Ευκαιρίες ανάπτυξης των θερμοκηπίων στην Ελλάδα

Σε μια περίοδο κατά την οποία η κλιματική αλλαγή επηρεάζει καθοριστικά τη γεωργική παραγωγή, οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες αναδεικνύονται ως ένας από τους πλέον δυναμικούς και στρατηγικής σημασίας τομείς της πρωτογενούς παραγωγής. Αποτελούν εργαλείο προσαρμογής και ανθεκτικότητας, προσφέροντας λύσεις απέναντι σε φαινόμενα όπως η παρατεταμένη ξηρασία, οι απότομες μεταβολές θερμοκρασίας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η επιμήκυνση των περιόδων καύσωνα ή παγετού.
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς πολλές περιοχές της παρουσιάζουν ιδιαίτερα ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες για την εγκατάσταση και τη λειτουργία θερμοκηπίων. Η ηλιοφάνεια, οι ήπιες θερμοκρασίες και η εμπειρία των καλλιεργητών μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια ευρεία ανάπτυξη θερμοκηπιακής γεωργίας, ικανής να καλύψει όχι μόνο την εσωτερική κατανάλωση, αλλά και να ενισχύσει την εξαγωγική ικανότητα της χώρας μας.
Τα σύγχρονα θερμοκήπια προσφέρουν τη δυνατότητα παραγωγής υψηλής ποιότητας προϊόντων όλο το έτος, ανεξαρτήτως εξωτερικών συνθηκών, με αποδοτική χρήση φυσικών πόρων. Χρησιμοποιούν τεχνολογίες αιχμής για την εξοικονόμηση και την επαναχρησιμοποίηση νερού, τη μείωση της χρήσης φυτοπροστατευτικών και την ορθολογική εφαρμογή λιπασμάτων. Επιπλέον, η δυνατότητα μηχανοποίησης και αυτοματοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας συμβάλλει στη μείωση του κόστους εργασίας, σε μια εποχή κατά την οποία η διαθεσιμότητα αγροτικού εργατικού δυναμικού φθίνει διαρκώς.
Νέες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η κλιματική αστάθεια, η μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και η ανεπάρκεια σε φυσικούς πόρους, απαιτούν ολιστικές προσεγγίσεις και επανεξέταση του παραγωγικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό, η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των θερμοκηπίων δεν αποτελούν πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επενδύσεις σε θερμοκηπιακά συστήματα αυξάνονται σημαντικά, αντανακλώντας την ανάγκη για ασφαλή, ελεγχόμενη και βιώσιμη παραγωγή τροφίμων.
Παρά τα πλεονεκτήματα της χώρας μας, η αυτάρκεια σε οπωροκηπευτικά προϊόντα παραμένει περιορισμένη. Κατά περιόδους, η ελληνική αγορά καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγόμενα προϊόντα, λόγω ανεπάρκειας ποσοτήτων ή μη ικανοποιητικής ποιότητας. Τα θερμοκήπια μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα αυτό, εξασφαλίζοντας σταθερότητα στην παραγωγή, μειώνοντας τις εισαγωγές και ενισχύοντας τις εξαγωγικές δυνατότητες του αγροδιατροφικού τομέα.
Η θερμοκηπιακή παραγωγή προσφέρει σημαντική υπεραξία στον αγροτικό τομέα: Επιτρέπει σταθερό προγραμματισμό, ελέγχει τον χρόνο παραγωγής, μειώνει την έκθεση στις καιρικές συνθήκες και ενισχύει τη διασύνδεση με τις απαιτήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας και της μεταποιητικής βιομηχανίας. Η παραγωγή λαχανοκομικών προϊόντων (ντομάτας, αγγουριού, πιπεριάς) κυριαρχεί σήμερα, όμως υπάρχει προοπτική επέκτασης σε νέα είδη, όπως οι οπωροφόρες καλλιέργειες υπό κάλυψη, που μπορούν να καλύψουν τα διατροφικά κενά και να αυξήσουν την αγροτική προστιθέμενη αξία.
Η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο την περίοδο 1980-2000, με αύξηση των θερμοκηπιακών εκτάσεων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στασιμότητα, σε επίπεδο τόσο εκτάσεων όσο και τεχνολογικής αναβάθμισης. Ο αναγκαίος προσανατολισμός της θερμοκηπιακής παραγωγής στην Ελλάδα προς την ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών, όπως η αφαλάτωση, τα αγροβολταϊκά, η εξοικονόμηση και η ανακύκλωση νερού και η ρομποτική υποστήριξη παραγωγής, απαιτεί στοχευμένες επενδύσεις και αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.
Η ενσωμάτωση τεχνολογιών στα νέα, αλλά και στα υφιστάμενα θερμοκήπια αποτελεί καταλύτη για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας. Ωστόσο, δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε εισαγόμενες λύσεις. Είναι κρίσιμο να αναπτυχθούν εγχώρια τεχνολογικά οικοσυστήματα, με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, τεχνοβλαστών και τοπικών επιχειρήσεων, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας, τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής θερμοκηπιακής παραγωγής. Η Mediterranean Horticultural Center ΙΚΕ, εταιρεία τεχνοβλαστός του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αισιοδοξεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποστήριξη επενδύσεων στον τομέα των θερμοκηπίων.
Για την επιτυχία της στρατηγικής αυτής, είναι απαραίτητη η χάραξη ενός οδικού χάρτη με σαφώς καθορισμένους και ποσοτικοποιημένους στόχους: Ποια είναι η δυναμική κάθε περιοχής; Ποιες τεχνολογίες απαιτούνται; Ποιο είναι το κόστος και το αναμενόμενο όφελος; Πώς διασφαλίζονται η βιωσιμότητα και η κοινωνική αποδοχή;
Τα θερμοκήπια συνδέονται με κρίσιμους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής: Υγεία (μέσω φρέσκων και ασφαλών τροφίμων), τουρισμός (προμήθεια τοπικών ξενοδοχειακών μονάδων), εμπόριο, πολιτισμός και εξαγωγική δραστηριότητα. Παράλληλα, προσφέρουν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η είσοδος μεγάλων επενδυτών στον κλάδο τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνει ότι ο τομέας των θερμοκηπίων διαθέτει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης.
Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη των θερμοκηπίων, όπως προωθείται και μέσω του πρόσφατου πλαισίου στήριξης, φαίνεται να καθίσταται πλέον εθνική στρατηγική προσαρμογής και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του αγροδιατροφικού τομέα. Εφόσον υπάρξει συντονισμένη κινητοποίηση της πολιτείας, της επιστημονικής κοινότητας και των παραγωγών-επενδυτών, η χώρα μας μπορεί να αναδειχθεί σε πρότυπο τεχνολογικά προηγμένης και προσαρμοσμένης στις συνθήκες της αγοράς και στις προκλήσεις, που επιφέρουν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, γεωργίας στη Μεσόγειο.
γράφουν οι Νικόλαος Κατσούλας, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αθανάσιος Σαπουνάς, Δρ Γεωπονίας