Αρωματικά & φαμακευτικά φυτά: Ξηλώνουν τις λεβάντες στα πεδινά, φυτεύουν τσάι στα ορεινά

Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας συμβάλλουν σημαντικά στην καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Το γεγονός ότι στη χώρα μας διατηρούνται πάνω από 6.000 είδη φυτών, με σημαντικό ποσοστό από αυτά να είναι ενδημικά, δείχνει τόσο τη δυνατότητα προσαρμοστικότητας, αλλά και της αξιοποίησής τους.
Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα η εικόνα που παρουσιάζεται δεν είναι η καλύτερη. Η έλλειψη οργανωμένων υποδομών, η ανεπαρκής εκπαίδευση, η απουσία ανθρώπινου δυναμικού, η περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών κ.ά. συνθέτουν ένα αρνητικό τοπίο για την εξέλιξη της καλλιέργειας.
Η Καλλιόπη Σεμερτζίδη, παραγωγός από την Κοζάνη, ξεκινά τον προβληματισμό της, κάνοντας αναφορά στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος: «Η ποιότητα είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα στις αγορές του εξωτερικού, όπου και επικεντρώνεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δυστυχώς, όμως, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζουμε σημαντικά προβλήματα με το κόστος παραγωγής, την έλλειψη εργατικών χεριών, αλλά και με οργανωτικά ζητήματα, που δεν έχουμε ακόμη επιλύσει. Φέρνοντας ως παράδειγμα τη λεβάντα και το τσάι, σε μία στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα».
Και συνεχίζει: «Στη λεβάντα, ειδικά πριν από την πανδημία, η ζήτηση ήταν σε καλά επίπεδα, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιήσαμε το θετικό αυτό περιβάλλον. Την τρέχουσα περίοδο, παρατηρούμε αυξημένη ζήτηση στο τσάι του βουνού, όμως ταυτόχρονα διαπιστώνεται άναρχη φύτευση, με άγνωστα προς το παρόν αποτελέσματα».
Στάσιμες δείχνουν οι καλλιέργειες λεβάντας στον Ορχομενό
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η δήλωση του Γιώργου Αγραφιώτη από τον Διόνυσο Ορχομενού. Ο ίδιος, όπως και άλλοι συνάδελφοί του στην περιοχή, καλλιεργεί λεβάντα, αλλά δηλώνει προβληματισμένος για το μέλλον της παραγωγής, λόγω των καθηλωμένων τιμών: «Η ζήτηση για το προϊόν βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κάτι που επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη της παραγωγής. Στο χωριό μας καλλιεργούνται πάνω από 500 στρέμματα, με την υποστήριξη σύγχρονου ιδιωτικού αποστακτηρίου. Υπάρχουν αποθέματα λεβάντας στις αποθήκες και γι’ αυτόν τον λόγο ένα ποσοστό των παραγωγών έχει φτάσει στο σημείο να ξηλώνει τις καλλιέργειες και να στρέφεται σε άλλες».
Αυξάνονται οι εκτάσεις με τσάι του βουνού στην Πιερία
Σημαντική κινητικότητα παρατηρείται στη φύτευση νέων εκτάσεων με τσάι του βουνού στη Ρητίνη Πιερίας. Όπως μας εξηγεί ο Γιώργος Λάιος, «το περιβάλλον της περιοχής, που βρίσκεται πάνω από τα 650 μέτρα υψόμετρο, ευνοεί την καλλιέργεια του φυτού. Από τις 15 οικογένειες που ασχολούνταν μέχρι πρόσφατα με το τσάι, φτάσαμε να διπλασιαστούμε.
Η μέση τιμή των 15 ευρώ ανά κιλό, που καταγράφηκε την περσινή περίοδο, ενθάρρυνε αρκετούς να ασχοληθούν με το προϊόν. Η εξέλιξη φαίνεται θετική, αλλά δεν ξέρουμε τι θα ακολουθήσει».
Σύμφωνα με τον ίδιο, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ένα οργανωμένο σχήμα, που να αναδεικνύει την ταυτότητα του προϊόντος στις αγορές του εξωτερικού. «Παραμένουμε προσκολλημένοι σε ένα παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής και εμπορίας, που δεν έχει σταθερές βάσεις για το μέλλον», σημειώνει.
Αναφερόμενος στην καλλιέργεια του φυτού για την τρέχουσα περίοδο, υποστηρίζει ότι η συλλογή του προϊόντος αναμένεται στα μέσα Ιουνίου, «εφόσον το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες φέτος δείχνουν καλύτερες σε σύγκριση με πέρυσι. Οι στρεμματικές αποδόσεις κυμαίνονται από 80 έως 120 κιλά το στρέμμα ως ξερή δρόγη, ανάλογα με τη φροντίδα και τη διαχείριση των φυτών».
Συμβολαιακή για το δενδρολίβανο στο Αγρίνιο
Στην καλλιέργεια του δενδρολίβανου έχει επενδύσει ο Νότης Καμαριάρης, παραγωγός αρωματικών φυτών από το Αγρίνιο. Ο ίδιος, όπως δηλώνει, έχει ασχοληθεί με σχεδόν όλα τα είδη του κλάδου, αλλά κατέληξε στο δενδρολίβανο, μέσα από συμβολαιακή συνεργασία: «Έχω καλλιεργήσει πάνω από 35 είδη φυτών με διάφορα αποτελέσματα, θετικά και αρνητικά, αλλά τελικά κατέληξα στο δενδρολίβανο, έπειτα από σοβαρή και καλή συνεργασία με εταιρεία του εξωτερικού. Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας προσφέρονται για παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων. Παρ’ όλα αυτά, η γενικότερη αρνητική κατάσταση στον κλάδο δεν μας έχει επιτρέψει να φτάσουμε στα επιθυμητά αποτελέσματα».