγκυμοσύνων και των απαγορευμένων αμβλώσεων ως προέκταση του αδιεξόδου) είναι μερικά μόνο από τα σημεία στα οποία εστιάζει, ακολουθώντας βήμα βήμα τον –κάθε άλλο παρά ένδοξο– αγώνα της ηρωίδας για ανεξαρτησία.
Σε πολλά σημεία, ο Σουηδός δημιουργός χρησιμοποιεί αποκρουστικές εικόνες, ώστε να τονίσει το δράμα και να κάνει πιο παραστατική την αφήγησή του. Η χρήση της κάμερας δρα συνεπικουρικά σε αυτό, ενώ οι εκφράσεις στα πρόσωπα των χαρακτήρων κρίνονται άκρως ζωντανές και συγκινητικές.
Η ταινία ήταν μία από τις φετινές υποψήφιες για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας (πρόταση της Δανίας) και προβάλλεται αυτή την περίοδο στις ελληνικές αίθουσες.