Δρ Μωχάμεντ Νταράουσε για την κατάσταση στην βαμβακολλιέργεια, τις προοπτικές και την ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών

Τα τελευταία χρόνια, η βαμβακοκαλλιέργεια ευρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση βιωσιμότητας. Η κρίση αυτή της βαμβακοκαλλιέργειας οφείλεται σε εσωτερικούς και σε εξωτερικούς ή παγκόσμιους παράγοντες.
Κάποιοι από τους εξωτερικούς παράγοντες, που έφεραν και το ελληνικό βαμβάκι σε δύσκολη θέση, είναι οι εξής:
- Η μεγάλη πτώση στις τιμές του χρηματιστηρίου το 2023-2024, η οποία όμως έχει συμβεί και άλλες φορές.
- Η μείωση της παγκόσμιας ζήτησης σε βαμβακερά νήματα και η στροφή σε συνθετικές ίνες με χαμηλότερες τιμές, η οποία σχετίζεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση και το κόστος ενέργειας.
- Οι αυξημένες απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς σε ποιοτικό, τυποποιημένο, πιστοποιημένο και περιβαλλοντικό προϊόν.
- Ο μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων χωρών σε εξαγωγές (ΗΠΑ, Βραζιλία) και των μεγάλων εισαγωγέων (καταναλωτών), όπως η Κίνα. Επιπλέον, η δυναμική είσοδος της Βραζιλίας στην παραγωγή βαμβακιού δημιουργεί πρόβλημα στο αμερικανικό βαμβάκι.
Οι εγχώριοι παράγοντες είναι αρκετοί, όπως το υψηλό κόστος παραγωγής, που αποτελεί έναν περιοριστικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα του προϊόντος. Η Ελλάδα ίσως έχει το μεγαλύτερο κόστος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που παράγουν βάμβακι. Επίσης, η έλλειψη οργάνωσης και στόχευσης στην παραγωγή: Τι παράγουμε και για ποια αγορά; Παράγουμε από παράδοση με το ίδιο μοντέλο. Ακόμη, η υποβάθμιση της ποιότητας του ελληνικού βαμβακιού, λόγω έλλειψης κινήτρων για παραγωγή ποιοτικού βαμβακιού (π.χ. έλλειψη συστήματος αντιστοιχίας τιμής και ποιότητας), καθώς και η αδυναμία στην τυποποίηση λόγω μεγάλου αριθμού ποικιλιών και η ανάμειξη βαμβακιών διαφορετικών ποιοτήτων.
Οι αιτίες του κόστους είναι πολύπλοκες, όπως ο μικρός κλήρος-πολυτεμαχισμός, το ψηλό κόστος ενέργειας, η κακή διαχείριση της καλλιέργειας με υπερβολική χρήση αγροεφοδίων, χωρίς γνώσεις και κριτήρια, διότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη εκπαίδευση και η τεχνική υποστήριξη στους παραγωγούς. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας είναι η απώλεια ενός μέρους, κυρίως της Τουρκίας και της Αιγύπτου, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού με τη Βραζιλία, η οποία παράγει φθηνότερο βαμβάκι, ίσως και καλύτερης ποιότητας από το ελληνικό. Η είσοδος της Βραζιλίας στις αγορές του ελληνικού βαμβακιού αποτελεί ένα «αγκάθι» και χρειάζεται ειδική διαχείριση.
Τέλος, η κλιματική αλλαγή, με τις πλημύρες στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και Φθιώτιδας το 2020 (Ιανός) και το 2023 (Daniel), που καλλιεργούνται 800.000 στρέμματα περίπου, έφερε τους παραγωγούς σε μια οικονομική αδυναμία, λόγω απώλειας της παραγωγής και του εισοδήματος. Ο παρατεταμένος καύσωνας το 2024 προκάλεσε σημαντική μείωση της παραγωγής σε επίπεδο χώρας. Η απώλεια της παραγωγής λόγω καιρικών συνθηκών τα τελευταία χρόνια έφερε τους βαμβακοπαραγωγούς σε οικονομικό αδιέξοδο και απογοήτευση. Παρ’ όλα αυτά, η μείωση της καλλιέργειας το 2024 ήταν μικρή (3% περίπου), διότι δεν υπάρχει ανταγωνιστική καλλιέργεια.
Όλες αυτές οι δυσμενείς συνθήκες απειλούν τη βιωσιμότητα του προϊόντος και απαιτούν ειδική μεταχείριση και σημαντικές αλλαγές στην καλλιέργεια για ενίσχυση του προϊόντος και του εισοδήματος των παραγωγών. Ένα από τα μέτρα για μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών είναι η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στη διαχείριση της καλλιέργειας (άρδευση, λίπανση και φυτοπροστασία με κριτήρια). Το δεύτερο μέτρο για τον ίδιο σκοπό είναι η δημιουργία μεγάλων οργανωμένων Οργανώσεων Βαμβακοπαραγωγών ή συνεταιρισμών, με στόχο τη μείωση του κόστους και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης στις αγορές. Η πολιτεία πρέπει να δώσει ισχυρά κίνητρα στους ενταγμένους παραγωγούς σε τέτοιες οργανώσεις, γιατί είναι η μόνη λύση που θα στηρίξει τη βιωσιμότητα και το εισόδημα των παραγωγών.
Το μέτρο αυτό, εκ των πραγμάτων, θα συμβάλει στην παραγωγή τυποποιημένου και ποιοτικού προϊόντος σε μετρήσιμες ποσότητες για τις αγορές (διαπραγματευτική δύναμη). Η βελτίωση της ποιότητας-τυποποίησης, με μείωση του κόστους παραγωγής, πρέπει να είναι κεντρικός στόχος για να αντισταθμίσουμε την απώλεια των αγορών. Για να δώσουμε μια νέα υπεραξία, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ταυτότητά του ως μη γενετικά τροποποιημένου σε συνδυασμό με ένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα (βιο-γεωργία – αναγεννητική γεωργία, Organic Cotton κ.λπ.), χαρακτηριστικά στα οποία έχουν στραφεί οι αγορές. Το σημερινό παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα.