διαΝΕΟσις: Μηδενικό το ποσοστό των πλήρως καταρτισμένων Ελλήνων παραγωγών

Η χώρα μας διαθέτει αρκετούς θεσμούς αγροτικής εκπαίδευσης διάφορων βαθμίδων
17/03/2025
9' διάβασμα
dianeosis-mideniko-to-pososto-ton-pliros-katartismenon-ellinon-paragogon-348263

Στα τάρταρα της Ευρώπης βρίσκεται η Ελλάδα, όσον αφορά την κατάρτιση μέσω εκπαίδευσης των αγροτών. Στη χώρα μας, μόλις το 0,7% του αγροτικού πληθυσμού έχει λάβει πλήρη κατάρτιση, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ισπανία είναι 4,1%, στην Ιταλία 6,8%, στη Γερμανία 18,8%, στη Γαλλία 38,4% και στην Ολλανδία 62,4%. Ο ευρωπαϊκός μέρος όρος διαμορφώνεται στο 10,2%. Στην Ελλάδα, 9 στους 10 αγρότες 45-54 ετών έχουν μόνο πρακτική εμπειρία, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι στο 67,3%.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζουν απλώς τον αγροτικό τομέα παντού στον κόσμο, αλλά τον αλλάζουν ριζικά και άμεσα. Δημιουργούν νέες προκλήσεις και νέες ανάγκες για καταρτισμένο προσωπικό. Την ίδια στιγμή, καθώς ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο και απασχολεί το 11% του εργατικού δυναμικού και συνεισφέρει περίπου τα 14 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ, η προσαρμογή σε αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, αλλά και η αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών αποτελούν σημαντική ανάγκη.

Μελέτη με τίτλο «Καλλιεργώντας το μέλλον: Η νέα εποχή στην ελληνική αγροτική εκπαίδευση», που δημοσίευσε η διαΝΕΟσις και υπογράφει ο Μιχάλης Καθαράκης, διαχειριστής του Μεσογειακού Κέντρου Ικανοτήτων Αγροδιατροφής και διευθυντής των ΚΔΒΜ-ΙΣΑΕΚ Τεχνικών Σχολών Επιμελητηρίου Ηρακλείου, καταγράφει τα δεδομένα και, παράλληλα, εξετάζοντας διεξοδικά τι εφαρμόζεται σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά την κατάρτιση των αγροτών, προτείνει συγκεκριμένες λύσεις. Χαρακτηριστικά: 

  • Στην Ολλανδία το 40% των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης ασχολείται με τον αγροτικό τομέα. Η χώρα δίνει έμφαση στις συνεργασίες πανεπιστημίων με επιχειρήσεις τεχνολογίας, π.χ. για την ανάπτυξη νέων ρομποτικών συστημάτων ή για την περαιτέρω διάδοση υδροπονικών μεθόδων. Το 50% της εκπαίδευσης των αγροτών γίνεται σε εργαστήρια εξοπλισμένα με προσομοιωτές κλίματος και συστήματα Internet of Things (IoT), οι μαθητές πειραματίζονται με υδροπονικές καλλιέργειες που καταναλώνουν 90% λιγότερο νερό και παράγουν διπλάσια σοδειά. 
  • Στη Δανία, συχνά τα εκπαιδευτικά κέντρα θυμίζουν διαστημικούς σταθμούς. Εκεί, drones προγραμματισμένα με μηχανική μάθηση παρακολουθούν την υγεία των καλλιεργειών, ενώ αυτόνομα τρακτέρ οργώνουν χωράφια τροφοδοτούμενα με ηλιακή ενέργεια. Το 55% των νέων αγροτών, που συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης, μαθαίνει να διαχειρίζεται «έξυπνες» φάρμες, οι οποίες παράγουν περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνουν. Επίσης, η Δανία διαθέτει πολλούς διαφορετικούς θεσμούς επανεκπαίδευσης (AMU-kurser και VVU). Ενθαρρύνει την αποδοτική συνεργασία κοινωνικών εταίρων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και βιομηχανίας, ώστε να υπάρχει έγκαιρη προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
  • Η Ιταλία δίνει έμφαση στα τοπικά αγροτικά προϊόντα, διατηρώντας και εκσυγχρονίζοντας τις παραδοσιακές πρακτικές καλλιέργειας, αλλά και καινοτομώντας στην προώθηση των προϊόντων ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ). Οι εκπαιδευόμενοι αγρότες μαθαίνουν να αφηγούνται την ιστορία κάθε προϊόντος με τεχνικές μάρκετινγκ, αξιοποιούν τεχνολογίες blockchain, αναλύουν το terroir (μικροκλίμα) με τεχνητή νοημοσύνη και μετατρέπουν παραδοσιακά αγροκτήματα σε καινοτόμους κόμβους αγροτουρισμού. Με πλατφόρμες (όπως η Campagna Amica), συνδέει παραγωγούς και καταναλωτές, προβάλλοντας την αυθεντικότητα των τοπικών προϊόντων.
  • Στην Ισπανία, η μάχη με τη λειψυδρία έχει επηρεάσει έντονα τη γεωργική εκπαίδευση. Το 32% των νέων αγροτών, που συμμετέχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα, μαθαίνει να χειρίζεται προηγμένα συστήματα άρδευσης ακριβείας, τα οποία συνδυάζουν δεδομένα από δορυφόρους, αισθητήρες εδάφους και μετεωρολογικά μοντέλα. Διαθέτει πολλές σχολές επαγγελματικής κατάρτισης που εστιάζουν στις βιολογικές καλλιέργειες ή σε βιώσιμα συστήματα στάγδην άρδευσης.

Για την Ελλάδα, η μελέτη εκτιμά (εκ του αποτελέσματος) ότι το υπάρχον σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει ό,τι χρειάζεται στη νέα εποχή που διαμορφώνεται. «Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με το τόσο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των Ελλήνων αγροτών στην εξειδικευμένη εκπαίδευση. Ένας από αυτούς είναι οι επιλογές που έχουν», επισημαίνεται. Αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετούς θεσμούς αγροτικής εκπαίδευσης διάφορων βαθμίδων, οι οποίοι παράγουν σημαντικό έργο. Ειδικότητες αγροτικής παραγωγής υπάρχουν στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), ενώ και στα Γενικά Λύκεια κάποια μαθήματα επιλογής αφορούν τις γεωπονικές επιστήμες. 

Αντίστοιχα, σχετικά προγράμματα είναι διαθέσιμα και στις Σχολές Ανώτερης Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΣΑΕΚ, πρώην ΙΕΚ), ενώ υπό λίγο διαφορετικό καθεστώς λειτουργούν και οι έξι ΣΑΕΚ του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, που υπάγεται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Φυσικά, στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, επίσης λειτουργεί πλήθος πτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων με αντίστοιχο προσανατολισμό. Τέλος, τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) των πανεπιστημίων, αλλά και τα κέντρα ΔΗΜΗΤΡΑ, που ανήκουν στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, προσφέρουν πιο ευέλικτα και στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης.

Μεγάλο το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες

Όμως, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ μεγάλο για να το αγνοήσουμε». Μάλιστα και οι νέοι Έλληνες αγρότες, κάτω των 35 ετών, παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά βασικής και ολοκληρωμένης αγροτικής κατάρτισης σε σχέση με τους ομολόγους τους στην ΕΕ. 

Η Ελλάδα χρειάζεται να ενσωματώσει βασικά στοιχεία από όσα εφαρμόζονται σε άλλες χώρες προσαρμόζοντάς τα, όμως, στα δεδομένα και τις ανάγκες της χώρας που διαθέτει έναν από τους πλέον πολυμορφικούς και διαφοροποιημένους αγροτικούς τομείς της χώρας. Θα ήταν καλό να προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση σε δευτεροβάθμιο και μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο, εστιάζοντας σε πρακτικές δεξιότητες στην αγροτική́ παραγωγή δίπλα σε θεωρητικές γνώσεις. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί «μέσω εξειδικευμένων αγροτικών λυκείων που προσφέρουν πιστοποιητικά, διπλώματα και πτυχία στις αγροτικές επιστήμες», αναφέρεται στη μελέτη.

Και συμπληρώνεται: «Επίσης, οι σπουδαστές, μέσω επαγγελματικών συμβάσεων, θα πρέπει να μοιράζονται τον χρόνο τους μεταξύ της θεωρίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και της πρακτικής σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις και επιχειρήσεις. Συνάμα, στη λογική των Ελλήνων αγροτών, θα πρέπει να μπει για τα καλά η διά βίου μάθηση, αλλά και η εκπαίδευση, που έχει στόχο την καλλιέργεια συγκεκριμένων δεξιοτήτων, όπως η αγροτική τεχνολογία. Από την πλευρά του κράτους, επίσης, «παίρνοντας παράδειγμα από́ την Ολλανδία και την Ισπανία, η ελληνική́ κυβέρνηση θα πρέπει να διαδραματίσει βασικό́ ρόλο στη στήριξη της αγροτικής εκπαίδευσης μέσω επενδύσεων, συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού́ τομέα, και της ανάπτυξης κέντρων καινοτομίας για αγροτικές τεχνολογίες και πρακτικές».

Όπως αναφέρεται, το πλαίσιο που θα καθοριστεί θα πρέπει, όμως, από την άλλη να μπορεί να προσαρμόζεται στις περιφερειακές αγροτικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, προωθώντας τις τοπικές παραδόσεις, τα προϊόντα ΠΟΠ και τις αγροτικές πρακτικές της κάθε περιοχής. 

Πώς, λοιπόν, μπορούν οι θεσμοί αγροτικής εκπαίδευσης στη χώρα να βελτιωθούν και να προσαρμοστούν καλύτερα στις σύγχρονες προκλήσεις και, τελικά, να προσελκύσουν μεγαλύτερο μέρος των αγροτών; Η μελέτη προτείνει την εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος εκπαίδευσης των αγροτών, με τη δημιουργία πέντε αγροτικών εκπαιδευτικών κέντρων στη Θεσσαλία, στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Το καθένα θα εστιάζει στις καλλιέργειες της περιοχής του και θα είναι εξοπλισμένο με εργαστήρια και πειραματικά αγροκτήματα και κέντρα καινοτομίας και θα συνδέεται με τοπικές επιχειρήσεις. 

Παράλληλα, χρειάζεται να δημιουργηθούν νέα εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία θα λειτουργούν σε επίπεδα ανάλογα με τις ανάγκες:

  • Πρώτο επίπεδο: Βασική́ διετής κατάρτιση με χαρακτηριστικά διττού συστήματος, με σκοπό́ την εισαγωγή́ των σπουδαστών σε νέες τεχνολογίες και βασικές αρχές επιχειρηματικότητας.
  • Δεύτερο επίπεδο: Μονοετής ή διετής εξειδικευμένη κατάρτιση πάνω σε συγκεκριμένες καλλιέργειες και συστήματα ακριβείας.
  • Τρίτο επίπεδο: Διά βίου μάθηση και επανακατάρτιση με σεμινάρια, εργαστήρια και ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής τεχνογνωσίας.

Προτείνεται, επίσης, η δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας, στην οποία οι χρήστες θα μπορούν να βρουν υποστήριξη για τις ανάγκες της δουλειάς τους. Σε αυτή, θα μπορούσαν να προσφέρονται διαδραστικά online μαθήματα, να υπάρχει βάση δεδομένων με καλές πρακτικές, ένα σύστημα άμεσης επικοινωνίας με ειδικούς, ευκαιρίες δικτύωσης, καθώς και πρόσβαση σε δεδομένα αγορών και τιμών.

Σύμφωνα, πάντα, με τη μελέτη, το νέο εκπαιδευτικό σύστημα θα απαιτήσει πόρους, αλλά μπορεί να χρηματοδοτηθεί κατά 40% από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, 30% από εθνικούς πόρους, 20% από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και 10% από έσοδα του ίδιου του συστήματος.