Εμπόριο: Τριγμοί με το «καλημέρα» στη συμφωνία Τραμπ και φον ντερ Λάιεν

Τις τελευταίες ημέρες, η διεθνής οικονομική κοινότητα παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανησυχία τις εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, μετά τη νέα απειλή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει γενικό δασμό 35% στις αμερικανικές εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων.
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται μόλις λίγες μέρες μετά την επίτευξη μιας «συμφωνίας» μεταξύ του Αμερικανού προέδρου και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στη Σκωτία, γεγονός που δημιουργεί ένα σκηνικό έντονης αβεβαιότητας και αμφισβήτησης σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Στις 5 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο αμερικανικό ειδησεογραφικό κανάλι CBNC, ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τηρήσει τη δέσμευση να επενδύσει επιπλέον 600 δισεκατομμύρια δολάρια στην αμερικανική οικονομία, τότε οι ευρωπαϊκές εισαγωγές θα υπόκεινται σε δασμούς 35%. Πρόκειται για μια σημαντική αύξηση, δεδομένου ότι λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε αποφασιστεί η μείωση –από το 30% στο 15%– των δασμών που είχαν επιβληθεί σε ευρωπαϊκά προϊόντα, μετά τη συνάντηση Τραμπ – φον ντερ Λάιεν.
Η δήλωση του Τραμπ δεν αποτελεί μόνο μια ισχυρή προειδοποίηση, αλλά και μια προσπάθεια να μετατοπίσει την πολιτική συζήτηση στις ΗΠΑ, αποπροσανατολίζοντας το κοινό από τις δικές του εσωτερικές υποθέσεις, όπως η σύνδεσή του με το σκάνδαλο Έπσταϊν.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Την προηγούμενη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε προχωρήσει στην εξάμηνη αναστολή των προγραμματισμένων αντίμετρων κατά των δασμών των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ στις 7 Αυγούστου. Τα αντιμέτρα αυτά αφορούσαν τις αμερικανικές εξαγωγές προς την Ευρώπη, αξίας 93 δισεκατομμυρίων ευρώ, και είχαν προγραμματιστεί ως απάντηση στους δασμούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ωστόσο η ΕΕ υπαναχώρησε μετά τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν Τραμπ και φον ντερ Λάιεν.
Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής για θέματα εμπορίου, Όλοφ Γκιλ, η ΕΕ συνεχίζει να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ προκειμένου να καταλήξουν σε μια κοινή δήλωση που θα αποσαφηνίζει τις προθέσεις και τις δεσμεύσεις και των δύο πλευρών, όπως είχε συμφωνηθεί στην τελευταία συνάντηση των δύο ηγετών.
Αμφιβολίες για τη συμφωνία
Παρά τις επίσημες δηλώσεις αισιοδοξίας, η πρώην Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ (2014-2019), Σεσίλια Μάλμστρομ, εξέφρασε έντονη επιφύλαξη και άσκησε κριτική όσον αφορά την ουσία και τη βιωσιμότητα της συμφωνίας. Σε συνέντευξή της στην ιστοσελίδα «Le Grand Continent», που δημοσιεύθηκε στις 6 Αυγούστου, τόνισε ότι η συμφωνία δεν αποτελεί κανονική εμπορική συμφωνία, αλλά ένα «μνημόνιο» ή πλαίσιο πρόθεσης, παρόμοιο με αυτά που έχουν υπογραφεί μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων χωρών, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία.
Η Μάλμστρομ υπογράμμισε πως το περιεχόμενο της συμφωνίας παραμένει υπό διαπραγμάτευση, καθώς τα αμερικανικά κείμενα παρουσιάζουν αντιφάσεις με τις δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επίσης, επεσήμανε ότι δεν έχει ακουστεί καμία θετική αξιολόγηση της συμφωνίας από τα εμπλεκόμενα μέρη, και πως η ΕΕ στην ουσία αποδέχεται δασμούς 15%, που ενώ είναι καλύτεροι από το 30% –που ίσχυε προηγουμένως–, είναι χειρότεροι από τις συνθήκες που ίσχυαν τον Μάρτιο.
Ειδικότερα, η ίδια στάθηκε στο γεγονός ότι οι δασμοί στον χάλυβα και το αλουμίνιο παραμένουν υψηλοί, ενώ υπάρχει αμφιβολία για την πραγματική βούληση μείωσης των δασμών στα αυτοκίνητα – ένα κρίσιμο σημείο για την ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Ασαφείς προοπτικές
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίζει η πρώην Επίτροπος είναι η ασαφής φύση των δεσμεύσεων και η έλλειψη ενός παραδοσιακού, δεσμευτικού εμπορικού συμφωνητικού, το οποίο θα είχε διαπραγματευτεί για χρόνια. Αντίθετα, όπως εξηγεί, πρόκειται κυρίως για δηλώσεις προθέσεων, χωρίς νομική ισχύ που να εγγυάται την εφαρμογή τους.
Επιπλέον, ενώ η ΕΕ έχει υποσχεθεί να αγοράσει ενέργεια αξίας 750 δισ. ευρώ από τις ΗΠΑ, χωρίς να υπάρχει σαφής πληροφόρηση για την προέλευση, την εφικτότητα και την αξιοπιστία αυτής της δέσμευσης. Παρομοίως, το σχέδιο των 600 δισ. δολαρίων σε επενδύσεις στις ΗΠΑ είναι απλώς μια εκτίμηση, καθώς η Επιτροπή δεν μπορεί να επενδύσει απευθείας και κάτι τέτοιο εξαρτάται από τις αποφάσεις ιδιωτικών εταιρειών.
Η πρώην Επίτροπος επισημαίνει ακόμα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί καν να εγγυηθεί τη λίστα των προϊόντων για τα οποία θα καταργηθούν οι δασμοί, καθώς μια τέτοια συμφωνία θα απαιτούσε την έγκριση τόσο των κρατών-μελών όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ακόμη, τώρα παρατηρούνται διαιρέσεις σε σημαντικά ζητήματα, όπως η ένταξη φαρμακευτικών προϊόντων.
Η Μάλμστρομ καταλήγει, τονίζοντας πως η απουσία μιας επίσημης συμφωνίας μειώνει τη νομική βεβαιότητα, την προβλεψιμότητα και τη σταθερότητα, στοιχεία ζωτικής σημασίας όταν ο εμπορικός εταίρος –στις συγκεκριμένες περιπτώσεις οι ΗΠΑ– έχει τη δυνατότητα να αλλάζει μονομερώς τους όρους οποιαδήποτε στιγμή.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που η ΕΕ δεν τηρήσει τη δέσμευση να επενδύσει επιπλέον 600 δισ. δολάρια στην αμερικανική οικονομία, τότε οι ευρωπαϊκές εισαγωγές θα υπόκεινται σε δασμούς 35%