Κεντρικη Μακεδονια: Τζίτζιφα, μια ανθεκτική καλλιέργεια με προοπτική και επένδυση στο μέλλον

Σε μια εποχή που η γεωργία αναζητά νέες, βιώσιμες και ανταγωνιστικές καλλιέργειες, ο γλυκός καρπός της τζιτζιφιάς επιστρέφει στο αγροτικό τοπίο με νέες δυνατότητες. Αυτός ο παλιός καρπός/φρούτο, γνωστός για τη διατροφική του αξία και τις ευεργετικές του ιδιότητες, αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη επιλογή για παραγωγούς που επιθυμούν να διαφοροποιήσουν την καλλιέργειά τους και να επενδύσουν σε ένα προϊόν με αυξανόμενο ενδιαφέρον, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά.
Στην Ελλάδα, ο μοναδικός παραγωγός τζιτζιφιάς, Πέτρος Τζαβέλλας, από τα Βρυττά Έδεσσας, έχει ήδη κάνει τη μετέπειτα κίνηση, μετατρέποντας μια προσωπική του ανακάλυψη σε οργανωμένη επένδυση, με προοπτική. Το επόμενο βήμα του, όπως τονίζει, είναι η δημιουργία αποξηραντηρίου, ώστε να μπορεί να επεξεργάζεται και να τυποποιεί τους καρπούς, οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη γεύση, ανάμεσα σε μήλο και χουρμά, και υψηλή διατροφική αξία.
Μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου, ο ίδιος θα επενδύσει σε εγκαταστάσεις μεταποίησης για αποξήρανση των καρπών, για την παρασκευή μαρμελάδας, γλυκού του κουταλιού, αλλά και αξιοποίηση σε τσιπς. Παράλληλα, έχει αναπτύξει φυτώριο με 2.500 νεαρά δενδρύλλια τζιτζιφιάς και αναζητά παραγωγούς που ενδιαφέρονται να ενταχθούν σε ένα δίκτυο συνεργασίας, μια ομάδα παραγωγών, με στόχο την επέκταση της καλλιέργειας και την οργανωμένη προώθηση του προϊόντος στην αγορά.
Από τη λήθη στην καινοτομία και την έρευνα
Η καλλιέργεια των τζίτζιφων έχει κεντρίσει την προσοχή και της επιστημονικής κοινότητας. «Ο καρπός της τζιτζιφιάς έχει ενδιαφέρον και στο πλαίσιο αυτό, σε πρώτη φάση, θα θέλαμε να ερευνήσουμε τη διατροφική αξία του, κάποιες αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχουν οι καρποί αυτοί, βιταμίνες, φαινολικές ενώσεις κ.λπ. Ο καρπός είναι πιο εξειδικευμένος, δεν είναι ευρείας κατανάλωσης, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι συνήθως, επειδή δεν χρησιμοποιείται ως νωπός, αλλά αποξηραμένος, δεν έχει το άγχος ο παραγωγός να το πουλήσει αμέσως», δηλώνει ο Αθανάσιος Μολασιώτης, καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Εργαστηρίου Δενδροκομίας του ΑΠΘ, ο οποίος έχει δείξει ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και την έρευνα πάνω στη διατροφική αξία του καρπού.
Σύμφωνα με τον κ. Τζαβέλλα, αντίστοιχο ενδιαφέρον, σε άλλο πεδίο, υπήρξε και από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά και εταιρείες μετασυλλεκτικής διαχείρισης φρούτων και λαχανικών.
Αντοχή και προσαρμογή σε δύσκολες συνθήκες
Στην παρούσα φάση, ο παραγωγός από την Έδεσσα έχει 18 στρέμματα βιολογικής καλλιέργειας, ενώ τα 1.200 δέντρα του είναι νεαρής ηλικίας, τα οποία αναμένεται να του αποδώσουν φέτος περί τους 10 τόνους καρπού. Όταν τα δέντρα μεγαλώσουν και φτάσουν την παραγωγική ηλικία των 6 ετών, τότε μπορούν να αποδώσουν έως και 3,5-4 τόνους το κάθε στρέμμα.
Αυτήν τη στιγμή, η τιμή του παραγωγού κυμαίνεται στα 1,80-2 ευρώ το κιλό. «Η παραγωγή του 2025, με τη συγκομιδή να ξεκινά περίπου στα τέλη Αυγούστου, είναι σχεδόν εξαντλημένη. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από αγορές του εξωτερικού και στη χώρα μας, τόσο για νωπό όσο και για αποξηραμένο καρπό. Ωστόσο, δεν έχουμε ακόμη τις απαραίτητες ποσότητες», επισημαίνει ο κ. Τζαβέλλας.
Ως «ενδιαφέρουσα για τη χώρα μας» χαρακτηρίζει την καλλιέργεια τζιτζιφιάς ο κ. Μολασιώτης. Όπως λέει, η τελευταία μπορεί να απευθύνεται σε περιοχές όχι τόσο ανεπτυγμένες, ημιορεινές, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν άλλα είδη. «Είναι γενικά ένα πολύ ανθεκτικό δέντρο, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση σε σχέση με τα υπόλοιπα οπωροφόρα δέντρα, κλαδέματα, λιπάσματα, αρδεύσεις κ.λπ. και, συνεπώς, για κάποιες περιοχές τα τζίτζιφα μπορούν να καλλιεργηθούν και χωρίς μεγάλο κόστος ως καλλιέργεια. Είναι, γενικά, μια εύκολη καλλιέργεια», επισημαίνει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Από την πλευρά του, ο κ. Τζαβέλλας, σύμφωνα και με την εμπειρία του ως παραγωγός, τονίζει πως η τζιτζιφιά είναι ένα δέντρο εξαιρετικά ανθεκτικό, που προσαρμόζεται σε ποικίλες κλιματικές συνθήκες – από το ψύχος του χειμώνα, τους παγετούς της άνοιξης, έως τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
Δεν απαιτεί ιδιαίτερες εισροές, έχει περιορισμένες ανάγκες σε νερό και δεν προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες, δεν χρειάζεται φάρμακα, γεγονός που την καθιστά ιδανική για περιοχές με δύσκολες συνθήκες ή για παραγωγούς που επιδιώκουν χαμηλό κόστος καλλιέργειας και η συγκομιδή γίνεται εύκολα, μηχανικά, χωρίς να απαιτούνται εργατικά χέρια.
Να σημειωθεί ότι το θέμα της καλλιέργειας τζιτζιφιάς είχε αναδειχθεί για πρώτη φορά πανελλαδικά σε ρεπορτάζ της «ΥΧ» (10-05-2024), συγκεντρώνοντας τότε το μεγάλο ενδιαφέρον καταναλωτών και παραγωγών γύρω από αυτή την πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Τζαβέλλας ασχολείται, παράλληλα, με την καλλιέργεια κερασιών.
Τα τζίτζιφα προέκυψαν όταν στο μικρό οικογενειακό κτήμα που διαθέτει υπήρχαν τρία δέντρα τζιτζιφιάς, για τα οποία, όμως, δεν γνώριζε τίποτα για τους καρπούς ή τη διατροφική τους αξία (σ.σ. έχουν περισσότερες βιταμίνες από τα πορτοκάλια και τα μήλα, λίγες θερμίδες και είναι πλούσια σε φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά).
Με τον καιρό, ασχολήθηκε επαγγελματικά με αυτά, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργανωμένη καλλιέργεια, αλλά συναντώνται στην ύπαιθρο ως άγρια. Αν και άγνωστος καρπός για τα νέα παιδιά, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε ανθρώπους ηλικίας άνω των 35-40 χρονών.