Με μειωμένα στρέμματα σε σύγκριση με την περσινή χρονιά δείχνει να ξεκινά η νέα καλλιεργητική περίοδος για τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Σημαντικά αποθέματα αιθέριων ελαίων, κυρίως από λεβάντα, δημιουργούν προβλήματα στη διαπραγμάτευση των τιμών, με αποτέλεσμα αυτές να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Η χρονιά που πέρασε δεν ήταν και η καλύτερη από πλευράς αποδόσεων για τους παραγωγούς, με αποτέλεσμα αυτή που έρχεται να δημιουργεί έντονους προβληματισμούς.

Αν και αυτή η αρνητική εικόνα επικρατεί σε ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής, υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος, που έχει να κάνει με τη μεγάλη ζήτηση, ιδιαίτερα του σιδερίτη, του φασκόμηλου και του ριγανέλαιου. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα προβλήματα που προέκυψαν από υποβαθμισμένες και ακατάλληλες ποσότητες ριγανέλαιου, οι οποίες βρέθηκαν στις αγορές του εξωτερικού και επεστράφησαν, δυσφημίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ελληνική παραγωγή.

Σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Βλάχο, παραγωγό λεβάντας από τη Λιβαδειά, η χρονιά για τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά φαίνεται ότι έχει σημαντικά εμπόδια και βαρίδια. Όπως αναφέρει, «το γεγονός ότι παραμένουν σημαντικές ποσότητες από αιθέρια έλαια λεβάντας στους αποθηκευτικούς χώρους έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους παραγωγούς για τη νέα καλλιεργητική περίοδο. Η τιμή του προϊόντος βρίσκεται κάτω από τα 30 ευρώ και πολλοί παραγωγοί δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει την καλλιέργειά της».

Σε ερώτησή μας σχετικά με τη δημιουργία αυτών των αποθεμάτων, ο ίδιος εξηγεί ότι είναι από προηγούμενα χρόνια που, λόγω της πανδημίας, η ζήτηση του προϊόντος έπεσε σε μεγάλο βαθμό. «Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αποπροσανατολισμό και εσωστρέφεια στην αγορά, επηρεάζοντας σημαντικά τον προγραμματισμό των παραγωγών στον πρωτογενή τομέα», επισημαίνει ο κ. Βλάχος, και τονίζει την αναγκαιότητα δημιουργίας Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, ώστε η αλυσίδα παραγωγής να μπορέσει να προσαρμοστεί με τα δεδομένα του κλάδου. Ο κ. Βλάχος αναφέρει, ακόμη, ότι «η κλιματική αλλαγή επέδρασε σημαντικά στον τομέα και θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να προστατευτεί ο κλάδος».

Οι παραγωγοι τονίζουν την αναγκαιότητα δημιουργίας Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, ώστε η αλυσίδα παραγωγής να μπορέσει να προσαρμοστεί με τα δεδομένα του κλάδου

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν προϊόντα, όπως το τσάι του βουνού και το ριγανέλαιο, που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον στην αγορά, γι’ αυτό «ένα ποσοστό των παραγωγών έχει στραφεί στο τσάι του βουνού λόγω της ζήτησης, αλλά και της έλλειψης που υπάρχει».

Με μειωμένες αποδόσεις έκλεισε η χρονιά στην Κοζάνη

Για μειωμένες αποδόσεις στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κάνει λόγο η Καλλιόπη Σεμερτζίδου από την Κοζάνη. Όπως υποστηρίζει, οι καιρικές συνθήκες επέδρασαν σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή των αρωματικών φυτών, τόσο στην ποιότητα όσο και στην ποσότητα. Σύμφωνα με την ίδια, υπάρχουν αποθέματα στις αποθήκες, κυρίως λεβάντας, τα οποία δημιουργούν προβλήματα στην εμπορία του προϊόντος, αλλά και μειωμένο ενδιαφέρον από την πλευρά των παραγωγών για τη νέα καλλιεργητική περίοδο.

Κλείνοντας, η κα Σεμερτζίδου αναφέρει ότι σημειώνεται μια τάση αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε σιδερίτη, λόγω της ζήτησης του προϊόντος από την αγορά, χωρίς όμως να υπάρχει σχεδιασμός και συνεργασία από τους ίδιους τους παραγωγούς. «Η πρακτική αυτή μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά σε υπερπαραγωγή, με αποτέλεσμα την πτώση της τιμής του προϊόντος και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο τον παραγωγό», καταλήγει.

Η επιδότηση θα ενισχύσει τη ρίγανη στη Λάρισα

Για μία εύκολη καλλιέργεια, όπως είναι αυτή της ρίγανης, κάνει λόγο ο Γιάννης Καραγκούνης, παραγωγός αρωματικών φυτών από το Λουτρό Λάρισας, ο οποίος, όμως, εκφράζει τον προβληματισμό του για την ενίσχυση της παραγωγής. «Μπορεί αυτό να ακούγεται θετικό, αλλά δεν πρέπει να γίνει ο αυτοσκοπός, ώστε να πάρουμε τη στρεμματική ενίσχυση. Στόχος μας θα πρέπει να είναι η ποιότητα, για να αναδείξουμε τα προϊόντα που παράγουμε σε καλύτερες αγορές και να πάρουμε την προστιθέμενη αξία.

Την πρακτική των ενισχύσεων την είδαμε και στο παρελθόν, με τα γνωστά αποτελέσματα στην υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος», σημειώνει ο κ. Καραγκούνης. Καταλήγοντας, υπογραμμίζει και ο ίδιος την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων του σιδερίτη για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο.

Συμβολαιακή και συνεργατισμός σε πρώτο πλάνο

Με σημείο αναφοράς την καλλιέργεια του δενδρολίβανου από την Ομάδα Παραγωγών Ακαρνανική Γη, η εικόνα της περιοχής δείχνει να αλλάζει. Ο στόχος των μελών του εν λόγω συλλογικού σχήματος δείχνει να φτάνει τα 1.000 στρέμματα και να επιτυγχάνεται για το επόμενο διάστημα μετά από μεγάλες προσπάθειες.

Ο Παναγιώτης Τζαχρήστας, παραγωγός αρωματικών φυτών από τις Φυτείες Αιτωλοακαρνανίας και μέλος της ομάδας, δηλώνει ότι τα 600 στρέμματα που ήδη καλλιεργούνται στην περιοχή αυξάνονται κάθε χρόνο και σε λίγο θα ξεπεράσουν τα 1.000. «Η ομάδα μας αποτελείται από δώδεκα παραγωγούς και συνεργάζεται με άλλους τόσους περίπου για την παραγωγή δενδρολίβανου που εξάγεται στο 100%», επισημαίνει και προσθέτει ότι η ομάδα στρέφεται στην εκμετάλλευση της καλλιέργειας, με σημαντικές επενδύσεις ώστε να μειώσει το κόστος παραγωγής και να αυξήσει την παραγωγικότητα.

Ζήτηση για φασκόμηλο υπάρχει, όχι όμως και παραγωγή

Ο Νίκος Μαλλίρης, μεταποιητής αρωματικών φυτών από την Κοζάνη, υποστηρίζει ότι, εκτός από το τσάι του βουνού, σημαντικό ενδιαφέρον από τις αγορές έχει και το φασκόμηλο, αλλά δεν υπάρχει παραγωγή. Αναφέρεται, επίσης, στο θέμα της λεβάντας, λέγοντας ότι υπάρχουν σημαντικά αποθέματα και συγκεκριμένα στη γειτονική Βουλγαρία, γεγονός που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην αγορά. «Η Βουλγαρία διατηρεί πάνω από 500 τόνους, καλύπτοντας σε μεγάλο ποσοστό τις ανάγκες στη διεθνή αγορά». Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος δείχνει αισιόδοξος ότι «μελλοντικά η αγορά για τα αρωματικά φυτά θα σταθεροποιηθεί και οι παραγωγοί θα βρουν τους δικούς τους ρυθμούς».

Οι καιρικές συνθήκες επέδρασαν σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή των αρωματικών φυτών, τόσο στην ποιότητα όσο και στην ποσότητα, ενώ τα αποθέματα στις αποθήκες, κυρίως λεβάντας, δημιουργούν προβλήματα στην εμπορία του προϊόντος

Ο κλάδος θέλει οργάνωση και νέες τεχνολογίες

Για μεγάλες απαιτήσεις από τον χώρο της σύγχρονης τεχνολογίας στην καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών κάνει λόγο ο Νότης Καμαριάρης, μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Καλλιεργητών Αρωματικών Και Φαρμακευτικών Φυτών ΕURΟPAM.

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει εθνικός σχεδιασμός και, το βασικότερο από όλα, οργανωμένη παρουσία των εμπλεκόμενων ομάδων στην αλυσίδα παραγωγής. «Η χώρα μας έχει το καταλληλότερο κλίμα για την καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Δυστυχώς, όμως, μέχρι και σήμερα, δεν έχουν γίνει τα ανάλογα βήματα από όλους μας, ώστε να μπορέσουμε να τα αναδείξουμε στις αγορές ως εθνικά μας προϊόντα», καταλήγει.

Η καλή ποιότητα έχει και καλή τιμή

Σταθερός στις απόψεις του δείχνει να είναι ο ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μόσχος Πολυσίου. Όπως υποστηρίζει, το πολλαπλασιαστικό υλικό που χρησιμοποιείται θα πρέπει να είναι η βάση του οικοδομήματος πάνω στο οποίο θα στηριχθεί και η ποιότητα. «Απαιτούνται ειδικοί χειρισμοί από τους εμπλεκομένους, ώστε να είναι περισσότερο αποτελεσματικοί. Θέλουμε σύγχρονες ομάδες παραγωγών που, σε συνεργασία με πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα και με έναν ουσιαστικό εθνικό σχεδιασμό, τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγροτικό τομέα και την οικονομία».