Πρόταση ΔΗΩ: 60€/τριετία ανά κυψέλη και ανώτατο όριο τα 10.000€ ανά βιολογικό μελισσοκόμο για δηλωμένες κυψέλες

Καθορισμένο ποσό ανά κυψέλη, της τάξης των 60€/τριετία, είτε πρόκειται για παραγωγικό μελισσοσμήνος, είτε για παραφυάδα (μικρό μελισσοσμήνος) προτείνει το Ινστιστούτο Οικολογικής Γεωργίας της ΔΗΩ, σχετικά με την μετάβαση από την συμβατική στην βιολογική μελισσοκομία. Στην ανακοίνωσή της η ΔΗΩ προτείνει επίσης «ανώτατο όριο τα 10000€ ανά βιολογικό μελισσοκόμο και για τον αριθμό των δηλωθέντων στην αρχική δήλωση κυψελών».

Τονίζει δε πως «το κόστος, ενδεικτικά, θα καλύπτει έξοδα, όπως βιολογική ζάχαρη, βιολογικό κερί και φύλλα κηρήθρας, αναλύσεις μελιού και λοιπών προϊόντων μέλισσας, έξοδα υπεργολαβίας για τη βιολογική τυποποίηση φύλλων κηρήθρας και λοιπών προϊόντων κυψέλης, έξοδα μεταφοράς των μελισσοσμηνών. Επίσης, θα καλύπτει το κόστος πιστοποίησης και αναλύσεων, όπως ισχύει σε όλους τους ήδη υπάρχοντες βιοκαλλιεργητές».

Ακολουθεί η ανακοίνωση του Ινστιστούτου Οικολογικής Γεωργίας της ΔΗΩ:

«Το Ινστιτούτο Οικολογικής Γεωργίας με εικοσαετή και πλέον παρουσία, έχει ως μέλη γεωπόνους αγρότες, επιστήμονες και καλλιεργητές, αλλά και μελισσοκόμους. Θεωρώντας ως ύψιστης σημασίας τη βιολογική μελισσοκομία και εν όψη του επερχόμενου προγράμματος βιολογικής γεωργίας/ μελισσοκομίας επιθυμεί να τονίσει τη σημαντικότητα και τις δυσκολίες της βιολογικής μελισσοκομίας, παραθέτοντας παράλληλα συγκεκριμένες επ’ αυτού προτάσεις.

Η βιολογική μελισσοκομία είναι ένας ταχέως αναπτυσσόμενος κλάδος που επηρεάζει σημαντικά την τροφική αλυσίδα και τις αποδόσεις της παραγωγής των βιολογικών εκμεταλλεύσεων.

Λόγω των τεκμηριωμένων ευεργετημάτων των βιολογικών προϊόντων μέλισσας στην υγεία των καταναλωτών, καθώς και του καθοριστικά κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζουν τα βιολογικά μελισσοκομεία μέσω της επικονιαστικής τους δράσης στις βιολογικές καλλιέργειες, η βιολογική μελισσοκομία κρίνεται ως εξαιρετικά σημαντικός παράγων διατήρησης και αύξησης της βιοποικιλότητας του ελληνικού οικοσυστήματος, λειτουργούσα ως θεματοφύλακας της βιώσιμης ανάπτυξης με μηδαμινό οικολογικό αποτύπωμα.

Ο υπάρχων ανταγωνισμός από το εξωτερικό, κυρίως από την Κίνα, έχει αναγκάσει την τιμή του μελιού και των λοιπών μελισσοκομικών προϊόντων να μειωθεί δραματικά. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν τις παγκόσμιες στατιστικές, όπου παρουσιάζεται μαζική αύξηση της ζήτησης, κατανάλωσης και τάσης των καταναλωτών να επιλέγουν ολοένα και περισσότερο τα βιολογικά προϊόντα, μεγάλη μερίδα των μελισσοκόμων επιθυμούν να στραφούν στη βιολογική μελισσοκομία. Επίσης, οι εν ενεργεία βιολογικοί μελισσοκόμοι οδηγούνται στην αύξηση του μεγέθους της βιολογικής τους εκμετάλλευσης.

Το κόστος εξάσκησης των πρακτικών της βιολογικής μελισσοκομίας είναι αξιωματικά αυξημένο. Συγκεκριμένα:

  • Η τιμή της βιολογικής ζάχαρης φτάνει έως και το 300% παραπάνω από ό,τι η αντίστοιχη της συμβατικής.
  • Το βιολογικό κερί ως α’ ύλη είναι εξαιρετικά δυσεύρετο και με απαγορευτική τιμή αγοράς του.
  • Τα απαραίτητα φύλλα κηρήθρας που χρησιμοποιούνται από το βιολογικό μελισσοκόμο απαιτείται να παράγονται από πιστοποιημένο υπερεργολάβο τύπωσης βιολογικών φύλλων κηρήθρας, γεγονός που ανεβάζει σημαντικά το κόστος παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το κόστος ενός βιολογικού φύλλου κηρήθρας συχνά φτάνει έως και το 400% του αντίστοιχου συμβατικού.
  • Οι περιορισμοί και οι δυσκολίες στην τοποθέτηση των βιολογικών μελισσοκομείων σε περιοχές μακριά από συμβατικές καλλιέργειες, όπως ορίζει ο Κανονισμός, δημιουργούν σημαντικά προβλήματα και εμπόδια στην εξάσκηση της βιολογικής μελισσοκομίας στην ελληνική επικράτεια, εκτοξεύοντας το κόστος παραγωγής σε απαγορευτικό βαθμό για το βιολογικό μελισσοκόμο.
  • Το κόστος πιστοποίησης της βιολογικής εκμετάλλευσης δημιουργεί μη ευνοϊκές συνθήκες για την ένταξη & τη διατήρηση της αποκτηθείσας βιολογικής ταυτότητας.
  • Όπως επιβεβαιώνει μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και άλλων ελληνικών πανεπιστημίων, ιδρυμάτων κ.ά., τα κύρια κόστη της εξάσκησης της βιολογικής μελισσοκομίας στην Ελλάδα διαφέρουν σημαντικά εν συγκρίσει με τα συστήματα συμβατικής εκμετάλλευσης και για περαιτέρω λόγους που περιλαμβάνουν την επιβεβλημένη μεταφορά των μελισσοσμηνών προς αναζήτηση μελισσοκομικών περιοχών βόσκησης σε μεγάλες αποστάσεις (εντατική και εκτεταμένη νομαδική μελισσοκομία, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών σε και από νησιά), τη διατροφή τους κατά την περίοδο της διαχείμασης με πιστοποιημένες βιολογικές τροφές κ.ά.
  • Επιπρόσθετα, οικονομοτεχνικές μελέτες καταγράφουν σημαντικά μειωμένες μέσες αποδόσεις ανά κυψέλη στη βιολογική μελισσοκομία έναντι της συμβατικής, καθώς και μεγάλες διαφορές στην τιμή διάθεσης του μελιού ανά κιλό.

Ιστορικά δε, δεν υπήρξε ποτέ πρόβλεψη στήριξης, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, της βιολογικής μελισσοκομίας ως ενταγμένου στη βιολογική γεωργία κλάδου μέσω σχετικών επί τούτο κοινοτικών ή/και εθνικών προγραμμάτων.

Θεωρούμε ότι η πρόβλεψη της ένταξης των εν ισχύ βιολογικών μελισσοκόμων στο πρόσφατα ανακοινωθέν τριετές πρόγραμμα βιολογικής γεωργίας κρίνεται απαραίτητη και προς τη σωστή κατεύθυνση.

Προκειμένου δε να υπάρξει επί του πρακτέου και ουσιαστική βοήθεια και στήριξη στην ανάπτυξη και διατήρηση της βιολογικής μελισσοκομίας θα πρέπει να καθοριστούν συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία είναι κατάλληλα και προσαρμοσμένα στην ιδιαίτερη φύση και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζονται κατά την εξάσκηση της βιολογικής μελισσοκομίας στην Ελλάδα, με τις σύγχρονες προκλήσεις και τις δυσχερείς συνθήκες που καλείται να διαχειριστεί και να υπερκεράσει ο βιολογικός μελισσοκόμος, λόγω της αλλαγής του κλίματος, της μείωσης κατάλληλων περιοχών εγκατάστασης των βιολογικών μελισσοκομείων, πέραν όλων των άλλων.

Ως εκ τούτου, προτείνουμε καθορισμένο ποσό ανά κυψέλη, της τάξης των 60€/τριετία, είτε πρόκειται για παραγωγικό μελισσοσμήνος, είτε για παραφυάδα (μικρό μελισσοσμήνος). Με ανώτατο όριο τα 10000€ ανά βιολογικό μελισσοκόμο και για τον αριθμό των δηλωθέντων στην αρχική δήλωση κυψελών. Το κόστος, ενδεικτικά, θα καλύπτει έξοδα, όπως βιολογική ζάχαρη, βιολογικό κερί και φύλλα κηρήθρας, αναλύσεις μελιού και λοιπών προϊόντων μέλισσας, έξοδα υπεργολαβίας για τη βιολογική τυποποίηση φύλλων κηρήθρας και λοιπών προϊόντων κυψέλης, έξοδα μεταφοράς των μελισσοσμηνών. Επίσης, θα καλύπτει το κόστος πιστοποίησης και αναλύσεων, όπως ισχύει σε όλους τους ήδη υπάρχοντες βιοκαλλιεργητές».