Αναγεννητική γεωργία: Πρωτοπόροι αγρότες παράγουν περισσότερη τροφή με λιγότερες εισροές

Μια νέα, μεγάλης κλίμακας έρευνα αποκαλύπτει πώς η αναγεννητική γεωργία μπορεί να προσφέρει περισσότερα τρόφιμα με λιγότερες εισροές, αποδεικνύοντας ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής γεωργίας περνά μέσα από τη συνεργασία με τη φύση.
Σε μια περίοδο κατά την οποία οι συζητήσεις για την επισιτιστική ασφάλεια, την κλιματική κρίση και τη βιωσιμότητα της γεωργίας βρίσκονται στην κορυφή της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, η Ευρωπαϊκή Συμμαχία για την Αναγεννητική Γεωργία (EARA) φέρνει στο φως μία από τις πιο φιλόδοξες και ενθαρρυντικές μελέτες των τελευταίων χρόνων.
Η μελέτη «World’s Largest Pioneering Regenerative Agriculture Research Study» –χρηματοδοτούμενη από το EIT Food– συγκρίνει 78 αγροκτήματα αναγεννητικής γεωργίας σε 14 ευρωπαϊκές χώρες με γειτονικά συμβατικά αγροκτήματα. Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι ότι με 62% λιγότερο συνθετικό άζωτο και 76% λιγότερα φυτοφάρμακα, οι πρωτοπόροι αγρότες πέτυχαν σχεδόν ισοδύναμες αποδόσεις, με μόλις 1% μικρότερη παραγωγή σε θερμίδες και πρωτεΐνες.
Το πιο σημαντικό, όμως, που καταγράφεται είναι το συνολικό αποτύπωμα: Aυτοί οι αγρότες είχαν 27% υψηλότερη «Πλήρη Παραγωγικότητα Αναγέννησης», έναν νέο δείκτη που συνυπολογίζει παράγοντες, όπως η εδαφική υγεία, η φυτοκάλυψη, η φωτοσύνθεση και η βιοποικιλότητα.
Η αναγεννητική γεωργία ως μονόδρομος
Η γεωργία στην Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας, η εξάρτηση από εισαγόμενες ζωοτροφές, λιπάσματα και ενέργεια καθιστά τις καλλιέργειες ευάλωτες. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει απώλειες γεωργικών εσόδων 60 δισ. ευρώ το 2025, ενώ οι καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον εμφανείς: Tο 2024, η παραγωγή μήλων στην Τσεχία μειώθηκε κατά 90%, ενώ οι απώλειες στα σιτηρά στην ΕΕ άγγιξαν το 7%.
Η μελέτη της EARA καταγράφει ότι η λύση δεν βρίσκεται στη συνέχιση της σημερινής πορείας, αλλά σε μια βαθιά αλλαγή κατεύθυνσης. Όπως δήλωσαν οι υπεύθυνοι της έρευνας, η επισιτιστική ασφάλεια δεν προϋποθέτει γεωργία υψηλής εισροής, αλλά «μια καινοτόμο, συμβιωτική σχέση με τη φύση».
Η ελληνική περίπτωση
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα της μελέτης βρίσκεται στην Ελλάδα. Η Sheila Darmos, αγρότισσα της EARA στη Λακωνία, καλλιεργεί ελιές, πορτοκάλια, λεμόνια και λάιμ, με 280% υψηλότερες αποδόσεις ανά εκτάριο από τον μέσο όρο – και όλα αυτά χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα, ενώ χρησιμοποιεί 78% λιγότερα καύσιμα.
Η επιτυχία της βασίζεται σε μια μέθοδο που ακόμα θεωρείται ριζοσπαστική: Συντροπική οργανική αγροδασοκομία (syntropic agroforestry). Πρόκειται για ένα σύστημα που μιμείται τις λειτουργίες του φυσικού οικοσυστήματος και συνδυάζει δενδρώδεις καλλιέργειες με εποχικά φυτά, δημιουργώντας ένα δυναμικό και αυτάρκες αγροοικοσύστημα. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η αυξημένη παραγωγή, αλλά και η βελτιωμένη διείσδυση νερού, η μείωση της θερμοκρασίας του εδάφους και η ενίσχυση της βιοποικιλότητας.
Πολιτικές ευκαιρίες και η επόμενη μέρα της ΚΑΠ
Η EARA καλεί τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να αξιοποιήσουν τα δεδομένα αυτής της μελέτης για τον σχεδιασμό μιας νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Η πρόταση της Συμμαχίας βασίζεται στην επιβράβευση αποτελεσμάτων και όχι πρακτικών και στην ενσωμάτωση δείκτη, όπως ο RFP, στα εργαλεία αξιολόγησης και χρηματοδότησης.
Παράλληλα, η μελέτη προσφέρει τη βάση για την ανάπτυξη νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων, όπως ασφαλιστικά προϊόντα μετάβασης, που θα καλύπτουν το ρίσκο των αγροτών που επιλέγουν την αλλαγή. Σύμφωνα με τη μελέτη, αν υιοθετηθούν ευρέως οι πρακτικές των πρωτοπόρων αγροτών, η Ευρώπη μπορεί να μειώσει κατά 141,3 εκατ. τόνους CO2e (ισοδύναμο διοξειδίου του άνθρακα) τις εκπομπές της από τον αγροτικό τομέα – δηλαδή κατά 84% των καθαρών εκπομπών του τομέα αυτού σήμερα.
Και όλα αυτά με ταυτόχρονη βελτίωση της παραγωγικότητας, ενίσχυση της ανθεκτικότητας και μείωση της εξάρτησης από εξωτερικές εισροές. Με άλλα λόγια, η γεωργία μπορεί να γίνει όχι μόνο βιώσιμη, αλλά θετική για το περιβάλλον και την κοινωνία.