«Ο Θάνατος ενός Διεφθαρμένου»: Ο Αλέν Ντελόν τα βάζει με το σύστημα στη σκοτεινή «μετά ντε Γκωλ» εποχή της Γαλλίας

Ένα εκλεκτό πολυεθνικό καστ, με προεξάρχοντα τον απόλυτο Γάλλο σταρ όλων των εποχών, Αλέν Ντελόν, πλαισιωμένο από την εκθαμβωτική Ιταλίδα Ορνέλα Μούτι, την ψυχρά… εκρηκτική και τρομακτικά αμείλικτη φιγούρα του Γερμανού Κλάους Κίνσκι (ο άκρως αμφιλεγόμενος, αλλά και υποκριτικά ασύγκριτος πρωταγωνιστής του Βέρνερ Χέρτζογκ) και έναν εκ των σημαντικότερων πρωταγωνιστών του γαλλικού σινεμά, Μορίς Ρονέ, μεταξύ άλλων εκλεκτών προσθηκών (Ζαν Μπουίζ, Μισέλ Ομόν κ.ά.), κοσμεί ένα δυσεύρετο νουάρ πολιτικό θρίλερ, το οποίο πραγματικά αξίζει να διαλέξει κανείς από το πλούσιο «πανέρι» με τις κινηματογραφικές επανεκδόσεις αυτού του καλοκαιριού.
Ο λόγος για τον «Θάνατο ενός Διεφθαρμένου» (αγγλ. τίτλος «Death of a Corrupt Man / πρωτ. τίτλος «Mort d’un Pourri», 1977), που υπογράφεται από τον σημαντικό δημιουργό Ζορζ Λοτνέρ («Ο Επαγγελματίας», 1981), ο οποίος παραδίδει αυτό το τεχνικά άρτιο, στιλιζαρισμένο νουάρ πόλης, το οποίο με τη σειρά του αντανακλά κρυστάλλινα το αξιακό αδιέξοδο και τη σκοτεινιά που επικρατούσε στη Γαλλία στη μετά Σαρλ ντε Γκωλ εποχή. Στο Παρίσι της δεκαετίας του 1970, παρακολουθούμε ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας να δολοφονείται από έναν βουλευτή, όταν ο πρώτος επιχειρεί να τον εκβιάσει για θέματα διαφθοράς και δωροδοκίας που εμπλέκουν και άλλα μέλη της κυβέρνησης.
Ο δολοφόνος, Φιλίπ (Μορίς Ρονέ), ζητά από τον φίλο του, Ξαβιέ (Aλέν Ντελόν), να τον βοηθήσει, κι εκείνος προστρέχει μετά παρρησίας, μόνο για να βρεθεί βαθιά μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι πολιτικής διαφθοράς και μεγάλων συμφερόντων, στο οποίο φυσικά τα ρουσφέτια, οι πρακτικές εκδούλευσης και οι υποχθόνιες δοσοληψίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν γιατί θα προκαλέσουν πολιτικό σεισμό. Αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύει όχι μόνο ο ίδιος ο Ξαβιέ, αλλά και η ζωή όλων όσων βρίσκονται στον κοντινό του κύκλο.
Μήλον της έριδος στην υπόθεση είναι ένα ημερολόγιο του εκλιπόντος, το οποίο «καίει» πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της γαλλικής πολιτικής –και όχι μόνο– σκηνής. Η υπεξαίρεση του ημερολογίου και η σύνδεση του πολύτιμου φίλου και συνεργάτη του δολοφόνου με αυτή την πράξη, φέρνει αρχικά τον Φιλίπ και έπειτα τον ίδιο τον Ξαβιέ στο στόχαστρο ενός επικίνδυνου εγκληματικού κυκλώματος, με πλοκάμια που απλώνονται σε Αστυνομία και ανώτερα πολιτικά κλιμάκια.
Ο επί χρόνια ζυμωμένος σε τέτοιους ρόλους Ντελόν πείθει από την πρώτη στιγμή ως ο μοναχικός άνδρας που βρίσκεται παγιδευμένος στον επικίνδυνο ιστό των διεφθαρμένων Αρχών, από τον οποίο προσπαθεί να απαγκιστρωθεί και να αποκαλύψει τη σκανδαλώδη αλήθεια, αν και το υπόβαθρο της σχέσης με τον φίλο του, Φιλίπ, για τον οποίο ο Ξαβιέ είναι διατεθειμένος να φτάσει μέχρι τα άκρα, θα μπορούσε να έχει εξερευνηθεί περισσότερο ώστε να τοποθετηθεί σε πιο στέρεα θεμέλια η αμετακίνητη προσήλωσή του στον στόχο.
Διευθετώντας τους ανοιχτούς λογαριασμούς
Με τη συνδρομή της νεαρής φίλης του Φιλίπ, Βαλερί (Ορνέλα Μούτι), ο Ξαβιέ ψάχνει να βρει την άκρη σε αυτόν τον κυκεώνα αποκρυμμένων πληροφοριών, μην μπορώντας να εμπιστευθεί κανέναν και τίποτα, καθώς η διαφθορά έχει εισχωρήσει παντού. Ένα ξέφρενο κυνήγι, το οποίο αποκλείεται να αφήσει ασυγκίνητο τον θεατή αυτής της άψογα αποκατεστημένης –ψηφιακά– ταινίας, λαμβάνει χώρα στο υπόλοιπο της διάρκειάς της.
Στέκοντας απέναντι σε έναν πανίσχυρο μηχανισμό και την αλυσίδα των πειθήνιων διαμεσολαβητών του, που ενεργοποιούν κυρίως αθέμιτα μέσα, ο Ξαβιε έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις σάπιες δομές και τους θεσμούς που μαστίζουν τη χώρα του, ωστόσο αυτό που παραμένει κινητήριος δύναμη για εκείνον δεν είναι τόσο η απόδοση μιας ευρύτερης δικαιοσύνης, όσο η δικαίωση του φίλου του, χωρίς –όπως είπαμε– να αποκαλύπτονται οι βαθύτερες αιτίες που καθιστούν τη σχέση τους τόσο ισχυρή.
Θα μπορούσε, πάντως, να εκληφθεί αυτή η στάση ως μια έμμεση προσπάθεια… εξιλέωσης του Ντελόν προς τον συνάδελφο και κατ’ επανάληψη παρτενέρ του, Ρονέ (συμπρωταγωνίστησαν συνολικά σε τέσσερις ταινίες), αναφορικά με τις θανάσιμες παγίδες που είχε στήσει στον δεύτερο ο πρώτος, εντός –πάντα– των ορίων της πλοκής και της ενσάρκωσης των ρόλων τους – τόσο στην κομβική (όσον αφορά την απογείωση της καριέρας του τότε νεαρού Γάλλου αστέρα) κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Πατρίσια Χάισμιθ, «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ», με τίτλο «Γυμνοί Στον Ήλιο» (1960), όσο και στο στιβαρό ψυχολογικό θρίλερ «Η Πισίνα» (1969) του Ζακ Ντερέ, που παρακολουθήσαμε σε επανέκδοση πέρσι το καλοκαίρι: Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο «άσπονδος φίλος», που υποδυόταν ο Ντελόν, είχε εξαπατήσει τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε Ρονέ. Αντιθέτως, εδώ τον υπερασπίζεται ένθερμα μέχρι τέλους.
Μια άρτια –από όλες τις απόψεις–προσπάθεια
Ο εμβληματικός Ντελόν, που έφυγε πριν λίγο καιρό από τη ζωή, υπογράφει και την παραγωγή σε αυτό το πραγματικά αξιοπρόσεκτο νουάρ με το ατμοσφαιρικό jazz soundtrack του Φιλίπ Σαρντ και το «μαγικό» σαξόφωνο του Σταν Γκετς. Αν και ανήκει εμφανώς σε αυτή την κατηγορία, «Ο Θάνατος ενός Διεφθαρμένου» καταφέρνει να ανακατέψει την τράπουλα των επιρροών από τις αστυνομικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 και χωρίς να αναλώνεται σε ηθικοπλαστικά μηνύματα δίνει μια ρεαλιστική διάσταση στη σύνθετη θεματολογία του, η οποία εμπλέκει τον πολιτικό υπόκοσμο, τη διαφθορά, τις μηχανορραφίες, ενώ παράλληλα επιχειρεί να δώσει έμφαση στις ψυχολογικές προεκτάσεις πίσω από πρόσωπα και πράξεις. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το σενάριο της ταινίας υπογράφεται από τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Μισέλ Οντιάρ, πατέρα του γνωστού μας σήμερα Ζακ Οντιάρ, που ακολούθησε τα χνάρια του επιτυχημένου πατέρα του.
Η σκηνή στο φινάλε της ταινίας, με την αντανάκλαση του πύργου του Άιφελ στο τζάμι να φοριέται «καπέλο» στον Ντελόν, που ατενίζει σκεπτικός τη θέα από το παράθυρο, αποτελεί ένα κλείσιμο γεμάτο πικρόχολη ειρωνεία και πεσιμισμό, πλαισιωμένο ιδανικά από τον αειθαλή Γάλλο ζεν πρεμιέ. Κοντολογίς, εξάγεται το φαταλιστικό συμπέρασμα ότι ο κόσμος μας δεν είναι πλασμένος αγγελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τα φαινόμενα απατούν και το κακό θα βρίσκει πάντα μια χαραμάδα για να εισβάλει και στο τέλος να επικρατήσει.
Η ταινία προβάλλεται στα θερινά σινεμά σε ψηφιακή επανέκδοση από τις 7 Αυγούστου, σε διανομή της Weirdwave.
των Νίκου Γαργαλάκου, Αλέξανδρου Κουτσοχρήστου