Ακτινίδιο: «Δεν προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε τη ζήτηση»

Ξεπέρασε τα 70 λεπτά η τιμή παραγωγού

Με την αγορά να… διψά για ακτινίδια ξεκίνησαν οι εξαγωγές φέτος, δείχνοντας για μία ακόμη φορά γιατί το συγκεκριμένο προϊόν αποτελεί βαρύ εξαγωγικό πυροβολικό για την Ελλάδα, όσον αφορά την εξωστρέφεια του πρωτογενούς τομέα. Τρεις παράγοντες καταγράφονται ως καθοριστικοί φέτος: Πρώτον, η τάση των καταναλωτών να αναζητούν περισσότερα φρούτα και λαχανικά που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα, δεύτερον, το κενό που δημιουργήθηκε στην αγορά τελειώνοντας το νότιο ημισφαίριο που φέτος είχε μικρότερες ποσότητες και, τρίτον, η συνεχιζόμενη μειωμένη παραγωγή της Ιταλίας, του έτερου ισχυρού παίκτη στον στίβο του βόρειου ημισφαιρίου.

Η σεζόν φέτος ήταν όψιμη, όπως και στα πορτοκάλια, και έτσι στις περισσότερες περιοχές η συγκομιδή εντατικοποιείται αυτές τις μέρες. Οι αποδόσεις χαρακτηρίζονται ικανοποιητικές με επιμέρους αποκλίσεις, οι οποίες αποδίδονται σε καιρικά φαινόμενα κατά την καλλιεργητική περίοδο, στο τέλος της ημέρας, όμως, στο σύνολο της παραγωγής δεν φαίνεται ότι θα υπάρξει διαφοροποίηση προς τα κάτω, δεδομένων των νέων φυτεύσεων που προστίθενται στην παραγωγή.

Οι καλλιεργητές μιλούν για πολύ καλή ποιότητα και μεγέθη που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της αγοράς, τις οποίες πληρώνει καλά και έχουν κάθε λόγο να χαμογελούν στο ξεκίνημα της σεζόν. Οι τιμές παραγωγού διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα από πέρσι προς το παρόν, στα 65-70 λεπτά το κιλό.

«Εμπορικά υπάρχει πίεση. Σχεδόν δεν προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε τη ζήτηση αυτήν τη στιγμή». Αυτό είπε χαρακτηριστικά, δίνοντας το στίγμα της εμπορίας αυτήν τη στιγμή, ο διευθυντής της Ομάδας Παραγωγών Ακτινίδια Ζευς στην Πιερία, Ζήσης Μανώσης. Στην περιοχή, σύμφωνα με τον ίδιο, «η μέση στρεμματική απόδοση κινείται στα περσινά επίπεδα, αλλά σε συνολικά κιλά είμαστε πιο πάνω, γιατί μπήκαν στην παραγωγή νέες φυτεύσεις της προηγούμενης τριετίας».

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των καρπών παρατηρεί, τουλάχιστον σε αυτά που έχουν περάσει ήδη από ταξινόμηση, λίγο μικρότερα νούμερα από πέρσι, στα 95-105 γραμμάρια έναντι 105-115 γραμμαρίων πέρσι, δηλαδή ένα νούμερο πιο κάτω.

Σε σχέση με τα μεγέθη, ο κ. Μανώσης σχολίασε: «Με την αγορά δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν μια χώρα ή η Ευρώπη έχει συγχρόνως είτε πολλά μικρά είτε πολλά μεγάλα. Εκεί ενδεχομένως να δημιουργηθεί υπερπροσφορά και έλλειψη στα άλλα. Αυτήν τη στιγμή, δεν παρατηρούμε κάτι τέτοιο. Φέτος, είναι πιο ισορροπημένα τα πράγματα. Πέρσι, επί παραδείγματι, υπήρχαν πολλά χοντρά ακτινίδια στην αγορά. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία παρήγαγαν μέσο όρο βάρους ακτινιδίων αρκετά υψηλό, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά μεγάλα μεγέθη, η ροή να είναι πιο αργή και οι τιμές λίγο χαμηλότερες».

Ο ίδιος διευκρίνισε ότι οι τιμές είναι υψηλότερες από πέρσι και εξέφρασε την εκτίμηση ότι αυτή η τάση θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια της σεζόν, διευκρινίζοντας ότι το τοπίο θα ξεκαθαρίσει σε δέκα ημέρες περίπου, γιατί προς το παρόν η αγορά προέρχεται από την έλλειψη του νότιου ημισφαιρίου, την οποία χρειάζεται ένα διάστημα για να καλύψει η Ευρώπη.

Κατά τι μικρότερη από πέρσι, περί τους 30.000 τόνους, υπολογίζεται η φετινή παραγωγή της Άρτας, όπου κάποια κτήματα χτυπήθηκαν από χαλάζι, αλλά και εκεί οι απώλειες αντισταθμίζονται από τα νέα κτήματα που μπαίνουν στην παραγωγή. Όπως αναφέρει ο Νίκος Γκίζας, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Άρτας-Φιλιππιάδας, «μεγέθη είναι αυτά που θέλει η αγορά, έχουν γίνει τα κατάλληλα αραιώματα, οπότε μένει το ακτινίδιο που είναι το καθαρά εμπορεύσιμο», ενώ οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 65 και 70 λεπτών το κιλό.

«Ξεπέρασαν σε αρκετές περιπτώσεις τα 70 λεπτά το κιλό οι τιμές για ακτινίδια των 100 γραμμαρίων», σημείωσε, μεταξύ άλλων, από την πλευρά του ο εξαγωγέας Σπύρος Κακοσίμος, επιβεβαιώνοντας το αυξημένο ενδιαφέρον από τις ευρωπαϊκές αγορές με τις οποίες ο ίδιος συνεργάζεται, αλλά και τις αυξημένες τιμές παραγωγού φέτος.

«Παρατηρούνται από τη μέχρι στιγμή συγκομιδή λιγότερα ακτινίδια των 100 γραμμαρίων σε σχέση με πέρσι. Έχουμε μικρότερα μεγέθη. Ο μέσος όγκος της παραγωγής μέχρι ώρας κινείται μεταξύ 90 και 100 γραμμαρίων. Γενικά, υπάρχουν χώρες που δουλεύουν με μεγαλύτερες καλίμπρες και άλλες με μικρότερες. Σε κάθε περίπτωση, είναι ολοφάνερο ότι η ζήτηση είναι έντονη», σημείωσε.