Δασοκομία: Αυξημένη κατά 20% η τιμή του καυσόξυλου

Η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου οδήγησε χιλιάδες νοικοκυριά στην αναζήτηση εναλλακτικής μορφής ενέργειας με μικρότερο κόστος. Φυσικά, ο μόνος οικονομικός τρόπος στην παρούσα φάση είναι η καύση των ξύλων σε τζάκια, λέβητες, αλλά και παραδοσιακές σόμπες, οι οποίες αναζητήθηκαν από την αγορά ή βρίσκονταν ξεχασμένες σε κάποια αποθήκη και από τις αρχές του χειμώνα μπήκαν σε λειτουργία.

Μπορεί στις περισσότερες περιοχές οι θερμοκρασίες να παραμένουν υψηλές μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις ορεινές όμως, από τις αρχές του φθινοπώρου οι κάτοικοι βιώνουν το κρύο και η ανάγκη για θέρμανση αποτελεί δεδομένο. Με πρόσφατη υπουργική απόφαση, απαγορεύτηκε η εξαγωγή προϊόντων ξύλου για την τρέχουσα περίοδο και πλέον διατίθενται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.

Σύμφωνα με τη Ζωή Φτίκα, δασολόγο, προϊσταμένη της Επιθεώρησης Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας, εδώ και πολλές δεκαετίες η πολιτεία έχει θεσπίσει ειδικούς νόμους για την προστασία των κατοίκων των ορεινών περιοχών, με την παροχή ορισμένης ποσότητας ξυλείας σε χαμηλές τιμές. Η παροχή αυτή δεν μπορεί να καλύψει το μεγαλύτερο ποσοστό των αναγκών και οι πολίτες στρέφονται προς το εμπόριο.

Για την τρέχουσα περίοδο, η ζήτηση είναι ιδιαίτερα αυξημένη, λόγω του υψηλού κόστους χρήσης της ενέργειας των νοικοκυριών. «Τα χωρικά που δίνονται δεν φτάνουν να καλύψουν τη ζήτηση, διότι δεν υπάρχουν τα ξύλα από τα δάση», μας λέει η ίδια και συνεχίζει: «Μέσα από τις δασικές μελέτες και με την επιλεκτική υλοτόμηση, όπως επίσης και την ορθή διαχείριση, προσπαθούμε να καλύψουμε τις ανάγκες των ορεινών πληθυσμών». Σύμφωνα πάντα με την κα Φτίκα, «οι άδειες που εκδίδονται από τα τοπικά δασαρχεία δίνουν τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπολειμμάτων δασικών δέντρων και ξύλευσης δασικών ειδών, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα στο δάσος και η διαχείρισή τους να γίνεται με αειφορικό τρόπο».

Να αλλάξει ο τρόπος των δημοπρασιών

Η συνεργασία των δασικών συνεταιρισμών με τις δασικές υπηρεσίες γίνεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, με στόχο πάντα την ορθή εκμετάλλευση δασών και την αειφορική τους διαχείριση. Αυτό υποστηρίζει και ο Παντελής Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Δασικού Συνεταιρισμού Ελατιάς Δράμας. Όπως αναφέρει ο ίδιος, ο συνεταιρισμός διαχειρίζεται περίπου 45.000 κυβικά για την τεχνική επεξεργασία ξύλου από πεύκο, έλατα, οξιά και δρυ και 40.000 περίπου χωρικά για την πώλησή τους ως καυσόξυλα.

«Πουλάμε το χωρικό 35 έως 40 ευρώ, από τα 30 ευρώ που ήταν πέρυσι, δηλαδή είχαμε μία αύξηση περίπου στο 20%, με υψηλό όμως κόστος σε ενέργεια και μετακίνηση», δηλώνει ο κ. Παπαδόπουλος. Θέλοντας να στηρίξει τους μικρούς και μεσαίους επαγγελματίες, αναφέρεται στο θέμα των δημοπρασιών των ξύλων.

«Μέσω των δημοπρασιών, οι μεγαλύτερες ποσότητες πηγαίνουν σε μεγάλες εταιρείες, με αποτέλεσμα οι μικροί επαγγελματίες να μη βρίσκουν πρώτη ύλη εύκολα. Εμείς προτείνουμε να δίνονται τα ξύλα απευθείας από εμάς στην αγορά, ώστε να καλύπτουμε τις ανάγκες των επιχειρήσεων στο σύνολό τους».

Αναφερόμενος στο θέμα των εξαγωγών ξύλου, ζήτησε να διαφοροποιηθεί το καυσόξυλο από την τεχνητή ξυλεία, «ώστε να γίνεται καλύτερα η διαχείριση και να έρχεται συνάλλαγμα, γιατί η ζήτηση του ελληνικού ξύλου είναι ιδιαίτερα αυξημένη από τις ξένες αγορές».

Κλείνοντας, αναφέρθηκε και στο θέμα της διαδοχής και στο ενδιαφέρον από τους νέους να ασχοληθούν με το επάγγελμα. Υποστήριξε ότι «αυτοί που το ακολουθούν το αγαπούν και, για να ασχοληθούν, πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά το βουνό, γιατί έχει και πολλές παγίδες».

Αγοράζουν με τον τόνο, πουλάνε με το χωρικό

Μέσα από το ρεπορτάζ, προσπαθήσαμε να έχουμε και μία εικόνα από τη Βόρεια Εύβοια, μετά τις πυρκαγιές. Ο Δασικός Συνεταιρισμός Μαντουδίου διαχειρίζεται την ξυλεία από τις καμένες εκτάσεις της περιοχής και το μεγαλύτερο ποσοστό του ξύλου κατευθύνεται προς τις μάντρες των εμπόρων. Όπως μας εξηγεί ο Δημήτρης Κουτσιουφλάκης, πρόεδρος του συνεταιρισμού, μία τέτοια σχέση είναι ετεροβαρής, με αποτέλεσμα οι έμποροι να αγοράζουν με τον τόνο και να πουλάνε με το χωρικό, δηλαδή σε μια αναλογία περίπου 1 προς 2,5.

Ζητήσαμε επίσης από τον ίδιο να μας μεταφέρει την εικόνα της περιοχής μετά από τις πυρκαγιές και τα προβλήματα που συναντούν. Μας απάντησε ότι θα πρέπει άμεσα να γίνει ο καθαρισμός των δασών όχι μόνο από τα καμένα δέντρα, αλλά και από αυτά που είχαν πέσει από διάφορες θεομηνίες. «Ένα σημαντικό ποσοστό θα παραμείνει στο δάσος, γιατί θα καλυφθεί από τα νέα δέντρα που φυτρώνουν».

Κλείνοντας, αναφέρθηκε και στο θέμα της διαχείρισης των καμένων εκτάσεων. Είπε ότι θα πρέπει να μην απαγορευτεί η βόσκηση και να γίνεται μέσα από ελεγχόμενη διαχείριση. «Είμαι 80 χρονών και όλη μου τη ζωή την έχω περάσει μέσα στο δάσος. Γνωρίζω την υλοτομία, τη διαχείριση, όπως επίσης και την κτηνοτροφία. Μπορεί να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα όταν υπάρχει συντονισμένη βόσκηση από τα κοπάδια που έχουν απομείνει», καταλήγει ο ίδιος.