«Arosis», ένα brand με γευστική φιλοσοφία και επίκεντρο τον άνθρωπο

Από ένα μικρό μπακάλικο στη Βασιλειάδα, «βασιλιάδες» των οσπρίων στη Δυτική Μακεδονία. Ο λόγος για τη δυναμικά αναπτυσσόμενη εταιρεία Arosis (Άροσις), η οποία ιδρύθηκε το 1956 από τον παππού του σημερινού επικεφαλής και βασικού μετόχου της εταιρείας, Τρύφωνα Φωτιάδη, και της μητέρας του, Ελένης.

Η παραγωγική δραστηριότητα της εταιρείας ξεκίνησε στο μικρό χωριό του Νομού Καστοριάς, σε ένα οίκημα 150 τ.μ., εκεί όπου γυναίκες των γύρω περιοχών έκαναν την επεξεργασία και τη συσκευασία των φασολιών, ενώ η εμπορική δραστηριότητα πήρε μπροστά με τη διάθεση οσπρίων στις λαϊκές αγορές και στην Κεντρική Αγορά της Αθήνας, δίνοντας χύμα όσπρια.

Όπως διατείνεται ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, ήταν από τις πρώτες που προχώρησαν σε αρκετές καινοτομίες, όπως οι συσκευασίες με το καρτελάκι, όπου δίνονται όλα τα στοιχεία για το προϊόν.

Τα προϊόντα της Άροσις προέρχονται από επιλεγμένους παραγωγούς και από μικρά οικογενειακά αγροκτήματα, ενώ συνεργάζεται με πάνω από 130 μικρούς και μεγάλους παραγωγούς από οκτώ νομούς της χώρας.

Ιχνηλάτηση

Σύμφωνα με τον κ. Φωτιάδη, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιχνηλάτηση των προϊόντων. «Υπάρχει απόλυτη σύνδεση από τη στιγμή που θα επιλεγεί, βάσει δείγματος, από το χωράφι ή την αποθήκη του παραγωγού, μέχρι να έρθει στις δικές μας εγκαταστάσεις. Εφόσον έρθει εδώ, υπάρχει απόλυτη ιχνηλάτηση έως και τον καταναλωτή.

Από τη σπορά, ή μέχρι πριν από αυτήν, υπάρχει ο γεωπόνος, που είναι τα μάτια της εταιρείας. Ωστόσο, λειτουργούμε συμβουλευτικά», επισημαίνει και προσθέτει: «Η φιλοσοφία μας ήταν και παραμένει το τρίπτυχο “Άνθρωποι-Τόπος-Προϊόν”».

Σήμερα, η Άροσις έχει έδρα την Κολοκυνθού Καστοριάς και διαθέτει υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις -μεταξύ των οποίων και σύστημα οικολογικής απεντόμωσης-, παράγοντας μια μεγάλη γκάμα ελληνικών οσπρίων, ενώ έχει ενοικιάσει νέο αποθηκευτικό χώρο σε μικρή απόσταση από τις τωρινές εγκαταστάσεις και σκοπεύει στην προσθήκη νέου εξοπλισμού και γραμμών παραγωγής, αλλά και συσκευασίας.

Εφαρμόζει κυκλική οικονομία, αφού επεξεργάζεται τα απόβλητά της για την παραγωγή οργανικών λιπασμάτων και ταυτόχρονα βάζει μπρος τα σχέδιά της για μεγαλύτερη ανάπτυξη της δραστηριότητάς της στην Ελλάδα και τη δημιουργία ισχυρού δικτύου πωλήσεων στο εξωτερικό, προχωρώντας σε στρατηγική συνεργασία με το ελληνικό fund SMERC, το οποίο απέκτησε ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία 48%. «Πουλάμε πάνω από 2.500.000 συσκευασίες τον χρόνο στην Ελλάδα και σε ακόμη 18 χώρες του εξωτερικού.

Σκοπός είναι σε πέντε χρόνια από τώρα να διπλασιάσουμε την παραγωγή και τα προϊόντα που πουλάμε και να συνεχίσουμε τις πολλές καινοτομίες που έχουμε», καταλήγει ο κ. Φωτιάδης.