Στο έλεος των δυτικών συμφερόντων η αγροτική γη της Ουκρανίας

«Πόλεμος» υπερσυγκέντρωσης της γης από επενδυτές, στο φόντο του αληθινού πολέμου

Εναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μια νέα έκθεση από το Ινστιτούτο Oakland αποκαλύπτει τα οικονομικά συμφέροντα και τις εξουσιαστικές δυναμικές που οδηγούν σε περαιτέρω συγκέντρωση γης και χρηματοδότησης.

«Παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και πολιτικής, λίγη προσοχή έχει δοθεί στο επίκεντρο της πολεμικής διαμάχης, το οποίο δεν είναι άλλο από το ποιος ελέγχει τη γεωργική γη στη χώρα που είναι γνωστή ως το καλάθι του ψωμιού της Ευρώπης» ξεκαθαρίζει ο Frederic Mousseau, διευθυντής πολιτικής της δεξαμενής σκέψης και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.

Σύμφωνα με την έκθεση, με τίτλο «War and Theft: The Takeover of Ukraine’s Agricultural Land», η συνολική έκταση της γης που ελέγχεται από ολιγάρχες, διεφθαρμένες οντότητες και μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις είναι πάνω από 90 εκατομμύρια στρέμματα, ξεπερνώντας το 28% της καλλιεργήσιμης γης της Ουκρανίας.

Οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες είναι ένα μείγμα Ουκρανών ολιγαρχών και ξένων συμφερόντων, κυρίως ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών, καθώς και το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας. Διαπιστώνονται ξεκάθαρα μοτίβα, σύμφωνα με τα οποία εξέχοντα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, ιδρύματα και πανεπιστήμια επενδύουν μέσω του NCH Capital, ενός ιδιωτικού επενδυτικού ταμείου με έδρα τις ΗΠΑ.

Δίνεται έτσι μια άλλη διάσταση στη μακροχρόνια γεωπολιτική παρτίδα σκάκι που παίζεται μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας επί ουκρανικού εδάφους, διακυβεύοντας τη σταθερότητα της χώρας και την ευημερία των πολιτών της.

Αρκετές αγροτικές επιχειρήσεις, που εξακολουθούν να ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από ολιγάρχες, έχουν ανοίξει τις αγκάλες τους σε δυτικές τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένων εξεχόντων όπως της Kopernik, της BNP και της Vanguard- που τώρα ελέγχουν μέρος των μετοχών τους. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους γαιοκτήμονες είναι ουσιαστικά εξαρτώμενοι από δυτικά κεφάλαια και ιδρύματα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Υπενθυμίζεται ότι, τα τελευταία χρόνια, η δυτική χρηματοδότηση προς την Ουκρανία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποικιοκρατικού τύπου απαίτηση για εφαρμογή στη χώρα ενός ριζικού προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής που προϋπέθετε μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας αγοράς γης για την απελευθέρωσης της πώλησης γεωργικών γαιών, τερματίζοντας ένα εικοσαετές μορατόριουμ.

Ο νυν Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι είχε νομοθετήσει τη σχετική μεταρρύθμιση το 2020, ενάντια στη θέληση της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, που φοβούνταν ότι αυτή θα επιδείνωνε τη διαφθορά και θα ενίσχυε τον έλεγχο του αγροτικού τομέα από ισχυρά συμφέροντα.

Τα ευρήματα της έκθεσης συμφωνούν με αυτές τις ανησυχίες. Τη στιγμή που οι μεγάλοι γαιοκτήμονες εξασφαλίζουν τεράστια χρηματοδότηση από δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι Ουκρανοί αγρότες, αν και απαραίτητοι για τη διασφάλιση του εγχώριου εφοδιασμού σε τρόφιμα, δεν λαμβάνουν ουσιαστικά καμία υποστήριξη.

Με την αγορά γης σε ισχύ εν μέσω μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας και πολέμου, αυτή η προνομιακή μεταχείριση των ισχυρών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη συγκέντρωση γης από μεγάλες επιχειρήσεις της αγροβιομηχανίας.

Η έκθεση κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου ότι το τεράστιο χρέος της Ουκρανίας χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να κατευθύνει τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας προς περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις και απελευθερώσεις αγορών σε αρκετούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της πρωτογενούς παραγωγής.

«Ενώ οι Ουκρανοί πεθαίνουν για να υπερασπιστούν τη γη τους, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προωθούν ύπουλα τη συγκέντρωση των αγροτικών γαιών από ολιγάρχες και δυτικά οικονομικά συμφέροντα», καταλήγει ο Mousseau.