Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΕ: Λήψη μέτρων για να μην ξεμείνουν οι αγρότες από νερό

Την έναρξη έρευνας για τη βιώσιμη διαχείριση του νερού στη γεωργία ανακοίνωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECA) σε προκαταρκτική έκθεση που δημοσίευσε.

Συγκεκριμένα, πρόθεση του ΕCA είναι να εξετάσει τα αποτελέσματα της εφαρμογής της ΚΑΠ στα διαθέσιμα αποθέματα νερού και κατά πόσο τηρείται από τα κράτη-μέλη το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης του νερού που βασίζεται στην οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/EC). Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, προβλέψεις για την ορθολογική χρήση του νερού και τη θέσπιση κοστολογίου βάσει της ποσότητας του νερού που καταναλώνεται. Προσωρινά, είχε οδηγήσει στον προθάλαμο εφαρμογής του το περίφημο «περιβαλλοντικού τέλος», που τελικά αποσύρθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση με την πρόβλεψη ότι θα εφαρμοστεί μελλοντικά.

Απειλή για τα αποθέματα νερού, αλόγιστη χρήση και κλιματική αλλαγή

Σύμφωνα με όσα αναφέρει το ECA, «η διαθεσιμότητα του ‘‘φρέσκου’’ (πόσιμου) νερού επηρεάζεται από την οικονομική ανθρώπινη δραστηριότητα και από την κλιματική αλλαγή, καθώς αυξάνεται η συχνότητα των φαινομένων ξηρασίας και λειψυδρίας». «Οι πιο ευάλωτες περιοχές είναι αυτές της Μεσογείου, λόγω της χαμηλής διαθεσιμότητας και της υψηλής ζήτησης, όπως επίσης και σε κάποιες πυκνοκατοικημένες περιοχές σε λεκάνες απορροής ποταμών χωρών της Δυτικής Ευρώπης.

Κάνοντας χρήση ενός συγκεκριμένου δείκτη για την κατάχρηση των υδάτων, που δείχνει την κατανάλωση νερού σε σχέση με τα μακροπρόθεσμα διαθέσιμα αποθέματα, η Ευρωπαϊκή Αρχή Περιβάλλοντος (EEA) διαπίστωσε ότι από το 2013 έως το 2017 η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα, η Ισπανία και η Τσεχία είχαν ξεπεράσει το 20% τουλάχιστον μία χρονιά, ποσοστό-ορόσημο για να διαπιστωθεί έλλειψη νερού σε συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους στις ανωτέρω χώρες», αναφέρουν, μεταξύ άλλων, οι συντάκτες της έκθεσης.

Μάλιστα, συμπληρώνουν ότι, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, το πρόβλημα θα ενταθεί στη Νότια Ευρώπη, αλλά θα εμφανιστεί και σε περιοχές της Βόρειας Ευρώπης.

Η επίδραση της γεωργίας στα αποθέματα «φρέσκου» νερού

Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί έναν από τους κυριότερους, όπου χρησιμοποιούνται αποθέματα πόσιμου νερού. Οι αγροτικές δραστηριότητες επιδρούν τόσο στην ποσότητα (μέσω της άρδευσης), όσο και στην ποιότητα (λόγω της ρύπανσης με λιπάσματα και φυτοφάρμακα) του διαθέσιμου νερού.

Παράλληλα, είναι και ένας από τους πρώτους που επηρεάζεται από συνθήκες έλλειψης νερού. «Τουλάχιστον το 1/4 του ‘‘φρέσκου’’ νερού που αντλείται στην ΕΕ χρησιμοποιείται στη γεωργία, ενώ, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το ποσοστό αυτό αυξάνεται έως 40%.

Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο παγκοσμίως, καθιστά τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ως την κύρια αιτία άντλησης νερού. Σύμφωνα με την έκθεση (στοιχεία 2016), από το σύνολο της ενεργής γεωργικής γης, το 9,7% μπορούσε να αρδευτεί (αρδεύσιμη). Το ποσοστό αυτό πέφτει ακόμα περισσότερο, στο 6,5%, όταν αναφερόμαστε στη γη που αρδευόταν στην πράξη (6,5%).

Τα κενά στην πολιτική διαχείρισης του νερού

Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ θέσπισε το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για τη βελτίωση της ποιότητας του νερού το 1991 και το 2000 εξέδωσε την οδηγία – πλαίσιο για τη διαχείριση του νερού, πολλά χρειάζονται να γίνουν ακόμα, σύμφωνα με το ECA. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η οδηγία προέβλεπε και περιβαλλοντικούς στόχους, με σκοπό να αποτραπεί ο περιορισμός των διαθέσιμων αποθεμάτων και να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση οι υδάτινοι πόροι.

Ωστόσο, αν και αρχικά προβλεπόταν η επίτευξη των ανωτέρω έως το 2015, η ελαστικότητα του πλαισίου μπορεί να μεταθέσει τον ορίζοντα υλοποίησής τους έως το 2027. Ως προς τα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών (σ.σ. RBMP η συντομογραφία τους στα αγγλικά), αν και η Κομισιόν αξιολογεί την εφαρμογή τους ανά τριετία, μεγάλο μέρος των υδάτων δεν περιλαμβάνεται στην αξιολόγηση. Εν προκειμένω, η Ελλάδα δεν είχε υποβάλει στοιχεία στην πιο πρόσφατη αξιολόγηση που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2019, όταν και το συμπέρασμα ήταν μεν θετικό, με την υποσημείωση ωστόσο ότι η εικόνα δεν είναι ολοκληρωμένη για το σύνολο της ευρωπαϊκής Ηπείρου.

Η αντίφαση που δημιουργεί η ΚΑΠ

Κατά την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την αξιολόγηση της ΚΑΠ ως προς τον αντίκτυπό της στα διαθέσιμα αποθέματα νερού, το συμπέρασμα ήταν ότι συχνά ο τρόπος που αξιοποιούν τα κράτη-μέλη τους πόρους της ΚΑΠ δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της γεωργικής δραστηριότητας στα διαθέσιμα αποθέματα νερού. Επιπλέον, δημιουργείται ένα ζήτημα αντίφασης: «Όταν, μέσω των επενδύσεων, αυξάνονται οι αρδευόμενες εκτάσεις, είναι δύσκολο να μη δημιουργηθούν επιπλέον πιέσεις στους διαθέσιμους υδάτινους πόρους», καταλήγουν οι συντάκτες.