Ανεπαρκής και αναποτελεσματική η στήριξη των κτηνοτρόφων

του Γιάννη Τσιφόρου

Το ζήτημα της έντονης ανόδου της δαπάνης των ζωοτροφών στο διάστημα των τελευταίων ετών σε σχέση με τη στασιμότητα στην αξία της ζωικής παραγωγής, αλλά και η μεγάλη απόκλισή της από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ήταν ευρύτερα γνωστό και είχε επανειλημμένα επισημανθεί σε άρθρα και δημοσιεύσεις.

Η δυσμενής αυτή εξέλιξη επιδεινώθηκε, μια και, σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις (στοιχεία Eurostat, Νοέμβριος 2022), η δαπάνη των ζωοτροφών ανήλθε το 2021 σε 2,64 δισ. ευρώ, μέγεθος σημαντικά μεγαλύτερο της αξίας της ζωικής παραγωγής (2,45 δισ. ευρώ). Πρόκειται για εξαιρετικά υψηλή αναλογία (107,7%), με συνέπεια τη μεγέθυνση της απόστασης από τον μέσο όρο στην ΕΕ (62%).

Επιπλέον, το 2022 η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου, λόγω της ιδιαίτερα έντονης ανόδου των τιμών στις πρώτες ύλες ζωοτροφών (αραβόσιτος, κριθάρι, σόγια, σογιάλευρο), θέτοντας σε διαρκή και εντεινόμενη κρίση τον κτηνοτροφικό κλάδο της Ελλάδας στο σύνολό του (Πίνακας 1).

Πίνακας 1: Αναλογία δαπάνης ζωοτροφών ως προς την αξία
της εγχώριας ζωικής παραγωγής (σε εκατ. ευρώ)

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat, Economic Accounts for Agriculture at current prices, 11.11.2022

Ωστόσο, η στήριξη των κτηνοτρόφων για την προμήθεια ζωοτροφών αποφασίστηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Αν και η σχετική ρύθμιση ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2022 στα εγκαίνια της ΔΕΘ, η δυσάρεστη έκπληξη προήλθε από την απόφαση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2022 (3148, ΦΕΚ Β, 5873-18/11/2022) στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλεπόταν ότι η παροχή έκτακτης προσωρινής στήριξης στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις από ειδικό μέτρο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης θα καταβληθεί στους δικαιούχους έως τις 15 Οκτωβρίου του 2023, με βάση τις αιτήσεις τους που θα εγκριθούν έως την 31η Μαρτίου του 2023.

Επισημαίνεται ότι η χρηματοδότηση της στήριξης των κτηνοτρόφων μέσω του ΠΑΑ 2014-2022, αντί της κρατικής ενίσχυσης στο πλαίσιο των προσωρινών μέτρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία ήταν διαθέσιμα από τον Φεβρουάριο του 2022, αποτέλεσε τη δυσμενέστερη και πλέον χρονοβόρα επιλογή, μια και απαιτούσε τροποποίηση του προγράμματος, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι με περικοπή δημόσιας δαπάνης από άλλα μέτρα.

Η τροποποίηση αυτή αποφασίστηκε από την επιτροπή παρακολούθησης του προγράμματος τον Δεκέμβριο του 2022, αλλά με περικοπή πόρων από μέτρα ιδιαίτερης σημασίας, όπως αυτό που αφορούσε τη στήριξη επιχειρηματικών σχεδίων νέων γεωργών (Υπομέτρο 6.1), η δημόσια δαπάνη των οποίων, παρά την υψηλή ζήτηση, μειώθηκε για τον σκοπό αυτόν κατά 44 εκατ. ευρώ (Βλ. 10η Τροποποίηση ΠΑΑ 2014-2022, 12η Συνεδρίαση Επιτροπής Παρακολούθησης, 14/12/2022).

Ανεπαρκή και το ύψος ενίσχυσης και ο χρόνος παράτασης

Ακολούθησε η πρόσκληση της Γενικής Γραμματείας Ενωσιακών Πόρων του υπουργείου, με την οποία προσδιορίστηκαν, μεταξύ άλλων, η δημόσια δαπάνη του μέτρου στήριξης των κτηνοτρόφων, ύψους 89 εκατ. ευρώ, και η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων των δικαιούχων από 14/12/2022 έως 29/12/2022.

Να σημειωθεί ότι το ύψος της αναφερόμενης ενίσχυσης αποτελεί πολύ μικρή αναλογία (3%) της ετήσιας δαπάνης ζωοτροφών (2.645 εκατ. ευρώ το 2021), υπολειπόμενη σημαντικά της πρότασης των κτηνοτροφικών οργανώσεων της χώρας (150 εκατ. ευρώ) που υποβλήθηκε στο υπουργείο από τον Σεπτέμβριο του 2022.

Εντούτοις, παρά τις εύλογες διαμαρτυρίες των κτηνοτρόφων για τη μειωμένη και καθυστερημένη ενίσχυσή τους, αλλά και για την ασφυκτική προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, στη νέα πρόσκληση που δημοσιεύτηκε στις 28/12/2022 αποφασίστηκε η παράταση μόνο της προθεσμίας για λίγες ακόμη ημέρες (έως 10/1/2023).

Χαρακτηριστική εξάλλου ήταν η ετερόχρονη ενημέρωση των δικαιούχων για την απαιτούμενη εφαρμογή υποβολής των αιτήσεών τους με βάση το εγχειρίδιο του ΟΠΕΚΕΠΕ που ανακοινώθηκε στις 31/12/2022, ενώ μέχρι και τη λήξη της προθεσμίας εξακολουθούσε η παροχή διευκρινίσεων. Το αποτέλεσμα ήταν σημαντικός αριθμός κτηνοτρόφων να αποκλειστεί από την ενίσχυση, όπως καταγγέλθηκε από τις οργανώσεις τους.

Από τα προηγούμενα συμπεραίνεται ότι οι υστερήσεις και οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στη στήριξη των κτηνοτρόφων κατά τη διάρκεια της εκτόξευσης του κόστους των ζωοτροφών, πέραν του ισχυρού αρνητικού αντικτύπου στο εισόδημά τους, αναδεικνύουν την αδυναμία της Δημόσιας Διοίκησης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, να ανταποκριθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά στην πλέον κρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίζει η κτηνοτροφία της χώρας.

Δυσμενείς οι επιπτώσεις στα προϊόντα

Η μεγάλη άνοδος του κόστους των ζωοτροφών στη διάρκεια του 2022 περιόρισε τη δραστηριότητα των κτηνοτρόφων και είχε ως επακόλουθο την περαιτέρω μείωση του αριθμού τους και την πτώση του όγκου παραγωγής, ιδιαίτερα αισθητή στα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις (στοιχεία ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, 16/1/2023) στη συλλογή πρόβειου γάλακτος το 2022 απασχολήθηκαν 39.048 παραγωγοί που παρέδωσαν στα γαλακτοκομεία 668.701 τόνους προϊόντος, μεγέθη αισθητά μειωμένα ως προς το προηγούμενο έτος (-4% και -6% αντίστοιχα), παρά την αύξηση των τιμών.

Εντονότερες εξάλλου ήταν οι επιπτώσεις στο αγελαδινό γάλα, όπου ο αριθμός των κτηνοτρόφων περιορίστηκε το 2022 σε 2.208 παραγωγούς (-6,2% ως προς το 2021), ενώ μεγαλύτερη ήταν η μείωση των παραδόσεων, ο όγκος των οποίων, παρά την αύξηση της μέσης τιμής παραγωγού, περιορίστηκε σε 611.619 τόνους (-8,5%).

Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη άνοδος των τιμών στη λιανική αγορά στη διάρκεια του 2022, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις (στοιχεία IRI Hellas, Φεβρουάριος 2023), περιόρισε την εγχώρια κατανάλωση με πτώση του όγκου των πωλήσεων στο λευκό γάλα (-6,4% ως προς το 2021), στο γιαούρτι (-6%), στη φέτα (-8,8%) και στη γραβιέρα (-11,4%), τάση που αναμένεται να συνεχιστεί στη διάρκεια του τρέχοντος έτους.

Αναγκαία μέτρα και παρεμβάσεις

Η κτηνοτροφία της χώρας επί σειρά ετών παρουσιάζει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές σε πρώτες ύλες ζωοτροφών. Στον αραβόσιτο οι εισαγωγές (μ.ό. 700.000 τόνοι στην τριετία 2018-2020) καλύπτουν το 37% των αναγκών, ενώ απόλυτη παραμένει η εξάρτηση από εισαγωγές σόγιας και σογιάλευρου, που εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική πρώτη ύλη ζωοτροφών, ιδιαίτερα στην πτηνοτροφία και στη χοιροτροφία. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της εγχώριας καλλιέργειας πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών ψυχανθών, η έκταση και η παραγωγή των οποίων παρουσιάζει στασιμότητα στο διάστημα των τελευταίων ετών, παρά τη συμβολή της συνδεδεμένης εισοδηματικής στήριξης στους παραγωγούς.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών σε ζωοτροφές (73%) αγοράζεται από τους κτηνοτρόφους και κυρίως την υστέρηση του τομέα στην οργάνωση της παραγωγής, κρίνεται απόλυτα αναγκαία η υιοθέτηση της επιλογής που παρέχει η νέα ΚΑΠ στα κράτη-μέλη με την αξιοποίηση της δυνατότητας χρησιμοποίησης έως 3% των πόρων του εθνικού τους φακέλου για άμεσες ενισχύσεις, ώστε να δημιουργηθούν ισχυρές οργανώσεις παραγωγών στον τομέα, με σκοπό την υλοποίηση στοχευμένων επιχειρησιακών προγραμμάτων.

Προφανώς, οι αναφερόμενες ανάγκες, αλλά και άλλες, προϋποθέτουν την άμεση τροποποίηση του Στρατηγικού Σχεδίου της χώρας για την ΚΑΠ της νέας προγραμματικής περιόδου, προκειμένου να αποδοθεί υψηλή προτεραιότητα στην ιεράρχηση των αναγκών του τομέα των ζωοτροφών.

Ιδιαίτερη σημασία εξάλλου αποκτά η ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων από συλλογικά σχήματα σε δράσεις ιδιοπαραγωγής χονδροειδών ζωοτροφών, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, καλύπτουν μεγάλο μέρος των αναγκών. Η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει την εφαρμογή ειδικού μέτρου με ισχυρό προϋπολογισμό και χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της επόμενης, τουλάχιστον, προγραμματικής περιόδου, καλύπτοντας κρίσιμης σημασίας προτεραιότητες (ένταξη δαπάνης απασχόλησης επιστημονικού προσωπικού, ένταξη δαπάνης σύγχρονων-καινοτόμων εφαρμογών διαχείρισης και παρακολούθησης των σιτηρεσίων, δυνατότητα των δικαιούχων να αξιοποιούν και ενοικιαζόμενες εκτάσεις με πολυετή συμβόλαια μίσθωσης κ.ά.).

Πέραν, όμως, των αναγκαίων μέτρων και παρεμβάσεων που αποβλέπουν στον μετριασμό των επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης, η επί σειρά ετών μεγάλη εξάρτηση της κτηνοτροφίας της χώρας από εισαγόμενες πρώτες ύλες ζωοτροφών, το χαμηλό επίπεδο αυτάρκειας σε σημαντικά προϊόντα ζωικής παραγωγής (αγελαδινό γάλα, βόειο και χοιρινό κρέας, βούτυρο) και, κυρίως, η συνεχής μείωση του αριθμού των κτηνοτρόφων επιβάλλουν τον εκ νέου σχεδιασμό των πολιτικών για τη στήριξη της κτηνοτροφίας της χώρας σε μεσοπρόθεσμο, τουλάχιστον, επίπεδο, με στρατηγική, στόχους και εξειδίκευση μέτρων, ικανών να συμβάλουν στη σταδιακή ανάκαμψη της φθίνουσας πορείας της.