Αλ. Σδούκου: «Κρίσιμος ο ρόλος της δημόσιας χρηματοδότησης για τις υπεράκτιες ΑΠΕ»

Παρέμβαση της Ελληνίδας υφυπουργού Περιβάλλοντος σε συνεδρίαση της βελγικής προεδρίας στην Μπριζ

Η χρηματοδότηση και η ενίσχυση των υπεράκτιων ΑΠΕ αποτέλεσαν τη βασική ατζέντα των συζητήσεων της συνεδρίασης υψηλού επιπέδου που διοργάνωσε, την Τετάρτη 15 Μαΐου, στην Μπριζ, η βελγική προεδρία του Συμβουλίου, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, της επιτρόπου Ενέργειας, Kadri Simson, της Βελγίδας υπουργού Ενέργειας, Tinne Van der Straeten, του Ιρλανδού υπουργού Κλίματος και Ενέργειας, Eamon Ryan, του Γερμανού υφυπουργού Ενέργειας, Philipp Nimmermann, και τη συμμετοχή της Ελληνίδας υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρας Σδούκου.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, η συνάντηση επικεντρώθηκε σε τρεις συγκεκριμένες θεματικές και συγκεκριμένα: Στην καινοτόμο χρηματοδότηση των υπεράκτιων ΑΠΕ, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και στην ανάπτυξη αλυσίδας αξίας.

Στην παρέμβασή της η κ. Σδούκου ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο της δημόσιας χρηματοδότησης για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος των υπεράκτιων ΑΠΕ από 20 GW που είναι σήμερα, σε περίπου 100 GW το 2030 στην ΕΕ, καθώς είναι απαραίτητο η δημόσια και η ιδιωτική χρηματοδότηση να συμβαδίζουν, με τα δημόσια κεφάλαια να μοχλεύουν πολλαπλάσια ιδιωτικά.

Τόνισε, δε, ότι το να επιτευχθεί αυτό το αυξημένο επίπεδο φιλοδοξίας φαίνεται ίσως δύσκολο, είναι όμως αναγκαίο και απαραίτητο. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, οι κυβερνήσεις, η βιομηχανία, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί, πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, ώστε ο στόχος να γίνει πραγματικότητα.

Η κα Σδούκου παρατήρησε ότι ο χρηματοδοτικός μηχανισμός «Συνδέοντας την Ευρώπη» (CEF) δημιουργήθηκε με στόχο να βοηθήσει τους φορείς υλοποίησης των ενεργειακών έργων να διαπιστώσουν κατά πόσο τα σχεδιαζόμενα έργα είναι βιώσιμα, διεξάγοντας τις απαραίτητες και εξαιρετικά κοστοβόρες μελέτες. Σημείωσε, δε, ότι το CEF συνέβαλε στην υλοποίηση σημαντικών έργων, ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που βοήθησαν στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζεται σημαντική χρηματοδοτική ενίσχυση για να διαδραματίσει τον ρόλο του κατά την ενεργειακή μετάβαση.

Επενδυτικοί πόροι

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η υφυπουργός, «το CEF διαθέτει πόρους περίπου 5,8 δισ. ευρώ, ενώ η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπολογίσει το ύψος των απαραίτητων επενδύσεων σε 584 δισ. ευρώ, για τα επόμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, το CEF διαθέτει μόλις το 1% των απαραίτητων πόρων».

Παράλληλα, έκανε ειδική μνεία στην αναγκαιότητα απομείωσης του κινδύνου για να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις. Όπως πρόσθεσε η υφυπουργός, έχουν ήδη διατεθεί 30 εκατ. ευρώ για τη διενέργεια μετρήσεων ανέμου και μελετών βυθού το επόμενο έτος, για τα πρώτα θαλάσσια οικόπεδα που θα αναπτυχθούν και θα δημοπρατηθούν τα επόμενα δύο χρόνια.

Η ίδια επεσήμανε με νόημα ότι «στην Ελλάδα θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε δημόσια χρηματοδότηση για να προσελκύσουμε ιδιωτική χρηματοδότηση. Έχουμε στόχο να διαθέσουμε τουλάχιστον 260 εκατ. ευρώ και δυνητικά μέχρι 460 εκατ. ευρώ, για την οικονομική στήριξη της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας μέσω του νέου Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων, χρήματα που προέρχονται από δικαιώματα ρύπων και που θα βοηθήσουν στην αρχική χρηματοδότηση των πρώτων έργων υπεράκτιων ΑΠΕ».

Επιπλέον, υπογράμμισε τη σημασία της δημιουργίας ενός σταθερού, διαφανούς και δίκαιου πλαισίου για τους επενδυτές, φέρνοντας ως παράδειγμα την επιλογή της Ελλάδας να μειώσει το επενδυτικό ρίσκο, ωριμάζοντας αδειοδοτικά και περιβαλλοντικά τα πρώτα 2 GW υπεράκτιων ΑΠΕ μέσω της ΕΔΕΥΕΠ και διασφαλίζοντας την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρισμού.

Τέλος, αναφέρθηκε στη χρησιμότητα του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους υπεράκτιας αιολικής ενέργειας για το 2040 και το 2050.