Όπως επισημαίνεται και στο κείμενο πολιτικής, ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην έγκαιρη λήψη των μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19 στη χώρα μας υπήρξε η διάχυτη ανησυχία για τη δυνατότητα του ΕΣΥ να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην περίθαλψη μεγάλου αριθμού νοσούντων. Τη μεγαλύτερη ανησυχία δημιουργούσε η κατάσταση στις ΜΕΘ, λόγω του περιορισμένου αριθμού τους εξαιτίας της χρόνιας υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο, “το ΕΣΥ μπόρεσε να ανταποκριθεί σε μεγάλο βαθμό στην περίθαλψη των νοσούντων, παρά την οριακή επάρκεια των ΜΕΘ, χάρις στην αυταπάρνηση του προσωπικού του, αλλά και γιατί η Πολιτεία μπόρεσε με έκτακτα μέτρα και με την οικονομική υποστήριξη χορηγών να καλύψει σημαντικό μέρος των σημαντικών ελλείψεων σε προσωπικό και κλίνες ΜΕΘ. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αρκεί για να συσκοτίσει τις χρόνιες παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας και κυρίως την αδυναμία του να δώσει αποτελεσματικά τη μάχη κατά της επιδημίας στην κοινότητα, προκειμένου να εμβολιαστεί εγκαίρως το αναγκαίο ποσοστό του γενικού πληθυσμού και να θεραπευτεί εξωνοσοκομειακά σημαντικό μέρος των ασθενών”.
“Η αδυναμία αυτή”, επισημαίνεται στο κείμενο, “οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανοργάνωτη και ανίσχυρη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και στον σχεδόν ανύπαρκτο τομέα της Δημόσιας Υγείας, ο οποίος είναι κατεξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπιση των επιδημιών με κεντρικές και αποκεντρωμένες υπηρεσίες Πρόληψης, Προστασίας της υγείας και Προαγωγής-Αγωγής Υγείας”.
|