Βαμβάκι: «Σκουπίζουν» σιγά σιγά τα εκκοκκιστήρια, στενεύουν τα περιθώρια για φιξαρίσµατα

Διαφοροποίηση των εξαγωγικών προορισµών και πιστοποίηση µπορούν να ανοίξουν νέους δρόµους

των Αφροδίτης Χρυσοχόου, Γιάννη Τσατσάκη

Καίρια ζητήματα που απασχολούν την ευρωπαϊκή βαμβακοκαλλιέργεια και την κλωστοϋφαντουργία διεθνώς, αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον του κλάδου σε μια ομολογουμένως δύσκολη συγκυρία για το προϊόν, κατατέθηκαν στις πρόσφατες εργασίες των 5ων Μεσογειακών Δρόμων Βαμβακιού, που οργανώθηκαν στη Θεσσαλονίκη από την Πανελλήνια Ένωση Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ), με συνδιοργανωτές το τουρκικό Xρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Ιζμίρ (ICE) και το Εθνικό Κέντρο Βάμβακος της Ισπανίας (CAN).

Όπως επισημάνθηκε από τους συμμετέχοντες ομιλητές του συνεδρίου, μέσα στο γενικότερο δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον και την απειλή της παγκόσμιας ύφεσης, αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών παραγόντων, το βαμβάκι βρίσκεται αντιμέτωπο με πολλές προκλήσεις και κινδύνους (αθέτηση συμβολαίων, μεταβλητότητα τιμών, ενεργειακή κρίση, αύξηση επιτοκίων κ.ά.), αλλά και με ενδιαφέρουσες προοπτικές.

Ειδικότερα, εκφράστηκε η πεποίθηση ότι τα όποια προβλήματα υπάρχουν μπορούν να ξεπεραστούν με την ανάδειξη νέων εμπορικών ευκαιριών και δρόμων, δεδομένου ότι το βαμβάκι «ευδοκιμεί» σε ένα προστατευόμενο με στρατηγικές πολιτικές, επιλογές και συνεργασίες περιβάλλον, οι οποίες αναπτύσσουν την αλυσίδα αξίας του προϊόντος, την προστιθέμενη αξία του και τη βιωσιμότητά του.

Την ίδια ώρα, κοινή ήταν η πεποίθηση ότι στη χώρα μας παράγεται ένα από τα πλέον επιθυμητά βαμβάκια παγκοσμίως, αφού η ποιοτική στάθμη του από το 2016 έως και το 2021 ανεβαίνει διαρκώς, σε έναν κλάδο που συνεχίζει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται.

Άνοιξε η ψαλίδα τιμής με τον πολυεστέρα

Παρά τις όποιες αισιόδοξες οπτικές, δεν έλειψε και η ρεαλιστική αποτύπωση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα το προϊόν, με κυριότερη αυτήν της συρρίκνωσης της παγκόσμιας ζήτησης. Στην εξίσωση έρχεται να προστεθεί και η ψαλίδα μεταξύ της τιμής του βάμβακος και του πολυεστέρα, που έχει ανοίξει την τελευταία διετία, κάτι που οφείλεται στην άνοδο των τιμών του βαμβακιού, αλλά και στην οικονομική αδυναμία των καταναλωτών.

Ενδεικτικά, και σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο αντιπρόεδρος του Χρηματιστηρίου Βάμβακος της Βρέμης, Fritz Grobien, τον Noέμβριο η τιμή του εκκοκκισμένου στον Δείκτη Cotlook A’ ήταν 100,52 σεντς/λίμπρα, ενώ του πολυεστέρα 47,53 σεντς/λίμπρα. Το 2020, η απόκλιση μεταξύ τους ήταν μόλις 24 σεντς/λίμπρα (59 σεντς το βαμβάκι και 35 σεντς ο πολυεστέρας).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε και η συγκριτική αποτύπωση των ετήσιων εκθέσεων για την πορεία του προϊόντος σε Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο και Ισπανία. Στη χώρα μας φαίνεται ότι φέτος ο βαμβακόσπορος θα είναι λίγο μειωμένος σε σχέση με την προηγούμενη σοδειά, ωστόσο το εκκοκκισμένο βαμβάκι θα φτάσει στα επίπεδα της προηγούμενης σεζόν, δηλαδή σε περίπου 305.000 τόνους, κάτι που οφείλεται στις ιδανικές καιρικές συνθήκες κατά τη συγκομιδή, που οδήγησαν σε υψηλότερες αποδόσεις εκκοκκισμού. Η συνολική έκταση της βαμβακοκαλλιέργειας έφτασε τα 2,54 εκατ. στρέμματα, ενώ πέρυσι ήταν 2,62 εκατ. στρέμματα.

Κορυφαίας ποιότητας το 70% της φετινής σοδειάς

Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, το 70% του ελληνικού βάμβακος ήταν υψηλών προδιαγραφών, το 20% είχε πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ το υπόλοιπο 10% υποβαθμίστηκε σε χρώμα, επειδή παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στις αποθήκες των εκκοκκιστηρίων.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εξαγωγές, υπάρχουν ποσότητες προϊόντος που δεν έχουν πωληθεί ακόμη, καθώς από τα στοιχεία προκύπτει η χαρακτηριστική απουσία της Τουρκίας από την εγχώρια αγορά, η οποία παραδοσιακά είναι ο καλύτερος πελάτης του ελληνικού βαμβακιού, και η οποία εξηγείται από το γεγονός ότι η ζήτηση για νήμα και γενικότερα για ενδύματα έχει μειωθεί, την ώρα που τα κλωστήρια έχουν αρκετά αποθέματα στις αποθήκες τους.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο Andy Ryan της hEDGEpoint Global, οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων της Τουρκίας (χώρα που αρκετοί στον κλάδο αποκαλούν «Κίνα της Ευρώπης») εμφανίζονται μέχρι στιγμής μειωμένες κατά 9% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι εξαγωγές ρουχισμού έχουν υποχωρήσει κατά 10,6%.

Αναδουλειές για τα τουρκικά κλωστήρια μετά τη «χρυσή διετία»

Όπως ανέφερε ο Τούρκος αντιπρόσωπος εμπορικών οίκων, Fatih Dogan, η τουρκική κλωστοϋφαντουργία βίωσε μια απροσδόκητα χρυσή διετία και αργότερα, εξαιτίας της πανδημίας και των γενικότερων παγκόσμιων ζηwτημάτων που έχουν προκύψει, αλλά και των προβλημάτων στα logistics, ξεκίνησαν οι ακυρώσεις των παραγγελιών, με αποτέλεσμα το 50%-60% της δυναμικότητας των μονάδων να βρίσκεται σήμερα σε αναστολή και τα νήματα που έχουν παραχθεί, αλλά δεν έχουν πουληθεί, να παραμένουν στις αποθήκες.

Ο ίδιος σημείωσε ακόμη ότι, ενώ στην Ελλάδα η κατανάλωση είναι μικρότερη από το 1/10 της εγχώριας παραγωγής βάμβακος, στην Τουρκία κυμαίνεται από το διπλάσιο έως και το τετραπλάσιο της παραγωγής. Όπως τονίστηκε στην εκδήλωση, ενώ η Τουρκία απορρόφησε πέρσι τα 2/3 της ελληνικής παραγωγής εκκοκκισμένου βαμβακιού, φέτος είναι πιθανό να περιοριστούν στο 1/3 του συνόλου.

Ζήτηση από Αίγυπτο, Πακιστάν

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι το ελληνικό βαμβάκι απευθύνεται σε πολλές αγορές με την Αίγυπτο να παραμένει ισχυρός αγοραστής. Επίσης διαφαίνεται αύξηση των εξαγωγών σε προορισμούς της Άπω Ανατολής (την σεζόν 2021-2022 έφτασαν περίπου στο 18% του συνόλου) ενώ το Πακιστάν έχει ανακάμψει ως αγοραστής μετά τις πλημμύρες στη χώρα, που προκάλεσαν ζημιές στις καλλιέργειές του, αυξάνοντας τις εισαγωγές ελληνικού βάμβακος.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η χώρα μας καταλαμβάνει το 2,8% του εξαγωγικού όγκου, ποσοστό που την καθιστά μια μετρήσιμη δύναμη, με δεδομένο ότι είναι βασικός προμηθευτής της Τουρκίας. Από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς βάμβακος είναι η Κίνα (η οποία, όμως, έχει μειώσει τη ζήτησή της), το Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ και το Μπαγκλαντές, ενώ από πλευράς ζήτησης επισημάνθηκε, τέλος, ότι υπάρχει αυξητική τάση των καταναλωτών του πιστοποιημένου και βιώσιμου βαμβακιού.

Σε ό,τι αφορά τη φετινή βαμβακοπαραγωγή στην Τουρκία, ο κ. Dogan σημείωσε ότι ήταν μια πολύ καλή σεζόν για ποιότητα και ποσότητα και καταγράφηκε ρεκόρ παραγωγής με 1,1-1,2 εκατ. τόνους, αύξηση έως και 20% στη εσοδεία, ωστόσο πέτυχαν μόνο το ήμισυ των τιμών της περασμένης σεζόν, λόγω έλλειψης ζήτησης.

Από πλευράς Αιγύπτου και διά μέσω του εκπροσώπου της χώρας, Dr. Mohamed Negm, τονίστηκε πως την επόμενη χρονιά θα διπλασιαστούν οι εισαγωγές από την Ελλάδα, καθώς έχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις από την κυβέρνηση σε σύγχρονα κλωστήρια. Όπως είπε, η χώρα του εξάγει υφάσματα και εισάγει ακατέργαστο βαμβάκι, ενώ εισάγει πολλές πρώτες ύλες από την Κίνα, όπως πολυέστερ και βισκόζη, αλλά και από την Ελλάδα, η οποία καλύπτει το 100% της ζήτησης για ακατέργαστο βαμβάκι.

Διπλάσια φέτος η παραγωγή της Αιγύπτου

Σε ό,τι αφορά τη φετινή παραγωγή αιγυπτιακού βαμβακιού, επισημάνθηκε ότι έφτασε στους 150.000 τόνους, από τους 70.000 την περασμένη σεζόν, με τις αποδόσεις τα τελευταία χρόνια να έχουν φτάσει τα 900 κιλά ανά εκτάριο εκκοκκισμένου βάμβακος. Αναφορικά με τις εξαγωγές, το 80%-85% του συνόλου της παραγωγής εξάγεται.

Σημείωσε, τέλος, πως το προϊόν έχει πολύ καλή προοπτική, καθώς συλλέγεται με το χέρι, δεν είναι γενετικά τροποποιημένο, ενώ καλλιεργούνται 7-8 ποικιλίες, που σημαίνει ότι είναι βιώσιμο, αειφόρο και ιχνηλάσιμο, ενώ περίπου το 20% του προϊόντος είναι ελεύθερο από επιμολύνσεις. Από τον φορέα βάμβακος της Ισπανίας, ο Μανόλο Κάνε υπογράμμισε πως τα δύο βασικά προβλήματα της ισπανικής παραγωγής είναι η λειψυδρία τα τελευταία δύο χρόνια και η έλλειψη εργατικών χεριών, φαινόμενο που εντείνεται κάθε χρόνο και το οποίο επηρεάζει την παραγωγή.