Ετήσιος απολογισμός & στόχοι για το 2025: Το «ταμείο» της χρονιάς που έφυγε και οι πρώτες σκέψεις για το νέο έτος, Μέρος Α’
Στην αυγή του νέου έτους, η «ΥΧ» απευθύνεται σε αγροτικούς φορείς, συνδέσμους, οργανισμούς, αλλά και κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, καλώντας τους να κάνουν ένα πρώτο «ταμείο» για το 2024, αλλά και να εισφέρουν στόχους, προβλέψεις και ευχετήριες δηλώσεις για το 2025. Πάντοτε από τη σκοπιά του πρωτογενούς τομέα και της υπαίθρου, η οποία έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ για ορθό σχεδιασμό, έγκαιρο προγραμματισμό πρωτοβουλιών και, πάνω από όλα, διάθεση και άρτιο συντονισμό από όλους τους εμπλεκομένους, ώστε το νέο έτος να προσφέρει την πολυπόθητη ώθηση στον πυλώνα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δίνοντας ξανά το δικαίωμα στο χαμόγελο στους ανθρώπους που τον στελεχώνουν.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΡΑΣ, ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
«Η στήριξη της υπαίθρου αποτελεί εθνική στρατηγική για το μέλλον»
Το 2024 υπήρξε μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις, αλλά και καθοριστικές νίκες για τον πρωτογενή τομέα και την ελληνική ύπαιθρο. Σε ένα περιβάλλον διεθνών κρίσεων, με τον κόσμο να αλλάζει ραγδαία, η κυβέρνηση έδειξε έμπρακτα πως η στήριξη του πρωτογενούς τομέα δεν είναι απλώς μια υποχρέωση, αλλά μια κορυφαία εθνική στρατηγική.
Από την αρχή της θητείας μας, δώσαμε προτεραιότητα στις πολιτικές που στηρίζουν την αγροτική παραγωγή και ενδυναμώνουν την ύπαιθρο. Αντιμετωπίσαμε απρόβλεπτες κρίσεις, όπως η πανώλη των μικρών μηρυκαστικών, και τα καταφέραμε. Με τη βοήθεια των αγροτών και τη συνδρομή των κτηνιατρικών υπηρεσιών, βγήκαμε νικητές ώστε, σήμερα, η χώρα μας δικαίως να αποτελεί παράδειγμα σε ολόκληρη την Ευρώπη για την αντιμετώπιση των ζωονόσων.
Ταυτόχρονα, μέσα από συντονισμένες πολιτικές επιλογές, κάναμε ένα αποφασιστικό βήμα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Η ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων, που θα έρθει στη Βουλή, δεν αποτελεί απλά οικονομική ελάφρυνση για 750 συνεταιρισμούς και 21.000 αγρότες. Είναι μια πολιτική πράξη δικαιοσύνης που αποκαθιστά τη βιωσιμότητα και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που στηρίζουν την οικονομία της υπαίθρου.
Παράλληλα, οι αποφάσεις μας για τη μείωση του κόστους παραγωγής, με τον μηδενικό ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο και τον μόνιμο μηχανισμό επιστροφής του, ανακουφίζουν τα νοικοκυριά της αγροτικής Ελλάδας και δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης. Παράλληλα, εκπονήσαμε ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πρόγραμμα για τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, ύψους 600 εκατ. ευρώ, που περιγράφει το όραμά μας για την αγροτική παραγωγή: Μια γεωργία καινοτόμο, ανθεκτική στην κλιματική κρίση και ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές.
Το πρόγραμμα ΥΔΩΡ 2.0, με έργα 4 δισ. ευρώ, χαράσσει ξανά τον αρδευτικό χάρτη της χώρας. Τα έργα αυτά δεν είναι μόνο υποδομές. Είναι μια ξεκάθαρη «δήλωση» ότι πιστεύουμε στη δύναμη της ελληνικής υπαίθρου, η οποία θα πρέπει να αναπτυχθεί με τις κατάλληλες υποδομές και να πρωταγωνιστήσει. Ταυτόχρονα, υλοποιούμε το πρόγραμμα για τους «Νέους Αγρότες» που φέρνει την επόμενη γενιά στο προσκήνιο, κρατώντας ζωντανές τις τοπικές κοινωνίες και διασφαλίζοντας τη συνέχεια της παραγωγής.
Μια νέα εποχή
Το 2025, όμως, δεν είναι μόνο μια νέα χρονιά. Είναι μια νέα εποχή. Μια εποχή που απαιτεί από εμάς, ως πολιτεία, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να χτίσουμε πάνω στις βάσεις που θέσαμε. Επιδιώκουμε ο πρωτογενής τομέας να παραμείνει η κινητήριος δύναμη για τη μετάβαση στη νέα εποχή και θα εργαστούμε με όλες μας τις δυνάμεις γι’ αυτόν τον σκοπό.
Εύχομαι το νέο έτος να φέρει υγεία και ευημερία σε κάθε οικογένεια. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να αλλάζουμε την Ελλάδα, επενδύοντας στον άνθρωπο, στην παραγωγή και στην ανάπτυξη. Καλή χρονιά!
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ, ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ,
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ, Π. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ
«Αρνητικό το πρόσημο του 2024 για τον αγροτικό τομέα»
Για τον πρωτογενή τομέα και την ύπαιθρο, ο απολογισμός του 2024 είναι απολύτως αρνητικός. Ιδιαίτερα δυσμενή εξέλιξη για τη χώρα μας αποτελεί ο καταλογισμός προστίμου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ύψους 283 εκατ. ευρώ, για κακή διαχείριση από πλευράς του ΟΠΕΚΕΠΕ πληρωμών ενωσιακών ενισχύσεων για τις χρονικές περιόδους 2020, 2021 και 2022. Μάλιστα, ο Οργανισμός τέθηκε σε δωδεκάμηνη επιτήρηση για σοβαρές παρατυπίες στη λειτουργία του, ενώ κατόπιν ελέγχου του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητήθηκε και η επιστροφή ποσού ύψους 50.755.440,32 ευρώ από 196.083 αγρότες για ενισχύσεις του 2022.
Ανελέητα «χτυπήθηκε» η κτηνοτροφία της χώρας μας από την εμφάνιση και την εξάπλωση της ευλογιάς των προβάτων και της πανώλης των μικρών μηρυκαστικών, οι οποίες οδήγησαν σε θάνατο χιλιάδες ζώα και διαμόρφωσαν ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες για το σύνολο των κτηνοτρόφων. Ο πρωτογενής τομέας, ειδικά στη Θεσσαλία, τον Έβρο και την Εύβοια, περιοχές οι οποίες επλήγησαν βάναυσα από πρωτόγνωρες πλημμύρες και πυρκαγιές, παραμένει έρμαιο της κυβερνητικής εγκατάλειψης και της ανικανότητας, καθώς τα προτεινόμενα μέτρα στήριξής του διακρίνονται από ανεπαρκή σχεδιασμό και δυσλειτουργίες.
Το υψηλό κόστος παραγωγής, η αισχροκέρδεια και οι τεράστιες αποκλίσεις τιμών «από το χωράφι στο ράφι», οι αναποτελεσματικές τροποποιήσεις του Στρατηγικού Σχεδίου της ΚΑΠ, η έλλειψη αναμόρφωσης του Κανονισμού του ΕΛΓΑ, οι ανεπαρκείς και ανολοκλήρωτες αποζημιώσεις και τα πρακτικά ανεφάρμοστα μέτρα, όπως το Υπομέτρο 5.2 για αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται στο γεωργικό κεφάλαιο (φυτικό, ζωικό και πάγιο) από φυσικά φαινόμενα, επιταχύνουν την εξαφάνιση μεγάλου μέρους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας. Δεδομένης της κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας και αναλγησίας για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η γεωργία, το μέλλον του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας φαντάζει δυσοίωνο.
Τι πρέπει να αλλάξει
Η εξασφάλιση δίκαιου εισοδήματος για τους αγρότες μέσα από κερδοφόρες εκμεταλλεύσεις προϋποθέτει την ανάδειξη των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων με επενδύσεις στην εξωστρέφεια, την εκπαίδευση, την εφαρμογή ρεαλιστικών λύσεων και ταχύτατων αντανακλαστικών για προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα.
Ο στόχος της χώρας μας για το 2025 πρέπει να συμπεριλαμβάνει την υιοθέτηση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, βασισμένης σε ένα πλαίσιο εξυγίανσης του κρατικού μηχανισμού, εφαρμογής κανόνων διαφάνειας, λήψης μέτρων στήριξης και θωράκισης της βιώσιμης αγροτικής παραγωγής.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ
«Μάχη ενάντια στην ερημοποίηση της γης και των κοινωνιών της υπαίθρου»
Η χρονιά που αφήνουμε πίσω μας ανέδειξε με εμφατικό τρόπο τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο αγροτικός κόσμος, ενώ προέβαλε και αυτή, όπως και οι προηγούμενες, τα σημαντικότερα ζητούμενα τα οποία θα κληθεί να διαχειριστεί ο πρωτογενής τομέας στο άμεσο μέλλον.
Από όλα αυτά τα μείζονα και σημαντικά, ξεχωρίζουν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και ιδιαίτερα η βιωσιμότητα του υδροφόρου ορίζοντα, για τον οποίο το 2024 μας επεφύλαξε την πιο ισχυρή προειδοποίηση κινδύνου για τη μετάβαση σε ένα δυσοίωνο –όχι και τόσο μακρινό– μέλλον.
Χρειάζεται άμεσα, οργανωμένα και συντεταγμένα, με ευθύνη της πολιτείας και με την καθοδήγηση και συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας και των φορέων εκπροσώπησης των επαγγελματιών της υπαίθρου να δρομολογηθούν όλες οι αναγκαίες παρεμβάσεις για να αποτραπεί η τωρινή πορεία, η οποία οδηγεί σε εφιαλτικά σενάρια ερημοποίησης.
Στον ερχομό του 2025, είναι επιβεβλημένη η φροντίδα για εξυγίανση των διοικητικών μηχανισμών στήριξης των αγροτών και ιδιαίτερα του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο οποίος βρίσκεται σε μια μόνιμη δυσλειτουργική περιπέτεια τα τελευταία χρόνια, επιμερίζοντας το κόστος αυτής της ανεπάρκειας σε εκατοντάδες χιλιάδες αγροτικά εισοδήματα.
Επίσης, είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους, η υποστήριξη της ψηφιακής μετάβασης, η επιμέλεια της επιστημονικής συμβολής, κατάρτισης και συνεχούς ενημέρωσης για την ενίσχυση της ανταγωνιστικής γεωργίας.
Να έχουμε παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας, παραμονή του παραγωγικού κόσμου στην ύπαιθρο και ανάδειξη του πρωτογενούς τομέα ως ελκυστικού κλάδου της οικονομίας, με σταθερές και ποιοτικές θέσεις εργασίας και αυτο-απασχόλησης. Η ελληνική γεωργία έχει τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις. Χρειάζεται, όμως, και η πολιτική βούληση. Καλή και παραγωγική χρονιά!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΜΕΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον αγροτικό τομέα είναι η προστασία του γεωργικού εισοδήματος»
Το 2024 υπήρξε μια χρονιά έντονων κινητοποιήσεων από τους αγρότες της ΕΕ, που βγήκαν στους δρόμους για να στείλουν ένα σαφές μήνυμα στις κυβερνήσεις: Ο πρωτογενής τομέας χρειάζεται άμεση και ουσιαστική στήριξη. Οι μειωμένες και άνισα κατανεμημένες ενισχύσεις της ΚΑΠ, το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι ακατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση των ακραίων κλιματικών φαινομένων και η καθημερινή πάλη των αγροτικών νοικοκυριών για επιβίωση ανέδειξαν τη σοβαρότητα των προβλημάτων, που δεν επιτρέπεται πλέον να παραμένουν αναπάντητα.
Σε μια περίοδο παγκόσμιων αναταραχών, όπου η διατροφική επάρκεια αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα, η Ευρώπη φαίνεται να υιοθετεί πολιτικές που οδηγούν στη μείωση της αγροτικής παραγωγής. Η νέα ΚΑΠ, όπως εφαρμόζεται, έχει έναν «τιμωρητικό» χαρακτήρα, λειτουργώντας περισσότερο ως ποινικός κώδικας για την αγροτική δραστηριότητα παρά ως πλαίσιο στήριξης της γεωργικής παραγωγής. Είναι επιτακτική ανάγκη να αναθεωρηθεί άμεσα, με πολιτικές δίκαιης κατανομής, ισόρροπης ανάπτυξης και προστασίας του γεωργικού εισοδήματος, της παραγωγής και του περιβάλλοντος.
Η ελληνική κυβέρνηση, για ακόμη μία χρονιά, αποδείχθηκε απροετοίμαστη να αξιοποιήσει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της ΚΑΠ. Η υποβολή δηλώσεων ΟΣΔΕ ξεκίνησε καθυστερημένα, μόλις τον Ιούλιο, ενώ η προκαταβολή της βασικής ενίσχυσης που καταβλήθηκε τον Οκτώβριο ήταν η μικρότερη που έχει δοθεί ποτέ. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ βρίσκεται σε διαχειριστική κρίση, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις και απώλεια πολύτιμων πόρων. Η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η προχειρότητα και οι ερασιτεχνικοί χειρισμοί διαιωνίζουν τα προβλήματα του αγροτικού τομέα.
Το αυξημένο κόστος παραγωγής, με τιμές στα ύψη για εργάτες γης, γεωργικά εφόδια, λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα, καύσιμα και ενέργεια, ασκεί αφόρητη πίεση στο γεωργικό εισόδημα. Την ίδια στιγμή, το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να βλέπει τους αγρότες ως πελάτες υψηλού ρίσκου, αποκλείοντάς τους από την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Παράλληλα, το φαινόμενο του «πληθωρισμού της απληστίας» διευρύνει το χάσμα μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή, επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Η διαφορά στα εισοδήματα μεταξύ των αστικών και αγροτικών περιοχών συνεχίζει να μεγαλώνει. Για εμάς στο ΠΑΣΟΚ, η προστασία του γεωργικού εισοδήματος παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη χώρα. Παράλληλα, η ελληνική κτηνοτροφία βιώνει τη χειρότερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεκάδες κτηνοτροφικές μονάδες, ειδικά στον τομέα των αιγοπροβάτων, βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο αφανισμού. Η εμφάνιση κρουσμάτων πανώλης και η εξάπλωση της ευλογιάς προκάλεσαν ανυπολόγιστες ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο, πλήττοντας έναν τομέα ζωτικής σημασίας.
Ταυτόχρονα, η ανομβρία, οι καύσωνες, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες επηρεάζουν όλο και πιο συχνά την αγροτική παραγωγή. Ο ΕΛΓΑ, με το αναχρονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του, αδυνατεί να προσφέρει ένα ουσιαστικό δίκτυ προστασίας για τους παραγωγούς.
Δεν αρκεί πια να μιλάμε για τη βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Πρέπει να σχεδιάσουμε πολιτικές ανθεκτικότητας, που θα προστατεύουν τις υποδομές, τις εκτροφές και τις καλλιέργειες από τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης. Το σημαντικότερο, όμως, είναι να στρέψουμε την ελληνική γεωργία προς καινοτόμες λύσεις, τεχνολογίες αιχμής και νέες ιδέες που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και την αποδοτικότητα. Η ελληνική γεωργία έχει μέλλον. Το μέλλον αυτό, όμως, εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα πάρουμε σήμερα. Επενδύοντας στους ανθρώπους, τις ιδέες και τις δυνατότητες του τόπου μας, μπορούμε να διασφαλίσουμε έναν δυναμικό πρωτογενή τομέα για τις επόμενες γενιές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥΛΗΣ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ, ΚΚΕ & ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
«Ποιον εξυπηρετεί, τελικά, η ΚΑΠ;»
Το 2024 σημαδεύτηκε από τον αγροτικό ξεσηκωμό σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ, τις μεγαλειώδεις αγροτικές κινητοποιήσεις και στην Ελλάδα. Σε αυτές τις κινητοποιήσεις, το ΚΚΕ έδειξε την αλληλεγγύη του και στήριξε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που υποφέρει από την ακρίβεια, την τεράστια ψαλίδα στις τιμές ανάμεσα στο ράφι και το χωράφι, την οποία επιβάλλουν τα μονοπώλια της μεταποίησης και της εμπορίας της αγροτικής παραγωγής και στηρίζουν με κάθε τρόπο ελληνική κυβέρνηση και ΕΕ, αρνούμενες, για παράδειγμα, την επιβολή εγγυημένων τιμών στα προϊόντα του αγρότη και πλαφόν στις τιμές στην κατανάλωση, την κατάργηση του ΦΠΑ κ.λπ.
Στο στόχαστρο βρέθηκε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ και παρά το γεγονός ότι, έως έναν βαθμό, κυριάρχησε το αίτημα για «επαναδιαπραγμάτευσή» της, άνοιξε, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, η συζήτηση και ο προβληματισμός για το ποιον, τελικά, αυτή εξυπηρετεί.
Το ΚΚΕ, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, διαχρονικά αναδεικνύει τον χαρακτήρα της ΚΑΠ ως μιας πολιτικής που θωρακίζει την κερδοφορία των ευρωενωσιακών μονοπωλίων και επιταχύνει, για λογαριασμό τους, τη συγκέντρωση της παραγωγής και της γης, ξεκληρίζοντας χρόνο με τον χρόνο τους πιο αδύναμους αγρότες.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ΚΑΠ δεν χωρά «φτιασιδώματα» και «βελτιώσεις», γίνεται μόνο χειρότερη για τους λαούς, όπως και ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός που αυτή υπηρετεί και ο οποίος, στη σημερινή του φάση, οδηγεί στην κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου και του αιματοκυλίσματος των λαών για τα κέρδη μιας χούφτας επιχειρηματικών ομίλων.
Όσο και αν η κατάσταση αυτή προδιαγράφει ένα ζοφερό για τους λαούς μέλλον, υπάρχει ελπίδα. Αυτή βρίσκεται στη συμπόρευση, τη συμμαχία των εργατοϋπαλλήλων με τους βιοπαλαιστές αγρότες, τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα, για την ανατροπή.
Οι εργάτες, οι αγρότες, συνολικά ο λαός μας, που βιώνει την καταλήστευση του ιδρώτα του από τα μονοπώλια και τις συνέπειές της, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επιπτώσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου, έχει αντικειμενικά τη δύναμη που, αν συναντηθεί με την πρωτοπόρο στρατηγική του ΚΚΕ, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στην οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικότερα, έχοντας ως κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού για υγιεινή και ποιοτική διατροφή, δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία κ.λπ. και την προστασία του περιβάλλοντος.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΙΜΗΣ, ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΓΠΑ), ΠΡΩΗΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΥΠΑΑΤ
«Να μην πάμε από το κακό στο χειρότερο»
Το 2024 ανέδειξε τα αδιέξοδα της αγροτικής πολιτικής και οδήγησε σε μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες επιβεβαίωσαν τον κακό σχεδιασμό και την προβληματική εφαρμογή της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής και των εθνικών στρατηγικών σχεδίων, που ανάγκασαν, τελικά, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ηγεσίες των κρατών-μελών της ΕΕ σε πολιτική αναδίπλωση και αναστολή εφαρμογής μιας σειράς μέτρων της ΚΑΠ 2023-2027.
Το μετέωρο βήμα της πράσινης μετάβασης, οι συνέπειες της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και η διευρυνόμενη απόκλιση τιμών παραγωγού και καταναλωτή, έθεσαν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων και οδήγησαν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στην έναρξη ενός «Στρατηγικού διαλόγου» για τη διατύπωση ενός «νέου οράματος για το μέλλον της γεωργίας και των τροφίμων», ενόψει του σχεδιασμού της νέας ΚΑΠ μετά το 2028.
Στην Ελλάδα, ήταν μια χρονιά επαναλαμβανόμενων αποτυχιών, που οδήγησαν τον αγροτικό κόσμο στην «επικίνδυνη ζώνη βιωσιμότητας». Στα κοινά πανευρωπαϊκά προβλήματα, προστέθηκαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η ανεπαρκής αντιμετώπιση των συνεπειών τους, οι ζωονόσοι, οι ελληνοποιήσεις, οι ανύπαρκτοι έλεγχοι στην αγορά, η έλλειψη ρευστότητας και η προβληματική λειτουργία ΟΠΕΚΕΠΕ, ΕΛΓΑ και ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
Όλα έδειξαν ότι η κυβέρνηση πελαγοδρομεί, χωρίς προετοιμασία, χωρίς προτεραιότητες, χωρίς στρατηγική, αποσπασματική και πελατειακή στις ενέργειές της, με σταθερή απάντηση στην κριτική τα ποσά αποζημιώσεων που έχει καταβάλει.
Όμως, η ελληνική και ευρωπαϊκή γεωργία βρίσκονται ενώπιον προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Μεγάλα ερωτήματα αφορούν τον προϋπολογισμό της ΚΑΠ στη νέα περίοδο, όταν η αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της Ένωσης οδηγεί σε μία οικονομία άμυνας και ασφάλειας που αναζητά επιπλέον πόρους, με πιθανό πρώτο θύμα τη γεωργία. Όταν η κλιματική κρίση απαιτεί επιτάχυνση των μέτρων αντιμετώπισής της και ενίσχυση των πόρων για μια δίκαιη πράσινη μετάβαση, όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες πιέζουν για την «εξωτερική σύγκλιση» (εξομοίωση) των ενισχύσεων μεταξύ των κρατών-μελών με αναμενόμενο θύμα την Ελλάδα, όταν αναζητούνται επιπλέον πόροι για τη διεύρυνση (Ουκρανία και χώρες των Δυτικών Βαλκανίων), όταν πληθαίνουν οι φωνές για μια μερική «εθνικοποίηση» της ΚΑΠ και τη συμβολή των κρατικών προϋπολογισμών σε αυτή.
Τι πρέπει να γίνει
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα πρέπει άμεσα να:
- Προετοιμαστούν και να διατυπώσουν τις θέσεις και τις προτάσεις της χώρας για τις μεγάλες προκλήσεις της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής.
- Διαμορφώσουν, επιτέλους, μία εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα.
- Ανασυγκροτήσουν και ενισχύσουν τις αναγκαίες διοικητικές δομές για την επιτυχή εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΓΙΝΕΤΑΣ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, ΥΠΑΑΤ
«Ο διττός στόχος που πέτυχαν το 2024 οι Δράσεις Αγροδιατροφής του ΥΠΑΑΤ»
Το 2024, προσεγγίζοντας πλέον ολιστικά και αξιολογώντας συνολικά το έργο που έχει υλοποιηθεί στις Δράσεις Αγροδιατροφής του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ), οι οποίες χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), καθίσταται σαφές ότι το εγχείρημα εξελίσσεται με ιδιαίτερη επιτυχία και οι θετικές επιπτώσεις είναι ήδη προφανείς όχι μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά και στην κοινωνία και την οικονομία συνολικά.
Ανταποκρινόμενοι, λοιπόν, με αποτελεσματικότητα και συνέπεια σε όσα είχαμε σχεδιάσει το προηγούμενο έτος, πετύχαμε τον διττό στόχο α) της αντιμετώπισης χρόνιων προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα, αλλά και β) της ενσωμάτωσης των απαιτήσεων του σύγχρονου κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος (ψηφιακός μετασχηματισμός, προστασία του περιβάλλοντος, κοινωνική συνοχή, δικαιοσύνη κ.λπ.).
Αυτός παρουσιάζεται να είναι και ο λόγος του εξαιρετικά μεγάλου ενδιαφέροντος που εκδηλώθηκε από τους δυνητικούς δικαιούχους, με τον αριθμό των αιτήσεων ενίσχυσης να αγγίζει τις 850 και την αιτούμενη Δημόσια Δαπάνη να ξεπερνά τα 763 εκατ. ευρώ, γεγονός που αποτελεί προφανή απόδειξη του σωστού και στοχευμένου σχεδιασμού του συνόλου των δράσεων.
Η προαναφερθείσα προσπάθεια δεν θα ήταν επιτυχής χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή όλων των αγροτικών κοινωνικών εταίρων, ήτοι των δυνητικών δικαιούχων, των προμηθευτών, των συναρμόδιων υπηρεσιών, αλλά και του τραπεζικού τομέα, καθώς η κινητοποίησή τους αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία των παρεμβάσεων. Η στενή και αποδοτική συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας Υπηρεσίας και των λοιπών εταίρων συνεπικούρησε στην επίλυση προβλημάτων τόσο ποσοτικού όσο και ποιοτικού χαρακτήρα.
Η νέα χρονιά έρχεται να επικυρώσει την ωριμότητα αυτών των συνεργασιών και την απόκτηση της γνώσης, προκειμένου να τεθούν νέοι στόχοι για τον αγροδιατροφικό τομέα, αντιμετωπίζοντας παράλληλα νέες προκλήσεις που επηρεάζουν την ευημερία του αγροτικού κόσμου της χώρας μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΝΩΣΙΑΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΥΠΑΑΤ
«Θέτοντας τις βάσεις για την έμπρακτη στήριξη του αγροτικού τομέα και της υπαίθρου»
Το 2025 παίρνει τη σκυτάλη από μία ιδιαίτερα δύσκολη και παραγωγική χρονιά που προηγήθηκε, κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίσαμε σημαντικές προκλήσεις, πετυχαίνοντας μια σειρά από δύσκολους και απαιτητικούς στόχους στην προσπάθεια να συμβάλουμε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στον κυβερνητικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας, μέσα από την αξιοποίηση των πόρων των μεγαλύτερων χρηματοδοτικών προγραμμάτων που διαθέτουμε για τον σκοπό αυτόν.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του 2024, στη Γενική Γραμματεία Ενωσιακών Πόρων και Υποδομών:
- Υλοποιήσαμε τα μεγαλύτερα προγράμματα που έχουν χρηματοδοτηθεί ποτέ από πόρους της ΕΕ, με έμφαση σε επενδυτικά και φιλοπεριβαλλοντικά μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ), όπως των Νέων Γεωργών, των Σχεδίων Βελτίωσης, της Μεταποίησης Γεωργικών Προϊόντων, της Βιολογικής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας, της Συμβουλευτικής Υποστήριξης των παραγωγών, των Τοπικών Προγραμμάτων LEADER κ.λπ.
- Επενδύσαμε σε μεγάλες εγγειοβελτιωτικές και αρδευτικές δημόσιες υποδομές μέσα από το εμβληματικό πρόγραμμα ΥΔΩΡ 2.0, το οποίο συγχρηματοδοτείται από πόρους τόσο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και του ΠΑΑ.
- Ενεργοποιήσαμε το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο της νέας ΚΑΠ με προδημοσιεύσεις και νέες προκηρύξεις σε σημαντικές παρεμβάσεις, όπως των Νέων Γεωργών, των Σχεδίων Βελτίωσης για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό θερμοκηπίων, της σύστασης και λειτουργίας Ομάδων Παραγωγών, της Εξισωτικής Αποζημίωσης, της Αγροτικής Οδοποιίας, των μεγάλων Εγγειοβελτιωτικών και Αρδευτικών έργων, των Τομεακών Προγραμμάτων για τα οπωροκηπευτικά, το μέλι και τον οίνο, κλπ.
- Αναλάβαμε σημαντικές πρωτοβουλίες και πετύχαμε την αναθεώρηση της νέας ΚΑΠ μέσα από την κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη διεκδίκηση αλλαγών και τροποποιήσεων, με στόχο την απλοποίηση των απαιτήσεων και διαδικασιών κυρίως ως προς το περιβαλλοντικό της σκέλος.
- Σχεδιάσαμε και υλοποιούμε ολοκληρωμένο σχέδιο παρεμβάσεων για τη στήριξη των παραγωγών στις πληγείσες από τις θεομηνίες περιοχές, μέσα από στοχευμένα μέτρα και δράσεις, εξαντλώντας τις χρηματοδοτικές δυνατότητες του ΠΑΑ.
- Επιταχύναμε και διευρύναμε το πεδίο εφαρμογής των χρηματοδοτικών εργαλείων του ΠΑΑ για τη στήριξη των επενδύσεων στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας και τη διευκόλυνση πρόσβασης των παραγωγών σε ρευστότητα, μέσα από τα Ταμεία Εγγυήσεων και Μικροπιστώσεων.
Συμπερασματικά, μέσα από τη σκληρή και συστηματική δουλειά που αποτυπώνεται και στις συνολικότερες επιδόσεις των ενωσιακών προγραμμάτων που υλοποιούμε, θεωρούμε ότι θέτουμε ισχυρές βάσεις για μια ακόμα πιο δυναμική πορεία στη νέα χρονιά, προσδοκώντας να συνδράμουμε με τους πολύτιμους πόρους τους στη συνολικότερη κυβερνητική προσπάθεια για την ουσιαστική και έμπρακτη στήριξη τόσο του πρωτογενούς μας τομέα, όσο και των αγροτικών μας περιοχών.