Agridiver Cluster: Ένας συνεργατικός σχηματισμός για την αξιοποίηση των ΑΦΦ

Υποστηρίζει τη δημιουργία καινοτόμων προϊόντων διατροφής
31/12/2024
9' διάβασμα
agridiver-cluster-enas-synergatikos-schimatismos-gia-tin-axiopoiisi-ton-aff-342822

Με την αρωγή του Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων (ΙΓΒΦΠ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων με εμπειρία στην υποστήριξη της καινοτομίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας δημιουργήθηκε ένα «σύμπλεγμα» συνδεδεμένων επιχειρήσεων και αγροτικών συνεταιρισμών, που στόχος του είναι η αξιοποίηση της ελληνικής βιοποικιλότητας και των φυτογενετικών πόρων. Το εγχείρημα δίνει έμφαση στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά (ΑΦΦ) και στις παραδοσιακές ποικιλίες.

Η ερευνήτρια του ΙΓΒΦΠ, Κατερίνα Γρηγοριάδου, σημειώνει σχετικά πως το Agridiver Cluster, όπως ονομάζεται, αφορά εταιρείες που έχουν ή παράγουν προϊόντα που βασίζονται στην ελληνική βιοποικιλότητα και οι οποίες συνενώθηκαν, για να αντιμετωπίσουν από κοινού προβλήματα ή ζητήματα που προκύπτουν στον σχετικό κλάδο.

 

Ο τελευταίος, σύμφωνα με τον ταμία του Cluster, και αντιπρόεδρο της εταιρείας El Greco, Παναγιώτη Μπαγκατζούνη, είναι ιδιαίτερος και απαιτητικός. «Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά είναι ένας ιδιαίτερος κλάδος, ο οποίος έχει προοπτικές. Εδώ και 20 χρόνια αναπτύσσεται και μπαίνει στον παραγωγικό χάρτη, ενώ αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις και αρκετά ζητήματα, καθώς έχει πάρα πολλά είδη. Η χώρα μας λόγω του μικροκλίματος και της πληθώρας των αυτοφυών που διαθέτει θεωρούμε ότι έχει ένα πλεονέκτημα στην παραγωγή των ΑΦΦ. Ωστόσο, το μικρό μέγεθος του κλάδου δεν βοηθά στην καλύτερη αξιοποίησή τους. Για τον λόγο αυτόν, κι άλλους πολλούς, δημιουργήθηκε το συγκεκριμένο cluster», σημειώνει.

Δυσκολίες και προκλήσεις

Σύμφωνα με την κα Γρηγοριάδου και τον κ. Μπαγκατζούνη, οι προκλήσεις στον τομέα των ΑΦΦ είναι πολλές, ξεκινώντας από το πολλαπλασιαστικό υλικό, τις ποικιλίες, τα προϊόντα φυτοπροστασίας έως και τα τεχνολογικά ζητήματα που αφορούν τη μηχανοποίηση της συγκομιδής, τις τεχνολογίες ξήρανσης κ.λπ.

Από εκεί και πέρα, όπως λέει ο κ. Μπαγκατζούνης, στόχος είναι να αναπτυχθεί ο κλάδος, να βελτιωθούν η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητά του, να αναπτυχθεί η έρευνα πάνω σε αυτά τα προϊόντα και να δοθεί έμφαση στην προβολή και στην προώθηση του κλάδου και των προϊόντων του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

«Για παράδειγμα, έχουμε μεγάλο έλλειμμα στην καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, δηλαδή ο καθένας μας γνωρίζει κάποιον, αλλά αυτό δεν είναι οργανωμένο και καταγεγραμμένο. Ένας από τους στόχους μας είναι και αυτός, αλλά υπάρχουν προβλήματα και στην υλοποίηση. Πάντως, είδαμε ότι όπου υπήρξε οργάνωση αυτό βοήθησε και στη σταθεροποίηση της ποιότητας και της παραγωγής και εν τέλει στο να ανέβουν και οι εξαγωγές», υπογραμμίζει ο ίδιος.

«Η χώρα μας λόγω του μικροκλίματος και της πληθώρας των αυτοφυών που διαθέτει θεωρούμε ότι έχει ένα πλεονέκτημα στην παραγωγή των ΑΦΦ», σημειώνει ο ταμίας του Cluster, Παναγιώτης Μπαγκατζούνης.

Από την πλευρά της, η κα Γρηγοριάδου επισημαίνει ότι σήμερα γνωρίζουμε στοιχεία μόνο από τις δηλώσεις ΟΣΔΕ και ξέρουμε, επίσης, εμπειρικά τι υπάρχει στην περιοχή του καθενός. «Σε αυτά βασιζόμαστε και αυτό το κενό της οργάνωσης έρχεται να καλύψει το Agridiver Cluster, ώστε να γίνει μία πιο σωστή καταγραφή και συσπείρωση των ανθρώπων που μέσα στο Cluster ασχολούνται με τα ΑΦΦ, όπως και να συνδέσουμε την έρευνα με την παραγωγή, κάτι το οποίο ζητούν οι ίδιοι οι παραγωγοί», επισημαίνει η κα Γρηγοριάδου, τονίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια εμπειρία στο θέμα των ΑΦΦ που διαθέτει το ΙΓΒΦΠ, αφού εδώ και χρόνια μεγάλος αριθμός ερευνητών έχει δουλέψει γύρω από αυτά.

Την ίδια στιγμή, ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι η υψηλή κινητικότητά του. «Επειδή πολλά από τα προϊόντα αυτοφύονται, αλλά και επειδή μιλάμε για μια σχετικά εύκολη καλλιέργεια, που δεν έχει τρομερές απαιτήσεις η εγκατάσταση μιας νέας φυτείας, είναι εύκολη η είσοδος νέων αγροτών στον χώρο. Ωστόσο, όσο εύκολα μπαίνει ένας νέος παραγωγός, τόσο εύκολα βγαίνει. Μένουν μόνο λίγοι στον κλάδο τελικά και αναπτύσσονται», σχολιάζει ο κ. Μπαγκατζούνης.

«Εκτός αυτών, υπάρχουν π.χ. τα κλιματικά φαινόμενα. Οι παραγωγοί απογοητεύονται με την κλιματική κρίση, ανεβοκατεβαίνουν οι τιμές, οπότε όλα αυτά επηρεάζουν», συμπληρώνει η κα Γρηγοριάδου και συνεχίζει: «Πάντως, τώρα τελευταία, έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Φεύγουν οι μικροί παραγωγοί, ξεφεύγουμε από το μοντέλο της οικοτεχνίας και πάμε σε μοντέλα εκμηχάνισης και μεγαλύτερων ποσοτήτων, όπως γίνεται σήμερα στη ρίγανη και παλαιότερα στη λεβάντα».

Ρυθμός ανάπτυξης

Ο ρυθμός ανάπτυξης των ΑΦΦ δεν είναι σταθερός, καθώς υπάρχουν διακυμάνσεις εξαιτίας της πληθώρας των ειδών. Την προηγούμενη δεκαετία, πολύ μεγάλη έμφαση δόθηκε στην καλλιέργεια της λεβάντας, σε κάποιες άλλες σημειώθηκε αλλαγή πορείας, ενώ στη ρίγανη υπάρχει σταθερά ανοδική πορεία.

Στο τσάι του βουνού υπήρξαν σκαμπανεβάσματα και λόγω κλιματικής κρίσης και μειωμένης παραγωγής και στο χαμομήλι η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη, γιατί εκεί χρειάζονται μεγαλύτερες επενδύσεις και ένας σοβαρός μηχανολογικός εξοπλισμός για να μπορέσει να καλλιεργηθεί, όπως εξηγεί ο κ. Μπαγκατζούνης.

Και προσθέτει: «Η δική μας εκτίμηση είναι ότι σταθερά ανεβαίνει η ζήτηση για αυτά τα προϊόντα, καθότι έχουν ευρεία χρήση και για τη βιομηχανία και για το καταναλωτικό κοινό, ως τρόφιμα, αφεψήματα, ροφήματα, καλλυντικά και φάρμακα.

Πάντως, είμαστε φειδωλοί στο να επικοινωνούμε ότι τα ΑΦΦ είναι ο θησαυρός της ελληνικής γης. Προοπτικές υπάρχουν, όμως για εμάς, τους επιχειρηματίες της μεταποιητικής βιομηχανίας, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν πάμε να ανοίξουμε νέες αγορές έχουμε από πίσω υποστήριξη σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες. Να μη φεύγει χύμα προϊόν, γιατί αυτό δεν θα βοηθήσει τους παραγωγούς μακροπρόθεσμα», καταλήγει ο κ. Μπαγκατζούνης.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια του ΙΓΒΦΠ, Κατερίνα Γρηγοριάδου, το Cluster έρχεται να καλύψει το κενό της οργάνωσης που υπάρχει στον κλάδο, «ώστε να γίνει μία πιο σωστή καταγραφή και συσπείρωση των ανθρώπων που ασχολούνται με τα ΑΦΦ, όπως και να συνδέσουμε την έρευνα με την παραγωγή».

Η ερευνήτρια του ΕΛΓΟ, κα Γρηγοριάδου, δίνει, τέλος, τη δική της διάσταση στο θέμα αυτό: «Τις αγορές πρέπει να τις βλέπουμε παγκόσμια. Από τις έρευνες που έχουν γίνει, διαπιστώθηκε ότι είναι ελλειμματικές σε αυτά τα φυσικά προϊόντα. Για αυτό και οι παραγωγοί πρέπει να εξετάσουν ποια είναι τα προϊόντα αυτά, πού απευθύνονται, να έχουν πιστοποιημένη ποιότητα, συνεχή τροφοδότηση, αλλά και κόστος τέτοιο, ώστε να μπορούν οι διεθνείς αγορές να αντεπεξέλθουν».

Στα αζήτητα το αιθέριο έλαιο λεβάντας μετά το lockdown

Ελεύθερη πτώση από τα 110 στα 15 ευρώ το κιλό

Για 25 χρόνια, ο παραγωγός Δήμος Πάνης ασχολούνταν με την πτηνοτροφία στις Φέρες του Νομού Έβρου, διατηρώντας μονάδα με κότες και γαλοπούλες, ενώ εξέτρεφε και μαύρο γαλόπουλο χωριάτικο, το οποίο σφάζεται αποκλειστικά και μόνο στο χέρι.

Δυστυχώς, οι χαμηλές τιμές στις εισαγόμενες γαλοπούλες τον οδήγησαν σε αλλαγή πλεύσης και την τελευταία πενταετία στράφηκε στην καλλιέργεια λεβάντας. Επέλεξε μια δυναμική καλλιέργεια, με προσανατολισμό την παρασκευή αιθέριου ελαίου. Αρχικά, η ποιότητα ήταν εξαιρετική, το ίδιο και η τιμή, αλλά την τελευταία διετία η πτώση της τιμής είναι δραματική.

«Στέλναμε αιθέριο έλαιο λεβάντας στη Βουλγαρία, ακόμη και στον Καναδά. Η τιμή ήταν περίπου 110 ευρώ το κιλό, ενώ αυτήν τη στιγμή έχει κατρακυλήσει στα 15 ευρώ το κιλό», περιγράφει ο κ. Πάνης.

Όπως εξηγεί, εξαιτίας του μεγάλου lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 δεν μπορούσαν να εξάγουν στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και αλλού, και με δεδομένο ότι η Βουλγαρία παράγει το 60% της παγκόσμιας λεβάντας, συγκέντρωσε στοκ χιλιάδων τόνων, με συνέπεια να πουλάει, πλέον, σε πολύ χαμηλή τιμή.

Μπροστά στο αδιέξοδο που συνάντησε, ο κ. Πάνης επιχείρησε να στραφεί στην εγχώρια και την εξωτερική αγορά, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

«Έστειλα δείγματα σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Η τιμή πώλησης ανεβαίνει μέχρι τα 20 ευρώ το κιλό, αλλά με δική μου επιβάρυνση στα μεταφορικά», σημειώνει. Ο ίδιος αισιοδοξεί ότι η αγορά θα ανακάμψει, ταυτόχρονα όμως σχεδιάζει να σπείρει ρίγανη, για να παρασκευάσει αιθέριο έλαιο.