Ελαιόλαδο: Η ανάκαμψη της παραγωγής σε Ελλάδα και ΕΕ θα τονώσει το εξαγωγικό εμπόριο
Μετά από δύο συνεχόμενες περιόδους έντονης μείωσης της παραγωγής ελαιολάδου στην ΕΕ, κυρίως εξαιτίας της επικράτησης ακραίων φαινομένων και εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών στους ελαιώνες (πυρκαγιές, ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες, ξηρασία), η παραγωγή του προϊόντος, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (3/12/2024), αναμένεται να ανακάμψει, ανερχόμενη την περίοδο 2024/2025 σε 1,97 εκατ. τόνους, μέγεθος σημαντικά αυξημένο από την προηγούμενη (+29%). Ωστόσο, θα εξακολουθήσει να παραμένει χαμηλότερη από την καλύτερη επίδοση της τελευταίας πενταετίας, που σημειώθηκε την περίοδο 2021/2022 (2,27 εκατ. τόνοι).
Αν και οι αναφερόμενες προβλέψεις θεωρούνται πρόωρες, μια και βρισκόμαστε στην έναρξη της τρέχουσας εμπορικής περιόδου (Οκτώβριος 2024-Σεπτέμβριος 2025), η ανάκαμψη θα προέλθει, κυρίως, από τη σημαντική άνοδο της παραγωγής του προϊόντος στην Ισπανία, ο όγκος της οποίας προβλέπεται να ανέλθει σε 1,29 εκατ. τόνους (+51%), αλλά και στην Ελλάδα. Αντίθετα, σημαντική μείωση αναμένεται στην Ιταλία, η παραγωγή της οποίας προβλέπεται να περιοριστεί σε 224 χιλ. τόνους (-32%).
Η θετική αυτή εξέλιξη αναμένεται να επιδράσει σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας του τομέα, ιδιαίτερα στο εξωτερικό εμπόριο, την κατανάλωση και τα αποθέματα. Σημειώνεται ότι οι εισαγωγές στην ΕΕ προβλέπεται να ανέλθουν σε 215 χιλ. τόνους (+5%), ενώ σημαντικά μεγαλύτερη θεωρείται η άνοδος των εξαγωγών, που αναμένεται να ανέλθουν σε 715 χιλ. τόνους (+18%). Βελτίωση, επίσης, προβλέπεται στην κατανάλωση (+6,7%), αλλά και σημαντική άνοδος στα αποθέματα του προϊόντος στο τέλος της τρέχουσας περιόδου.
Οι εισαγωγές στην ΕΕ προβλέπεται να παρουσιάσουν μικρή αύξηση την περίοδο 2024/2025, ενώ σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι η άνοδος των εξαγωγών, που αναμένεται να ανέλθουν
Με βάση, πάντως, οριστικές εκτιμήσεις (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 15/10/2024), οι εξαγωγές ελαιολάδου της ΕΕ προς τρίτες χώρες, κατέγραψαν έντονη μείωση το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ειδικότερα, στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του τομέα (72% του όγκου το 2023), οι εξαγωγές της ΕΕ περιορίστηκαν το 2023 σε 405 χιλ. τόνους, αξίας 2,85 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση ως προς τον όγκο (-29%), αλλά με αύξηση της αξίας λόγω της μεγάλης ανόδου της μέσης τιμής εξαγωγής, που υπερέβη το επίπεδο των 7 ευρώ/κιλό.
Οι ΗΠΑ, με όγκο 153 χιλ. τόνων, αξίας άνω του 1 δισ. ευρώ, αποτέλεσαν, εκ νέου, τον κυριότερο προορισμό, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος (38% του όγκου και 37% της αξίας). Η Βραζιλία ήταν η δεύτερη σημαντικότερη χώρα προορισμού (53 χιλ. τόνοι, αξίας 400 εκατ. ευρώ) και ακολούθησαν, με μικρότερες ποσότητες, οκτώ, κατά σειρά, χώρες (Ην. Βασίλειο, Ιαπωνία, Καναδάς, Ελβετία, Μεξικό, Αυστραλία, Κίνα, Νότια Κορέα). Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στην ΕΕ ανήλθαν το 2023 σε 117 χιλ. τόνους, αξίας 667 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο ως προς τον όγκο (+11%) και πολύ μεγαλύτερη ως προς την αξία (+67%) λόγω της αυξημένης μέσης τιμής εισαγωγής. Η Τυνησία, παρά τη μείωση του όγκου, αποτέλεσε τον κυριότερο προμηθευτή (84 χιλ. τόνοι, αξίας 484 εκατ. ευρώ) και ακολούθησαν με μικρότερες ποσότητες τέσσερις, κατά σειρά, χώρες (Τουρκία, Χιλή, Μαρόκο, Συρία).
Το έλλειμμα της παραγωγής ελαιολάδου στην ΕΕ στη διάρκεια των δύο προηγούμενων εμπορικών περιόδων συνέβαλε στην εκτόξευση των τιμών του στην ευρωπαϊκή (και τη διεθνή) αγορά. Χαρακτηριστικά, στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (25/11/2024), η μέση μηνιαία τιμή του προϊόντος (έξω από το ελαιοτριβείο) κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 2024 στην Ιταλία, ανερχόμενη σε 955 ευρώ/100 κιλά, παρουσιάζοντας πολύ μεγάλη άνοδο ως προς τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (+56%), ενώ ακόμα μεγαλύτερη ήταν η άνοδος στην Ισπανία, η μέση τιμή της οποίας ανήλθε τον Ιανουάριο του 2024 σε 896 ευρώ/100 κιλά (+72%). Στο διάστημα, όμως, της περιόδου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2024, καταγράφεται αποκλιμάκωση των τιμών στις δύο αυτές χώρες, αν και με ηπιότερο ρυθμό στην Ιταλία.
Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα, μετά την έντονη μείωσή της την προηγούμενη περίοδο (-49%), προβλέπεται να ανακάμψει, ανερχόμενη την περίοδο 2024/2025, με βάση τις αρχικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε 250 χιλ. τόνους (+43%), συμβάλλοντας στη βελτίωση των εξαγωγών του προϊόντος, που αναμένεται να ανέλθουν σε 140 χιλ. τόνους (+56%).
Πάντως, η μεγάλη άνοδος των τιμών του ελαιολάδου, σε συνδυασμό με το έλλειμμα της προσφοράς στην ευρωπαϊκή αγορά, συνέβαλαν το 2023 στην έντονη αύξηση της αξίας εξαγωγών της χώρας. Ειδικότερα, στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, η αξία των ελληνικών εξαγωγών το 2023, παρά τη μικρή μεταβολή του όγκου (158 χιλ. τόνοι, έναντι των 149 χιλ. τόνων του 2022), ανήλθε σε 976 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας έντονη άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+40%) λόγω της σημαντικής αύξησης της μέσης τιμής εξαγωγής, που ανήλθε σε 6,2 ευρώ/κιλό (+32%). Η Ιταλία εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη χώρα προορισμού, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του όγκου και της αξίας (65% και 62% αντίστοιχα) και ακολουθούν, από απόσταση, η Γερμανία και οι ΗΠΑ.
Ωστόσο, στη διάρκεια του 2024, καταγράφεται σημαντική μείωση των εξαγωγών της χώρας στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Όπως προκύπτει από πρόσφατες εκτιμήσεις (στοιχεία Eurostat, 18/11/2024), στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, οι ελληνικές εξαγωγές του προϊόντος περιορίστηκαν σε 62 χιλ. τόνους, αξίας 572 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας έντονη μείωση ως προς τον όγκο (-55%) και την αξία (-30%).
Πτωτική η τάση των τιμών (και) στην Ελλάδα
Η εγχώρια μέση μηνιαία τιμή στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, όπως συνέβη στις κυριότερες παραγωγικές χώρες της ΕΕ, κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 2024, ανερχόμενη σε 887 ευρώ/100 κιλά, επίπεδο σχεδόν υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο του 2023. Στη συνέχεια, όμως, παρουσίασε πτώση, περιοριζόμενη τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους σε 680 ευρώ/100 κιλά, μέγεθος αισθητά μειωμένο από τον αντίστοιχο μήνα του 2023 (-11%).
Γενικότερα, πάντως, οι τιμές του ελαιολάδου στο διάστημα της περιόδου 2024/2025 αναμένεται να μειωθούν σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της προηγούμενης περιόδου, αν και φαίνεται ότι θα συνεχιστεί η πίεση στην κατανάλωση των νοικοκυριών, μια και ο ρυθμός του πληθωρισμού στο προϊόν, παρά τον περιορισμό του, εξακολουθεί να διατηρείται σε υψηλό επίπεδο στην ΕΕ (+21,8% τον Σεπτέμβριο του 2024, από +44,2% τον αντίστοιχο μήνα του 2023), όπως προκύπτει από τις τελευταίες εκτιμήσεις της Eurostat (HISP-monthly rate of change for olive oil, 19/11/2024).
Στην Ελλάδα, η κατανάλωση ελαιολάδου περιορίστηκε την περίοδο 2023/2024 (-6%), κυρίως εξαιτίας της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της έντονης και διαρκούς ανόδου του ρυθμού του πληθωρισμού στο προϊόν (+38,9% τον Σεπτέμβριο του 2024, από +28,8% τον ίδιο μήνα του 2023), που διατηρείται σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ. Ζήτημα, επίσης, εξακολουθεί να αποτελεί ο περιορισμός του μεριδίου του ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά φυτικών ελαίων, προς όφελος άλλων προϊόντων (ηλιέλαιο, φοινικέλαιο, σογιέλαιο, αραβοσιτέλαιο κ.ά.), που διατίθενται σε πολύ χαμηλότερες τιμές.
Εντούτοις, η προβλεπόμενη άνοδος της παραγωγής, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών, αλλά και με τη βελτίωση των αποθεμάτων, ο όγκος των οποίων εκμηδενίστηκε στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, αναμένεται να ενισχύσουν την κατανάλωση του ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά.
Εύλογες, ωστόσο, θεωρούνται οι ανησυχίες των παραγωγών για την έντονη και απότομη πτώση των εγχώριων τιμών του ελαιολάδου στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο καθόδου κάτω από το επίπεδο του κόστους παραγωγής, που αυξήθηκε στο διάστημα των τελευταίων ετών, ως συνέπεια της μεγάλης αύξησης της δαπάνης των εισροών (ενέργεια, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, αμοιβές εργασίας). Δικαιολογημένο, άλλωστε, θεωρείται το αίτημα της αποζημίωσής τους, μια και αναμένεται μειωμένη απόδοση σε ελαιόλαδο στις περισσότερες περιοχές της χώρας, εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας στους ελαιώνες.