Αυτό το άρθρο είναι 7 μηνών

Ελαιόλαδο: Το 60% μίας μάξιμουμ παραγωγής περιμένει ο τομέας για το 2024-2025

29/07/2024
10'+ διάβασμα
elaiolado-to-60-mias-maximoum-paragogis-perimenei-o-tomeas-gia-to-2024-2025-328212

Με την τιμή παραγωγού να βρίσκεται πλέον σε επίπεδα της τάξεως των 7 ευρώ, σαφώς χαμηλότερα από τα 9-9,5 όπου έφτασε προ μηνών, αλλά και την αγορά να μην εμφανίζει κινητικότητα για την προμήθεια ελαιολάδου, κλείνει, ουσιαστικά, ο δεύτερος μήνας του καλοκαιριού εγχώρια. Οι προβλέψεις για τη νέα παραγωγή εξακολουθούν και κινούνται σε επίπεδα μίας καλής – αν και όχι της καλύτερης- σοδειάς, πάντοτε όμως με την προϋπόθεση ότι και οι καιρικές συνθήκες θα δείξουν ένα «καλύτερο πρόσωπο» στην καλλιέργεια. Ειδικότερα, μετά από ένα σερί ημερών καύσωνα και μετά από παρατεταμένη ανομβρία και έναν ήπιο χειμώνα και χωρίς να λείπουν τα κατά τόπους προβλήματα.

Σημαντικά θετικό πρόσημο διατηρούν οι όποιες προβλέψεις διατυπώνονται και από τη μεγαλοπαραγωγό Ισπανία, εν αναμονή ακόμη των επίσημων εκτιμήσεων. Ωστόσο, σε υποχώρηση είναι και οι τιμές παραγωγού και στη χώρα της Ιβηρικής, και λιγότερο στην γειτονική Ιταλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν. Βάσει της εβδομαδιαίας παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η μέση τιμή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου για τους Ισπανούς την 41η βδομάδα της περιόδου (8- 14 Ιουλίου) ανήλθε στα 7,37 ευρώ, μειωμένη κατά 8,87% από το επίπεδο που κατείχε προ μηνός, αλλά αυξημένη κατά 3,7% από πέρυσι.

Στα 6,95 ευρώ/κιλό ήταν η μέση τιμή του έξτρα για την Ελλάδα, περί τα μέσα Ιουλίου, γράφοντας μείωση κατά 12,9% από το επίπεδο που είχε προ μηνός αλλά αυξημένη κατά 1,46% από την αντίστοιχη περσινή. Ενώ μικρότερη μείωση κατέγραψε κατά την ίδια εβδομάδα η μέση τιμή στην ίδια κατηγορία για την Ιταλία, η οποία ανήλθε στα 9,3 ευρώ, μειωμένη κατά 1,48% απ’ ότι ένα μήνα πριν, αλλά αυξημένη κατά 13,55% από την αντίστοιχη περσινή.

Υπό πίεση οι τιμές όσο πλησιάζει η νέα παραγωγή

Τιμές παραγωγού, που στην εγχώρια αγορά πλέον βρίσκονται στα επίπεδα των 7 ευρώ για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο ανέφερε και ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ, Μανώλης Γιαννούλης, μιλώντας στην «ΥΧ» σημειώνοντας τη μείωση που έχει καταγραφεί από τα 9,5 ευρώ στα οποία είχε φτάσει προ μερικών μηνών. Ερωτηθείς για το που αποδίδεται αυτή η μείωση, ο ίδιος σχολίασε ότι η αγορά πλέον φαίνεται να «ηρεμεί, συνυπολογίζοντας ότι θα έχει επάρκεια προϊόντος», όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιεύονται ως προς τα αποθέματα που υπάρχουν στην αγορά. Κι αυτό παράλληλα με το γεγονός ότι εκτιμάται μία μεγάλη παραγωγή (μεγαλύτερη από την περσινή) ενώ η κατανάλωση θα χρειαστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα να προσαρμοστεί. «Όσο πλησιάζουμε προς τη νέα παραγωγή και βλέπουμε ότι επαρκούν τα αποθέματα θα υπάρχει πίεση, αυτό είναι δεδομένο» υποστηρίζει ο κ. Γιαννούλης, τονίζοντας ωστόσο, ότι δεν μπορεί ακόμη κανείς να προβλέψει πως θα μετουσιωθεί αυτό καθώς η αγορά κινείται σε «περιβάλλον απραξίας τον τελευταίο ένα-ενάμισι μήνα» χωρίς από την άλλη να έχει σταματήσει και η κατανάλωση, αφού πέραν άλλων βρισκόμαστε και εν μέσω της τουριστικής περιόδου στη λεκάνη της Μεσογείου.

«Η πίεση που ασκείται στις τιμές θα είναι μία διελκυστίνδα μεταξύ πωλητών και αγοραστών, όπου οι αγοραστές εκτιμώντας ότι θα υπάρξει μείωση θα αγοράζουν με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (για να καλύψουν τις ανάγκες 10-15 ημερών), οι δε πωλητές θα προσπαθούν διαρκώς να πουλήσουν για να πιάσουν την καλύτερη δυνατόν τιμή» εκτίμησε. Χωρίς να γνωρίζει κανείς το πόσο θα μειωθεί τελικά η τιμή, πρόκειται για «συνταγή, η οποία είναι βέβαιο ότι σημαίνει μείωση τιμών» υποστήριξε ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής, υπογραμμίζοντας ότι η βιωσιμότητα του τομέα χρειάζεται και τους πελάτες, όχι μόνο την παραγωγή, κάτι που προϋποθέτει να υπάρξει μία χρυσή τομή στις τιμές.

Στους 250.000 τόνους η παραγωγή του 2024-2025

Ως προς τις εκτιμήσεις για την περίοδο 2024-2025, που μετέφερε ο κ. Γιαννούλης, αυτές μιλούν για 250.000 τόνους ελαιολάδου από τη νέα σοδειά, σε σύγκριση με τους λιγότερους από 150.000 τόνους της περσινής παραγωγής. Η ποσότητα αυτή αποτελεί το 60% περίπου μίας μάξιμουμ παραγωγής σε εθνικό επίπεδο, με την εικόνα να διαφέρει στα διάφορα παραγωγικά κέντρα. «Αυτό, βέβαια, είναι πάντοτε η εκτίμηση λαμβάνοντας ως προϋπόθεση ότι η παραγωγή θα εξελιχθεί ομαλά από τώρα μέχρι τη συγκομιδή» διευκρινίζει, επισημαίνοντας ότι εάν δεν υπάρξουν βροχές κατά τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη θα πλέουμε σε «αχαρτογράφητα νερά» μετά από μία παρατεταμένη ανομβρία πενταμήνου και έχοντας προηγηθεί ήπιος χειμώνας και υψηλές θερμοκρασίες.

ΕΔΟΕ, ΣΕΒΙΤΕΛ: Υπόμνημα στο ΥΠΑΑΤ για διαχρονικά αλλά και μείζονα τρέχοντα ζητήματα

Κι όσο η αγορά αναμένει που θα κινηθούν τιμές και νέα παραγωγή, διόλου ασήμαντα δεν είναι τα υπόλοιπα θέματα που απασχολούν τον τομέα, όπως προκύπτει και από την πρόσφατη επιστολή που απέστειλαν στο ΥΠΑΑΤ, την Τρίτη, 23 Ιουλίου, ΕΔΟΕ και ΣΕΒΙΤΕΛ, την οποία γνωστοποίησαν και στα μέσα ενημέρωσης. Οι δύο φορείς που εκπροσωπούν τον τομέα του ελαιολάδου, αναπτύσσουν μία σειρά αιτημάτων τα οποία υποβάλλουν στο ΥΠΑΑΤ, ζητώντας, μάλιστα, επείγουσα συνάντηση με τον νέο Υπουργό, Κ. Τσιάρα, αλλά και ουσιαστική κινητοποίηση της πολιτείας για τα προβλήματα που επηρεάζουν τη συνολική παραγωγή, εμπορία και εξαγωγή του εθνικού μας προϊόντος.

«Ως ελαιοκομία έχουμε να αντιμετωπίσουμε θέματα, τα οποία χρήζουν κινήσεων από πλευράς πολιτείας» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο κ. Γιαννούλης, κληθείς να σχολιάσει το περιεχόμενο της επιστολής, και μίλησε για μία «πρωτοφανή αδράνεια» κατά τα τελευταία χρόνια σε σχέση και με τη σημασία και τη βαρύτητα των θεμάτων που καλείται να χειριστεί ο τομέας της ελαιοκομίας, ο οποίος και απειλείται από σοβαρές ζημιές αν δεν υπάρξουν οι απαραίτητες δράσεις.

Τα νέα όρια στους MOAH και η ανάγκη προστασίας του τυποποιημένου προϊόντος

Αυτά, σύμφωνα και με τα αιτήματα που διατυπώνουν οι φορείς, έχουν να κάνουν αφενός με το φλέγον ζήτημα των νέων ορίων για αρωματικούς υδρογονάνθρακες παραφινελαίων (MOAH) που πρόκειται να ισχύσουν, θέτοντας υπό τον κίνδυνο του αποκλεισμού πολλά από τα ελληνικά ελαιόλαδα. «Για το εν λόγω θέμα οι φορείς θεωρούν ως επιβεβλημένη την ανάγκη άμεσης συνεργασίας του ΥΠΑΑΤ με τον ΕΦΕΤ και το ΓΧΚ, για την ενιαία παρακολούθηση του θέματος, παράλληλα με την εκπροσώπηση μέσω της ΜΕΑ Βρυξελλών» υπογραμμίζουν στην επιστολή, ζητώντας από κοινού μέτωπο με τα άλλα ελαιοπαραγωγικά κράτη προς την κατεύθυνση της ορθολογικοποίησης των προς θέσπισης ορίων αλλά και άμεση ενημέρωση των ελαιοπαραγωγών για την τήρηση ορθών πρακτικών.

Ως μία «απασφαλισμένη χειροβομβίδα στα θεμέλια της παγκόσμιας ελαιοκομίας» χαρακτήρισε ο κ. Γιαννούλης το συγκεκριμένο ζήτημα, επισημαίνοντας τον κίνδυνο χαρακτηρισμού πολλών ελαιολάδων ως μη βρώσιμων προϊόντων, λόγω, μάλιστα, εξωγενών κι όχι ενδογενών -στο μεγαλύτερο μέρος τους- επιμολύνσεων, οι οποίες και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη βιομηχανία – όπως για παράδειγμα με το ραφινάρισμα στην περίπτωση των φυτοφαρμάκων.

Διευκρινίζοντας ότι -σε ότι αφορά την ελαιοκαλλιέργεια- οι περισσότερες από αυτές τις επιμολύνσεις οφείλονται κυρίως στα λιπαντικά που χρησιμοποιούνται στα αλυσοπρίονα και τα ελαιοραβδιστικά, αλλά και τα σακιά μεταφοράς και αποθήκευσης του καρπού, καθώς και σε πρακτικές όπως το παράλληλο κλάδεμα κατά τη συγκομιδή, ο ίδιος, τόνισε την άμεση ανάγκη οι αρμόδιες υπηρεσίες να «τρέξουν από χθες» για την ενημέρωση των παραγωγών για τις ορθές πρακτικές. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε τις προσπάθειες που πρέπει να κάνει η πολιτεία σε συστράτευση με τα άλλα κράτη, τα οποία ήδη έχουν κινητοποιηθεί, για παράταση ισχύος και περαιτέρω έρευνες ως προς τα όρια, ώστε να μπορέσει να προετοιμαστεί όλη η ελαιοκομική κοινότητα.

Μεταξύ των αιτημάτων παραμένει και το πάγιο αίτημα για την ανάγκη προστασίας του επώνυμου τυποποιημένου προϊόντος, με τους φορείς να ζητούν, για ακόμη μία φορά, την εφαρμογή της νομοθεσίας και φυσικά τη διενέργεια ελέγχων. «Δεν μπορεί να βγαίνει ο καθένας και να λέει ότι το λάδι είναι ακριβό, όταν έχουμε κάνει ότι μπορούμε για να φτάσουμε στο σημείο η χώρα να καταναλώνει 100.000-110.000 τόνους ελαιολάδου και μέσα από τα επίσημα κανάλια συσκευασίας-διανομής να περνάνε κάτω από 20.000 τόνοι», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής. Υπενθυμίζει, μάλιστα, ότι σε όσες έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί, το 70% του διακινούμενου άτυπα προϊόντος αφορά «ημικανονικό ή νοθευμένο» προϊόν και τονίζει ότι πρόκειται για μίας τεράστιας έκτασης φοροδιαφυγή που ανέχεται η πολιτεία, ενώ, αυτό που χρειάζεται είναι η εφαρμογή του νόμου, ο οποίος ισχύει από το 2002 και απαγορεύει τη διακίνηση χύμα προϊόντος και ανώνυμης συσκευασίας.

Απαραίτητο ένα Ηλεκτρονικό Μητρώο και για τη χάραξη στρατηγικής

Ο κ. Γιαννούλης τόνισε, επίσης, την ανάγκη ύπαρξης ελεγκτικών μηχανισμών σε ότι αφορά τα παράνομα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ενώ, αναφέρθηκε και στο διαχρονικό ζήτημα για χάραξη μίας εθνικής στρατηγικής σε ότι αφορά το προϊόν, τα οποία περιλαμβάνονται στην επιστολή. Μίλησε, παράλληλα, και για την εκ νέου αναγνώριση της ΕΔΟΕ, η οποία εκκρεμεί και από την οποία, ουσιαστικά, απουσιάζει η εκπροσώπηση των παραγωγών.

Τέλος, αναφέρθηκε και στην ανάγκη ύπαρξης ενός Ηλεκτρονικού Μητρώου καταγραφής της παραγωγής και της διακίνησης ελαιολάδων που ζητούν οι φορείς, μιλώντας για τη σημασία που έχει αυτό, όχι μόνο ως εργαλείο για τη χάραξη στρατηγικής, αλλά και για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής ελαιοκομίας. «Δεν μπορεί το 2024 να θες να χαράξεις εθνική στρατηγική σε θέματα ελαιοκομίας και να μην ξέρεις που πατάς» επεσήμανε, μιλώντας, από την άλλη, για τους Ισπανούς, οι οποίοι αξιοποιώντας σύγχρονα λογισμικά γνωστοποιούν σε μηνιαία βάση στοιχεία πωλήσεων, παραγωγής και αποθεμάτων. Ανέφερε, μάλιστα, ότι ένα τέτοιο εργαλείο έχει ήδη φτιαχτεί από τη Διεπαγγελματική, το οποίο έχει τεθεί και υπόψη του διοικητή της ΑΑΔΕ, τυγχάνοντας θερμής υποδοχής, ένα εργαλείο που «θα μπορούσε να είναι λειτουργικό αύριο» καταλήγει.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: