Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να αλλάξει την πολιτική της αποθεματοποίησης αγροτικών προϊόντων, σε μια εποχή που η υγειονομική κρίση λόγω COVID-19 έχει υπογραμμίσει τις αδυναμίες των αποθεμάτων της, αλλά και τις γενικότερες ευπάθειες του τομέα των τροφίμων της, επισημαίνοντας την ανάγκη διασφάλισης επισιτιστικής κυριαρχίας.

Ενδεικτικά, αυτήν τη στιγμή, η ΕΕ έχει ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο αποθεμάτων δημητριακών, το οποίο ανέρχεται στο 12% της ετήσιας κατανάλωσης και άρα μπορεί να διαρκέσει περίπου μισό μήνα. Συγκριτικά, όλες οι ισχυρές χώρες του υπόλοιπου κόσμου παρουσιάζονται πιο προσεκτικές, καταγράφοντας τα εξής ποσοστά αποθεμάτων για το εν λόγω προϊόν: 18% η Ρωσία, 23% η Ινδία, 25% οι ΗΠΑ, ενώ η πολυπληθέστερη όλων Κίνα εξακολουθεί να διατηρεί τα μεγαλύτερα αποθέματα, ήτοι το 75% της κατανάλωσης.

Ο Frederic Courleux, επικεφαλής έρευνας της δεξαμενής σκέψης Agriculture Strategies, εκπλήσσεται βλέποντας την ΕΕ να έχει οργανώσει τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου για 90 ημέρες κατανάλωσης σε κάθε χώρα, χωρίς παράλληλα να εξετάζει το ζήτημα των αποθεμάτων τροφίμων, το οποίο είναι πιο σημαντικό για την ευημερία και την επιβίωση του πληθυσμού της. «Βλέπουμε χώρες όπως το Καζακστάν, τη Γεωργία ή ακόμη και τη Ρουμανία να κλείνουν τις εξαγωγικές τους αγορές. Σε περίπτωση κρίσης, δεν υπάρχει αγορά που θα αντέξει».

Στη στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» (F2F), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την πρόσφατη κρίση, ξεκαθαρίζοντας ότι θα υπάρξει επανεξέταση του «αποθεματικού αγροτικής κρίσης». Το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ προτείνει επίσης έναν νέο μηχανισμό, γνωστό ως «αντίδραση στην επισιτιστική κρίση», με τον οποίο θα συντονίζει και θα εμπλέκει τα κράτη-μέλη της ΕΕ.