Ανθοκομία: Με σύγχρονη οργάνωση θα πάμε καλύτερα
Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας ευνοούν την καλλιέργεια πολλών ανθοκομικών ειδών, η παραγωγή τους ωστόσο καθυστερεί σημαντικά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα, που έχει να κάνει κυρίως με την έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδιασμού από την πλευρά της πολιτείας και την απουσία επιστημονικής υποστήριξης όλων αυτών των καλλιεργειών στην πρωτογενή παραγωγή. Αρκετοί ειδικοί θεωρούν επίσης ως σημαντικό παράγοντα και την έλλειψη σύγχρονων συνεργατικών σχημάτων καλλιέργειας, εμπορίας και διακίνησης των προϊόντων. Ο ευρωπαϊκός κλάδος των δρεπτών ανθέων, ο οποίος καλύπτει πάνω από το 70% της παραγωγής του προϊόντος στην ΕΕ, απειλείται από τρίτες χώρες, οι οποίες εμφανίζονται αρκετά ανταγωνιστικές, καθώς παράγουν με πολύ χαμηλό κόστος. Είναι σαφές ότι μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την πορεία της ευρωπαϊκής ανθοκομίας. Η «ΥΧ» μεταφέρει στους αναγνώστες την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική ανθοκομία και το κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα των αγορών.
«Tι κάνουν οι άλλες χώρες που δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς;»
Η ανθαγορά Αττικής αποτελείται από δύο μέρη, το δρεπτό και το γλαστρικό. Η περιοχή παράγει το 80% με 85% της γλάστρας στη χώρα μας. Ένα μικρό ποσοστό από τις παραγόμενες αυτές ποσότητες εξάγεται στο εξωτερικό, όμως τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται κινητικότητα στον τομέα αυτό.
«Συμμετέχουμε σε μεγάλες εκθέσεις ανθοκομικών προϊόντων, όπως πριν από δύο χρόνια στη Βουλγαρία, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία. Μέσα από αυτές τις εκθέσεις ανοίξαμε έναν δίαυλο επικοινωνίας με όλους όσοι συμμετέχουν στην αλυσίδα παραγωγής των ανθοκομικών φυτών, με θετικά αποτελέσματα», τονίζει στην «ΥΧ» ο Αλέξανδρος Μεταξάς, πρόεδρος του Ανθοκομικού Συνεταιρισμού Φυτωριούχων Αχαρνών Αττικής. Ο Συνεταιρισμός έχει 480 μέλη και μέσα από τις δραστηριότητές του στηρίζει το εισόδημα των μελών του. Το μεγαλύτερο μέρος των εκμεταλλεύσεων των παραγωγών είναι μικρής και μεσαίας δυνατότητας, κυρίως οικογενειακές. «Το θετικό είναι ότι αν και βρισκόμαστε σε μία δύσκολη οικονομική περίοδο οι παραγωγοί δεν εγκαταλείπουν τις επιχειρήσεις τους. Αυτό όμως που μας ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο είναι η συνέχιση της δραστηριότητας από τα παιδιά των μελών μας», συνεχίζει.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον ίδιο, προέρχεται από την εσωτερική αγορά, αφενός σε ό,τι έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, αφετέρου εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων που έχουν αναπτυχθεί για τον κλάδο σε εθνικό επίπεδο. «Tι κάνουν οι άλλες χώρες που δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς;», ρωτήσαμε τον κ. Μεταξά. «Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μπορούμε να παράγουμε περισσότερα και ποιοτικά φυτά, αλλά εκείνο που μας λείπει είναι η στήριξη και η αρωγή της πολιτείας, κάτι το οποίο οι άλλες χώρες το έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με μας», απάντησε.
Αναφορικά με την πορεία της ελληνικής ανθοκομίας και λίγες ημέρες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, ο πρόεδρος του συνεταιρισμού μάς περιέγραψε την εικόνα της αγοράς: «Είναι γνωστά τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που φυσικά αντανακλώνται και στη διάθεση των καταναλωτών. Είναι ξεκάθαρο ότι ο κλάδος επηρεάζεται σημαντικά, διότι το προϊόν που παράγουμε δεν είναι πρώτης ανάγκης».
Η άλλη όψη του νομίσματος
Μία διαφορετική εικόνα για την ανθοκομία του σήμερα, αλλά και τη νοοτροπία που διέπει πολλούς καλλιεργητές, παρουσίασε στην εφημερίδα ο Λάμπης Ταξιάρχης, γεωπόνος από την Αγριά Βόλου. Ο κ. Ταξιάρχης μαζί με τα δύο αδέρφια του και άλλους τρεις παραγωγούς γαρδένιας, δημιούργησαν την ομάδα gardenia growers group. Όλοι τους ασχολούνταν με την παραγωγή γαρδένιας και από το 1992 άρχισαν δειλά-δειλά να εκσυγχρονίζουν τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να διαχειρίζονται θερμοκηπιακές καλλιέργειες συνολικής έκτασης 86.000 τετραγωνικών μέτρων.
«Μέσα από αυτή την άτυπη συνεργασία προσπαθήσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να μπορέσουμε να δώσουμε προστιθέμενη αξία στα προϊόντα που παράγουμε. Ήδη, από τις πρώτες κινήσεις που κάναμε, είδαμε ότι τα αποτελέσματα είναι θετικά για όλους μας». Σήμερα, η ομάδα διακινεί πάνω από 1 εκατομμύριο φυτά ετησίως, καλύπτοντας πλήρως τις ανάγκες της Ελλάδας σε γαρδένια και παράλληλα εξάγοντας μεγάλες ποσότητες σε Ιταλία, Ολλανδία (από τις οποίες η ελληνική γαρδένια πηγαίνει σε κάθε άκρη της Γηραιάς Ηπείρου), αλλά και σε αραβικές χώρες. «Η επόμενη κίνησή μας είναι αυτή η άτυπη ομάδα να εξελιχθεί σε μία σύγχρονη ομάδα παραγωγών, ώστε να καλύψουμε σε μεγαλύτερο βαθμό τις αυξανόμενες ανάγκες της αγοράς. Μέχρι και σήμερα παραμένουμε η μεγαλύτερη ομάδα γαρδένιας στην Ευρώπη».
Διαβάστε σχετικά: Κοιµώµενος γίγαντας η ανθοκοµία στην Ελλάδα
Αναλύοντας τις έννοιες της ποιότητας και της συνέπειας, βασικές στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο εμπόριο, ο κ. Ταξιάρχης αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της τήρησης των συμφωνηθέντων με τις αγορές των ανθοκομικών προϊόντων που παράγει η ομάδα. «Για να μπορέσουμε να ενισχύσουμε την παρουσία μας και να κρατηθούμε στις αγορές της Ευρώπης, ρίξαμε όλο το βάρος στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων που διακινούμε, ώστε να μπορέσουμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πελατών μας, κάτι το οποίο είναι αναγκαίο στις αγορές».
Η απειλή του Νότου
Αν και κατέχουν το 70% της παραγωγής, τα δρεπτά άνθη σε όλη την Ευρώπη κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό να χτυπηθούν από τις από τις χώρες που είναι σε υψίπεδα κοντά στον ισημερινό, δηλαδή την Κολομβία, την Κένυα και την Αιθιοπία. Οι χώρες αυτές τα τελευταία χρόνια έχουν προχωρήσει μαζικά στην παραγωγή ανθοκομικών με πολύ χαμηλό κόστος, τα οποία έχουν ξεκινήσει και κάνουν την εμφάνισή τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Με απλές κατασκευές και κύριο σύμμαχο τον ζεστό καιρό, καταφέρνουν και παράγουν προϊόντα ανταγωνιστικά των ευρωπαϊκών. Έχοντας το κλιματικό συγκριτικό πλεονέκτημα, οι χώρες αυτές άδραξαν την ευκαιρία και επένδυσαν στον τομέα των logistics, ώστε τα προϊόντα τους να διακινούνται άμεσα στις μεγάλες αγορές. Ο μεγαλύτερος, μέχρι στιγμής, αντίκτυπος από την «επέλαση» αυτών των χωρών γίνεται φανερός στο τριαντάφυλλο, όπου το μερίδιο των νότιων χωρών βαίνει συνεχώς αυξανόμενο.
Τουρισμός και γάμοι ανέβασαν τη ζήτηση των δρεπτών ανθέων κατά 20%
«Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι επιλέγουν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και είναι σαφές ότι το άνθος δεν αποτελεί αναγκαίο προϊόν για αυτούς. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε τρόπους ώστε να το βάλουμε μέσα στην καθημερινότητα και την κουλτούρα μας», τονίζει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ανθοπαραγωγών Αθηνών Αθανάσιος Κελμάγερ. «Παραδόξως την καλοκαιρινή περίοδο είχαμε μία μεγάλη ζήτηση η οποία για φέτος τουλάχιστον πρέπει να ξεπέρασε το 20%. Αυτό κυρίως οφείλεται στους γάμους που γίνονται το καλοκαίρι στα νησιά, από τουρίστες που θέλουν να παντρευτούν στη χώρα μας». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγορά παραμένει αδύναμη και στάσιμη, την ώρα που η Ολλανδία κυριολεκτικά σπέρνει και δρέπει τους καρπούς του μόχθου της, χωρίς ωστόσο να υπερτερεί ποιοτικά από το ελληνικό λουλούδι. «Είναι γνωστό ότι η εμπορία των ανθέων ασκείται διεθνώς από τους Ολλανδούς, μέσα από ένα σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο δίκτυο. Παράγουν προϊόντα σε τρίτες χώρες, όπως το Εκουαδόρ και η Κένυα, με πολύ χαμηλό κόστος και αυτά τα προϊόντα έρχονται στις αγορές της Ευρώπης. Εμείς ως χώρα περιοριζόμαστε σε εξαγωγές κυρίως στις βαλκανικές χώρες». |