ΒιοΠρόβατο: Λειμώνες με βιοδραστικά φυτά για πρόβατα

Ένα παράδειγμα αειφόρου κτηνοτροφίας

γράφουν οι Θωμάς Γ. Παπαχρήστου, Ηλίας Καρμίρης και Κωνσταντίνος Ιωάννου,
του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ

Τα συστήματα παραγωγής που βασίζονται στην απευθείας βόσκηση της βοσκήσιμης ύλης των λιβαδιών και των λειμώνων αντιπροσωπεύουν ένα αειφόρο σύστημα εκτροφής των αγροτικών ζώων σε όλο τον κόσμο, με οφέλη για τα ίδια, αλλά και το περιβάλλον.

Για την αύξηση των αποδόσεων των ζώων που βόσκουν απευθείας τη βοσκήσιμη ύλη των λιβαδικών/κτηνοτροφικών φυτών σε φυσικούς βοσκότοπους ή λειμώνες, εισάγονται με σπορά ή φύτευση φυτά υψηλής θρεπτικής αξίας. Αυτές οι βελτιωτικές επεμβάσεις, τις περισσότερες φορές γίνονται ανάλογα με τα διαθέσιμα φυτά στο εμπόριο ή με γνώμονα την άποψη που έχει ο κτηνοτρόφος για το τι είναι «καλό» για τα ζώα της μονάδας του.

Η φυτική ποικιλότητα (βιοποικιλότητα) έχει αποδειχτεί ότι είναι ωφέλιμη τόσο για τη ζωική παραγωγή (διατροφή, υγεία και καλή διαβίωση των ζώων) όσο και για την παροχή οικολογικών υπηρεσιών και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ωστόσο, η βιοποικιλότητα των βοσκότοπων/λειμώνων δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι αριθμών, ανάμειξης και σποράς όσο το δυνατόν περισσότερων κτηνοτροφικών/λιβαδικών φυτών.

Τα είδη και οι ποσότητες διαφορετικών φυτών-τροφοδοτών βοσκήσιμης ύλης, μαζί με τη χωροταξική τους διάταξη και τη χρήση τους στον χρόνο είναι βασικές μεταβλητές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχεδιασμό λειμώνων/βοσκότοπων υψηλής βιοποικιλότητας.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βόσκησης, η ποικιλία φυτών και βιοχημικών συστατικών σε κατάλληλες δόσεις και αλληλουχίες κατανάλωσης από τα ζώα μπορεί να οδηγήσει σε οφέλη για το ζώο και το περιβάλλον του, που είναι μεγαλύτερα από τη βόσκηση ενός μόνο φυτού (ακόμη και άριστης θρεπτικής αξίας) και τις επιπτώσεις μεμονωμένων χημικών/ θρεπτικών συστατικών.

Σχεδιασμός και εγκατάσταση ποικιλόμορφων λειμώνων και συμπληρωματικών λιβαδιών

Το ΒιοΠρόβατο είναι ένα έργο στο πλαίσιο του Υπομέτρου 16.1 – 16.2 του ΠΑΑ 2014-2020, στο οποίο εξετάζουμε τη σημασία της φυτικής και φυτοχημικής ποικιλότητας στη συμπεριφορά βόσκησης των προβάτων (κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης, ικανοποίηση των αναγκών τους, ευζωία, παραγωγή ζωοκομικών προϊόντων) και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Επίσης, διερευνά μερικές νέες ιδέες σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διαχείριση της βόσκησης και των βοσκότοπων με βάση τη βιοχημική πολυπλοκότητα των νομευτικών πόρων. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί κατανόηση των αλληλεπιδράσεων των διάφορων φυτών που συνθέτουν τη βλάστηση ενός λιβαδιού ή λειμώνα (μορφολογία, οικοφυσιολογία και βιοχημεία φυτών) και της συμπεριφοράς βόσκησης (επιλογή δίαιτας και κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης για ικανοποίηση των ατομικών αναγκών τους) και, εντέλει, την ενσωμάτωση αυτής της γνώσης στη διαχείριση της βόσκησης και των βοσκότοπων.

Με άλλα λόγια, η πρόκληση που έχουμε στο ΒιοΠρόβατο, αλλά και στα σύγχρονα συστήματα ζωικής παραγωγής είναι: Η επιλογή του «σωστού» συνδυασμού φυτικών ειδών, της χωρικής συγκέντρωσης, της κατανομής και διαχείρισης των νομευτικών πόρων, έτσι ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η σταθερότητα μιας φυτοκοινότητας, καθώς και οι οικοσυστημικές υπηρεσίες που παρέχονται από τη βόσκηση.

Βήματα

Το πρώτο βήμα για την ανάληψη αυτής της προσπάθειας περιλαμβάνει την επιλογή των ειδών και του αριθμού των φυτών που ικανοποιούν συγκεκριμένους στόχους του συστήματος παραγωγής/βόσκησης (π.χ. παραγωγή βοσκήσιμης ύλης, βιοποικιλότητα, ζωική παραγωγή).

Στη συνέχεια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη: α) Εάν τα φυτά είναι κατάλληλα για συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες (π.χ. έδαφος, κλίμα, ανταγωνισμός μεταξύ των φυτών), β) εάν τα φυτά πρέπει να σπαρθούν/φυτευτούν σε μείγματα ή σε ξεχωριστά τεμάχια το καθένα από αυτά (π.χ. χωρική διάταξη, αρχιτεκτονική του τοπίου ή κατά χώρο διαφοροποίηση βιοχημικών φυτικών συστατικών) και γ) θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα προσαρμοστικό σχέδιο διαχείρισης (π.χ. μέσω της διαχείρισης της βόσκησης) που θα ενσωματώνει μακροπρόθεσμη παρακολούθηση.

Μετά την εγκαθίδρυση του λειμώνα, θα δημιουργηθεί μια φυτοκοινότητα, που τα φυτά τα οποία τη συνθέτουν θα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τα κύρια (πρωτεΐνη, ενέργεια, ανόργανα συστατικά) και τα δευτερογενή χημικά (π.χ. τανίνες, αλκαλοειδή κ.λπ.) συστατικά.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βόσκησης, υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διάφορων θρεπτικών συστατικών, των διάφορων δευτερογενών συστατικών και μεταξύ των θρεπτικών και δευτερογενών συστατικών που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να ολοκληρωθεί το «παζλ» της επιλογής των φυτών προς βόσκηση, όχι μόνο σε χωρική, αλλά και σε χρονική κλίμακα, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές συνέργειες και συμπληρωματικότητες.

Για τον λόγο αυτόν, στο ΒιοΠρόβατο θα δοθεί έμφαση όχι μόνο στην παραγωγή και την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης, αλλά και στην παρουσία δευτερογενών χημικών συστατικών, γεύσεων και θρεπτικών ουσιών, τα οποία συμπληρώνουν αποτελεσματικά έναν κύκλο βόσκησης από εναλλαγές σε βοσκήσιμη ύλη σε μικρές χρονικές κλίμακες (μερικών ωρών).

Αυτή η αλληλουχία της κατανάλωσης βοσκήσιμης ύλης κατά τη βόσκηση αναμένουμε να επηρεάσει την κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης και την προτίμηση αυτής από τα πρόβατα, τα οποία τελικά θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη δίαιτα που ταιριάζει στις φυσιολογικές τους λειτουργίες.

Η πρόκληση για τους διαχειριστές βόσκησης είναι να διασφαλίσουν ότι τέτοιες στρατηγικές βοσκές θα είναι διαθέσιμες στα ζώα σε βέλτιστες χρονικές και χωρικές κλίμακες και ακολουθίες για την επίτευξη αυτών των πολλαπλών οφελών, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, την αειφορία των εκτάσεων που παράγουν βοσκήσιμη ύλη και, τελικά, την υγεία των τοπίων που όλοι κατοικούμε.