Aνθοκομία: Μεγάλες οι παραγωγικές δυνατότητες, μεγάλες όμως και οι εσωτερικές αδυναμίες

Στα ίδια με τα περσινά επίπεδα δείχνει να κινείται ο τομέας των ανθοκομικών στη χώρα μας. Οι άνθρωποι του χώρου χαρακτηρίζουν τα προϊόντα τους ως δευτερεύοντα στις επιλογές των καταναλωτών, λόγω της ανάγκης κάλυψης βασικών αναγκών.

Μπορεί ο κλάδος να έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όμως υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες που επιμένουν και απαιτούν την άμεση σύγκλιση συμφερόντων και την αγαστή συνεργασία, ώστε μέσα από την έρευνα, την καινοτομία και τη γνώση, να υπάρξει μία δυναμική εξωστρέφειας.

Φυσικά, τα προβλήματα που απασχολούν το σύνολο των αγροτών είναι κοινά με τον τομέα της ανθοκομίας και εστιάζονται περισσότερο στο κόστος παραγωγής. Περιγράφοντας την εικόνα της κατάστασης, ο Αλέξης Μεταξάς, πρόεδρος του Ανθοκομικού Συνεταιρισμού Φυτωριούχων Αττικής, τονίζει πως υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγών σε χώρες των Βαλκανίων, αλλά και της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία όμως βρίσκει απέναντί της τις χρόνιες παθογένειες του τομέα.

«Οι κινήσεις που κάναμε, με την παρουσία μας σε διεθνείς εκθέσεις, όπως επίσης και οι συνεργασίες μας με διάφορες πρεσβείες, μας έδωσαν τη δυνατότητα να αναδείξουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα στον τομέα της ανθοκομίας και την Ελλάδα ως έναν σημαντικό παίκτη διακίνησης και εμπορίας».

Αναφερόμενος στις δυνατότητες των ελληνικών ανθοκομικών φυτών και ειδικότερα στον ρόλο τους πάνω στην κλιματική αλλαγή, ο κ. Μεταξάς είπε ότι «υπάρχουν φυτά τα οποία έχουν τη δυνατότητα της προσαρμογής και μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτόν. Βέβαια, υπάρχουν και προβλήματα, τα οποία έχουμε επισημάνει, όπως το χαρακτηριστικό παράδειγμα με την πικροδάφνη, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς ξενιστές της ασθένειας της Xylella».

Εστιάζοντας στο κόστος παραγωγής και ειδικότερα στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν οι φυτωριούχοι, όπως τα κομπόστ, οι τύρφες και τα λιπάσματα, ο κ. Μεταξάς είπε ότι «η απόφαση του υπουργείου για το θέμα των λιπασμάτων έδωσε μία μικρή πνοή στους ανθοκόμους, στηρίζοντας τον κλάδο».

Σχολιάζοντας ο ίδιος την κινητικότητα της αγοράς την εορταστική περίοδο, είπε ότι η εικόνα που διαμορφώθηκε ήταν περίπου στα ίδια με τα περσινά επίπεδα. «Οι καταναλωτές επέλεξαν ανθοκομικά είδη ως δεύτερη ή τρίτη επιλογή τους, τις μέρες των γιορτών, καθώς φρόντισαν πρωτίστως να καλύψουν ανάγκες σε διατροφή και ένδυση. Από τα φυτά που διακινήθηκαν και κυρίως από τα γλαστρικά είδη, το κυκλάμινο και το αλεξανδρινό ήταν αυτά που είχαν και τη μεγαλύτερη ζήτηση».

Η ενέργεια παίζει τον σημαντικότερο ρόλο

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η δήλωση του Άγγελου Ντόρκου, προέδρου του Συνεταιρισμού Ανθοκόμων Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Ο κ. Ντόρκος ανέφερε ότι οι τιμές παραγωγού παρέμειναν στα ίδια επίπεδα, «διευκολύνοντας έτσι τους οικονομικά πιεσμένους καταναλωτές να επιλέξουν και τα λουλούδια, αν και δεν είναι προϊόντα άμεσα αναγκαία για το νοικοκυριό».

Εστιάζοντας στο θέμα της εξωστρέφειας, ο κ. Ντόρκος κάνει λόγο για μία καλύτερη οργάνωση από την πλευρά των ίδιων των παραγωγών, ώστε να διαχειριστούν καλύτερα το κόστος παραγωγής, μέσα από μία σύγχρονη οικονομοτεχνική διαχείριση. «Εμείς, από την πλευρά μας, ως συνεταιρισμός, κάνουμε χρήση υψηλής τεχνολογίας, ακόμη και με ρομποτικά συστήματα, για να ελέγχουμε και να διαχειριζόμαστε καλύτερα τα προϊόντα των συνεταιρισμένων μελών μας».

Τέλος, αναφερόμενος σε θέματα του κλάδου, εστίασε στο πρόβλημα των μεταφορικών και ιδιαίτερα των εξαγωγών, καθώς και στο υψηλό κόστος των εισαγόμενων πρώτων υλών που χρησιμοποιούν. Όπως ανέφερε, «οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούμε, ακόμη και οι πλαστικές γλάστρες, στο σύνολό τους έρχονται από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν σημαντικά το κόστος των προϊόντων μας».

Έκδηλη η ανάγκη για εγχώριο γενετικό υλικό στα δρεπτά

Ο τομέας των δρεπτών ανθέων διαφοροποιείται από αυτόν των γλαστρικών φυτών. Ο μικρός χρόνος διατήρησής τους, όπως επίσης και οι εποχές που παρουσιάζουν ζήτηση, είναι θέματα που απαιτούν συγκεκριμένες τεχνικές.

Ο Χρήστος Γίτσας, παραγωγός από την Κρύα Βρύση Γιαννιτσών, καλλιεργεί χρυσάνθεμο, ντάλια, λυσίανθο, αμάραντο και άλλα είδη. Κάνει λόγο για έναν μεγάλο ανταγωνισμό από τρίτες χώρες, που επηρεάζει σημαντικά τις εγχώριες καλλιέργειες και κυρίως το τριαντάφυλλο και το γαρύφαλλο. Παράλληλα, προβληματίζεται για το μεγάλο συνάλλαγμα που φεύγει στο εξωτερικό, ακόμα και για την αγορά πολλαπλασιαστικού υλικού.

«Μπορεί να έχουμε αυτά τα προβλήματα του ανταγωνισμού στην αγορά, αλλά θα πρέπει άμεσα και μέσα από συνεργασίες με ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια να αναδείξουμε δικά μας είδη, ώστε με τη σειρά μας τα αξιοποιήσουμε και να τα προωθήσουμε στις αγορές».

Ο κ. Γίτσας, αναφερόμενος γενικότερα στον κλάδο των δρεπτών, κάνει λόγο για μία συρρίκνωση των επιχειρήσεων σε όλην τη χώρα, οι οποίες πλέον δεν ξεπερνούν τα δύο ψηφία σε αριθμό, με αποτέλεσμα να χάνεται μία πολύτιμη εμπειρία. «Η χώρα μας έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και μπορεί να αναδείξει την ανθοκομία, όμως απαιτούνται σύγχρονες εμπεριστατωμένες προτάσεις και πάνω από όλα διάθεση από την πολιτεία να στηρίξει τον κλάδο», καταλήγει.