Η εξημέρωση της αγριελιάς

του Γιώργου Κωστελένου

Η μακραίωνη παρουσία της ελιάς στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο βεβαιώνεται από την ύπαρξη απολιθωμένων φύλλων ελιάς σε ηφαιστειακή στάχτη στο νησί της Σαντορίνης, ηλικίας πολλών χιλιάδων ετών.

Η αυτοφυής «άγρια ελιά» θεωρείται ότι είναι υποδιαίρεση του υποείδους της ελιάς Olea europaea subsp. europaea και προσδιορίζεται βοτανικά ως Olea europaea subsp. europaea var. sylvestris, σε αντίθεση με την ήμερη καλλιεργούμενη ελιά που προσδιορίζεται ως Olea europaea subsp. europaea var. europaea.

Σε όλη σχεδόν την παράκτια ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους και μέχρι τα 1.000 μέτρα υψόμετρο, υπάρχουν αυτοφυείς ελιές που οι περισσότεροι τις ονομάζουν «αγριελιές». Τα δένδρα αυτά έχουν συνήθως τη μορφή θάμνου, σπανιότερα δένδρου και προέρχονται από σπόρους καλλιεργούμενης ελιάς ή άλλων αυτοφυών ελιών.

Όλες αυτές οι αυτοφυείς ελιές από γενετικής άποψης είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους και μόνο στα αρχικά νεανικά στάδια παρουσιάζουν ομοιότητες, δηλαδή μικρά φύλλα και κοντά μεσογονάτια διαστήματα. Όμως, η μικροφυλλία και η πυκνή φυλλοταξία δεν είναι χαρακτηριστικά της αγριελιάς, αλλά παροδικά χαρακτηριστικά, τα οποία χάνονται με την ενηλικίωση των δένδρων και την είσοδό τους σε καρποφορία.

Τίθεται, λοιπόν, ένα θεμελιώδες ερώτημα. Τι είδους ελιές, από βοτανικής άποψης, είναι όλες αυτές οι αυτοφυείς ελιές και τι αυτές που προέρχονται από σπόρους ήμερης ελιάς; Είναι ελιές «ήμερες» ή «αγριελιές»; Στη συνείδηση των περισσότερων, όλες οι ελιές από σπόρο θεωρούνται αγριελιές και ως αγριελιές αντιμετωπίζονται.

Επικονίαση 60 αιώνων

Έχοντας δεδομένη την επιστημονική άποψη ότι η ελιά εξημερώθηκε από τον άνθρωπο πριν από περίπου 6.000 χρόνια και με τεκμηριωμένη την παρουσία της καλλιεργούμενης ελιάς στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, όπως αυτό προκύπτει από το μεγάλο προμινωικό δένδρο της Νάξου, είναι βέβαιο ότι τα τελευταία 6.000 χρόνια υπάρχει γύρη ήμερης ελιάς που μεταφέρεται με τους ανέμους.

Αυτή η γύρη της ήμερης ελιάς, που επί 60 τουλάχιστον αιώνες ελεύθερα διασκορπίζεται με τους ανέμους και προοδευτικά αυξάνεται, λόγω της επέκτασης της ελαιοκαλλιέργειας, έχει επικονιάσει και έχει «εκφυλίσει» κάθε γηγενή άγρια ελιά στην Ελλάδα τόσο, ώστε σήμερα να μην υπάρχουν πραγματικές άγριες ελιές (genuine wild olives). Ο εκφυλισμός αυτός στην Ελλάδα είναι πλήρης και για έναν επιπλέον λόγο. Η ηπειρωτική Ελλάδα, η Κρήτη και τα νησιά έχουν μικρό γεωγραφικό βάθος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν θέσεις-«καταφύγια» όπου θα μπορούσε να διασωθεί η αγριελιά, ανεπηρέαστη από τα πουλιά και την ανθρώπινη παρουσία.

Αφού λοιπόν οι αυτοφυείς ελιές δεν είναι πραγματικές αγριελιές, με τη βοτανική έννοια του όρου, τότε τι ελιές είναι;

Όλες αυτές οι ελιές που προέρχονται άμεσα από σπόρους ήμερης ελιάς ή από σπόρους που έχουν προκύψει έμμεσα ή άμεσα από γύρη ήμερης ελιάς, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ήμερες δασικές» ελιές (feral olives). Και για να γίνει αυτό πιο κατανοητό: όπως τα αδέσποτα σκυλιά δεν είναι «αγριόσκυλα», αλλά ήμερα ημίαιμα, κατά την ίδια έννοια και οι αυτοφυείς ελιές δεν είναι αγριελιές, αλλά ήμερες δασικές.

Σε κάθε περίπτωση, όπως και να ονομάζονται όλες αυτές οι αυτοφυείς ελιές, ακριβώς επειδή προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από γονείς που έχουν επιβιώσει των «κλιματικών» καταπονήσεων των παρελθόντων κλιματικών αλλαγών και έχουν υποστεί φυσική επιλογή, παρουσιάζουν διάφορες αντοχές σε κλιματικούς και/ή βιοτικούς παράγοντες.

Επιλέγοντας την αυτοφυή ελιά

Η κατά τόπους επιλογή «αυτοφυών ελιών» από όλη την ελληνική επικράτεια, ο αγενής πολλαπλασιασμός τους, η ανάπτυξή τους και η διάδοσή τους θα πρέπει να είναι 1η επιλογή, έναντι των τυχαίων σποροφύτων από τα βουνά ή από σπορά στα φυτώρια, για δύο λόγους:

1. Οι μεγάλες σε ηλικία «αυτοφυείς ελιές» αποδεδειγμένα έχουν δείξει άριστη συμπεριφορά και προσαρμοστικότητα στις ελληνικές συνθήκες. Διαφορετικά, δεν θα είχαν επιβιώσει τα τελευταία εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια.

2. Οι αυτοφυείς ελιές κατά κανόνα παράγουν ελαιόλαδα με υψηλές φαινόλες, δηλαδή ελαιόλαδα πικρά, που όλο και περισσότερο ζητούνται από τις διεθνείς αγορές, σε αντίθεση με τις ήμερες ελιές, που ένα από τα βασικά κριτήρια επιλογής τους από τον άνθρωπο ήταν το να παράγουν «γλυκά» ελαιόλαδα.

Όμως, για την καλλιέργειά τους, υπάρχει ένα βασικό μειονέκτημα. Διαφέρουν και κανένα δέντρο δεν είναι ίδιο με το άλλο. Γι’ αυτό και πριν από την όποια προσπάθεια καλλιέργειάς τους, επιβάλλεται να προηγηθεί μία επιλογή, έχοντας ως κριτήρια όχι μόνο την υψηλή περιεκτικότητα των ελαιολάδων τους σε φαινόλες, αλλά και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελαιοπεριεκτικότητα.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, ενώ τα ελαιόλαδα που θα προέρχονται από τη συλλογή τυχαίων αυτοφυών ελιών θα έχουν υψηλές φαινόλες, κάθε χρόνο θα είναι διαφορετικά, καθώς θα προέρχονται από τη συγκομιδή διαφορετικών δέντρων. Ο δε μέσος όρος των φαινολών τους δεν θα είναι ούτε σταθερός, αλλά ούτε και ο υψηλότερος δυνατός, επειδή θα διαμορφώνεται και από δέντρα που θα παράγουν φαινόλες λιγότερες από τον μέσο όρο.

Συνοψίζοντας, οι αυτοφυείς δασικές ελιές της Ελλάδας, εάν αξιοποιηθούν κατάλληλα, παράλληλα με τη διατήρηση του μεσογειακού τοπίου, μπορούν να συμβάλουν και στο αγροτικό εισόδημα παράγοντας ελαιόλαδα υψηλής διατροφικής αξίας.