Ανατροπές στην άρδευση: Σε φορέα ιδιωτικού δικαίου ή σε Διεύθυνση του ΥΠΑΑΤ ο συντονισµός των ΟΕΒ

Με τη νέα ΚΑΠ και την «Πράσινη Συμφωνία» να θέτουν τη βιωσιμότητα και την προστασία των φυσικών πόρων σε προτεραιότητα, μια συνολική και όχι αποσπασματική πολιτική λύση για τη διαχείριση του νερού άρδευσης κρίνεται περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

Οι δυσκολίες της πρόσβασης των αγροτών σε αυτόν τον πολύτιμο πόρο είναι γνωστές εδώ και αρκετά χρόνια και επανέρχονται στην επικαιρότητα, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις έρχεται να ταράξει τα ύδατα, προτείνοντας σειρά μεταρρυθμίσεων.

Η μελέτη δεν δημοσιοποιείται σε τυχαία περίοδο: Οι πρωτοβουλίες του ΥΠΑΑΤ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ερημοποίησης, οι συζητήσεις για νομοθετικές πρωτοβουλίες που σχεδιάζονται για τη διαχείριση των υδάτων και το κονδύλι ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ που αναμένεται να διατεθεί για τα 19 αρδευτικά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται να υλοποιηθούν με συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα (ΣΔΙΤ), αποδεικνύουν ότι η λήψη σοβαρών αποφάσεων είναι προ των πυλών.

Τα αίτια μιας εξόχως προβληματικής εικόνας

Τα όσα περιγράφει και αναδεικνύει η μελέτη για τους ΟΕΒ είναι εν μέρει γνωστά, ιδιαίτερα στους παραγωγούς που βιώνουν εδώ και χρόνια από πρώτο χέρι τα προβλήματα, τις αστοχίες και την αναξιοπιστία των αρδευτικών οργανισμών, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις που όμως επιβεβαιώνουν τον γενικό απογοητευτικό κανόνα.

Ωστόσο, οι συγγραφείς εντοπίζουν και παραθέτουν διεξοδικά τα αίτια που οδήγησαν τους Οργανισμούς στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Αυτά είναι κατά σειρά:

1) Το θεσμικό πλαίσιο ελέγχου. Ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ΟΕΒ και η ανάληψη των διαδικασιών ελέγχου από την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι, σύμφωνα με τη μελέτη, βασικό αίτιο της κακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η πλειονότητα των ΟΕΒ. Αυτό, διότι οι περιφέρειες δεν διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλες υποδομές, ώστε να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο.

2) Η απουσία καταγραφής αξιόπιστων λογιστικών δεδομένων των ΟΕΒ, πρωτίστως μέσω ενός ενιαίου συστήματος καταχώρισής τους. Αν και δεν αναφέρεται στη μελέτη, χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία οι ΟΕΒ δεν αποστέλλουν αυτά τα στοιχεία στο ΥΠΑΑΤ.

3) Η λανθασμένη τιμολόγηση και η εσφαλμένη λογική της «ανταποδοτικότητας» οδήγησε τους ΟΕΒ σε συστηματική συσσώρευση ελλειμμάτων και χρεών, καθώς, σύμφωνα με τους συγγραφείς, το αντίτιμο που πλήρωναν οι αγρότες για την άρδευση κάλυπτε μόνο το κόστος λειτουργίας τους και συχνά όχι εξ ολοκλήρου. Βεβαίως, όπως επισημαίνεται, στη δημιουργία των ανωτέρω οικονομικών αποτελεσμάτων συνέβαλαν η κακοδιαχείριση και η αδιαφορία των διοικήσεων των Οργανισμών.

Περιορισμένη η αναφορά στα χρέη

Παρά την εκτεταμένη παράθεση ιστορικών και επιστημονικών στοιχείων με παράλληλη επεξεργασία και εξαγωγή χρησιμότατων ενδείξεων και συμπερασμάτων, η μελέτη δεν μπαίνει σε βάθος στο γνωστό δυσεπίλυτο πρόβλημα, το «βαρίδι» των χρεών των ΟΕΒ.

Πριν από μία διετία (Ιούνιος 2018), η «ΥΧ» αναδείκνυε το θέμα αυτό με αναλυτικό ρεπορτάζ, παραθέτοντας στοιχεία της ΔΕΗ, σύμφωνα με τα οποία 206 ΟΕΒ διατηρούσαν οφειλές άνω των 45 εκατ. ευρώ προς τον πάροχο ηλεκτρισμού. Σύμφωνα με τη μελέτη, «υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η χρησιμοποιούμενη ηλεκτρική ενέργεια είναι μία σοβαρή πηγή επιβάρυνσης του μέσου κόστους διακίνησης του νερού από τους ΤΟΕΒ.

Αντιπροσωπεύει, μάλιστα, σχεδόν το 30% του συνόλου των χρηματοοικονομικών δαπανών και επιβαρύνει κάθε κυβικό νερού που διαθέτουν οι Οργανισμοί».

Εν αναμονή μεταρρυθμίσεων

Το πώς θα πορευτεί η Κεντρική Διοίκηση και ποιον δρόμο θα επιλέξει μένει να διαπιστωθεί και μάλιστα σύντομα, καθώς είναι δεδομένο ότι έρχονται ρυθμίσεις για τους ΟΕΒ. Άλλωστε, γνώστες των επενδύσεων και του κρατικού μηχανισμού που συνομίλησαν με την «ΥΧ» υπενθύμισαν με νόημα ότι βασική προϋπόθεση για να απελευθερωθούν οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι να υπάρξουν τομεακές παρεμβάσεις στη λειτουργία του κράτους.

Σύμφωνα με τους ίδιους, η αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών και των πρακτικών ευφυούς άρδευσης στους ΟΕΒ μπορεί να προσφέρει τεράστια και άμεσα οφέλη στον πρωτογενή τομέα.

Τα δύο σενάρια

Στο τελευταίο μέρος της μελέτης, παρατίθενται οι προτεινόμενες παρεμβάσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί δραστικά η υφιστάμενη κατάσταση. Οι προτάσεις κινούνται σε δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις, με στόχο την αναμόρφωση των ΟΕΒ.

Οι δύο δρόμοι που προτείνονται στην πολιτεία είναι οι εξής:

Σενάριο Α

1) Δημιουργία Κεντρικής Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων (ΚΥΕΒ) στο ΥΠΑΑΤ, με επιτελικό ρόλο και ξεκάθαρες αρμοδιότητες. Η ΚΥΕΒ θα ελέγχει τη διαχείριση του αρδευτικού νερού και των συναφών υποδομών και, επίσης, θα εισηγείται τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές προς την πολιτική ηγεσία.

2) Συνένωση ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ και οργάνωση των δεύτερων ανά μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, ώστε να βελτιωθούν οι όροι βιωσιμότητας των πρώτων, αλλά και να ανταποκριθούν αμφότεροι στις απαιτήσεις της διαχείρισης των εγγειοβελτιωτικών έργων.

3) Πρόσληψη καταρτισμένου προσωπικού και επιστράτευση «μάνατζερ», ώστε να λειτουργούν με σύγχρονο τρόπο και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

4) Στήριξη από την πολιτεία στους ΟΕΒ, που θα προχωρήσουν στις ανωτέρω διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτή θα περιλαμβάνει χρηματοδότηση για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών τους, καθώς και διευκόλυνση στην αντιμετώπιση των χρεών τους.

Σενάριο Β

Προβλέπονται οι ίδιες αλλαγές, με μία σημαντική διαφορά: Ενώ στο πρώτο σενάριο η ΚΥΕΒ θα βρίσκεται στο ΥΠΑΑΤ, ο δεύτερος «δρόμος» προβλέπει ότι ο επικεφαλής φορέας θα είναι ιδιωτικού δικαίου, αλλά θα ανήκει στο Δημόσιο (έχει μια μετοχή, η οποία ανήκει στο ΥΠΑΑΤ).

Σύμφωνα με τη μελέτη, «το κυριότερο πλεονέκτημα εδώ είναι η ευελιξία και η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του κεντρικού φορέα», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον προγραμματισμό των έργων.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021