Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο: Οι πολιτικές της ΕΕ για τη φορολογία της ενέργειας δεν εναρμονίζονται με τους στόχους της για το κλίμα

Στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές της ΕΕ για τη φορολογία της ενέργειας δεν εναρμονίζονται με τους στόχους της για το κλίμα καταλήγει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), το οποίο στην τελευταία του επισκόπηση αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιδοτήσεις των κρατών-μελών για ορυκτά καύσιμα υπερβαίνουν τα 55 δισ. ευρώ ετησίως, με τα μισά περίπου κράτη-μέλη να δαπανούν περισσότερα κεφάλαια σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων από ό,τι σε επιδοτήσεις ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

«Η φορολόγηση της ενέργειας μπορεί μεν να υποστηρίξει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ωστόσο τα τρέχοντα επίπεδα φορολογίας δεν αποτυπώνουν τον βαθμό στον οποίο οι διάφορες πηγές ενέργειας προκαλούν ρύπανση», σημειώνει. Όπως εξηγεί το ΕΕΣ, μολονότι οι επιδοτήσεις για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σχεδόν τετραπλασιάστηκαν την περίοδο 2008-2019, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων παρέμειναν σχετικά σταθερές την τελευταία δεκαετία, παρά τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ορισμένων κρατών-μελών για σταδιακή κατάργησή τους.

Προκλήσεις

«Η κύρια πρόκληση, κατά τη γνώμη μας, είναι το πώς θα ενισχύσουμε τις σχέσεις μεταξύ κανονιστικών και οικονομικών μέτρων, καθώς και το πώς θα επιτύχουμε τον σωστό συνδυασμό τους», δήλωσε ο Viorel Stefan, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Συμφωνία.

Η ΕΕ, σύμφωνα με την επισκόπηση, αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις, όσον αφορά την αναθεώρηση της νομοθεσίας για τη φορολογία της ενέργειας, για την οποία θα απαιτηθεί επίσης ομόφωνη συμφωνία στο Συμβούλιο. Μία από αυτές είναι η διασφάλιση συνοχής στην ΕΕ και στους τομείς και τους φορείς ενέργειας που έτυχαν ευνοϊκότερης μεταχείρισης στο παρελθόν.

Βάσει της ισχύουσας οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας, οι περισσότερο ρυπογόνες πηγές ενέργειας υπερτερούν σε φορολογικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με πιο αποδοτικές από άποψη εκπομπών άνθρακα πηγές, π.χ. ο άνθρακας φορολογείται λιγότερο από ό,τι το φυσικό αέριο και ορισμένα ορυκτά καύσιμα φορολογούνται πολύ λιγότερο από την ηλεκτρική ενέργεια.

Η σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων έως το 2025, στόχος για τον οποίο έχουν δεσμευθεί η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της, θα αποτελέσει μια δύσκολη από κοινωνική και οικονομική άποψη μετάβαση. Όπως αναφέρεται, η αντίληψη περί άνισης μεταχείρισης ορισμένων ομάδων ή τομέων μπορεί να αναχαιτίσει τη μετάβαση προς μια περισσότερο πράσινη οικονομία.

Ο αντίκτυπος της φορολογίας της ενέργειας στα νοικοκυριά μπορεί επίσης να είναι σημαντικός και να οδηγήσει σε αντιδράσεις κατά των φόρων ενέργειας. Τα ποσά που δαπανούν τα νοικοκυριά στην ενέργεια (συμπεριλαμβανομένων τόσο της θέρμανσης όσο και των μεταφορών) διαφέρουν σημαντικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα φτωχότερα νοικοκυριά στην Τσεχία και στη Σλοβακία, τα ποσά αυτά μπορεί να ανέρχονται σε άνω του 20% του εισοδήματός τους.

Για να μειωθεί ο κίνδυνος απόρριψης των φορολογικών μεταρρυθμίσεων, οι ελεγκτές επισημαίνουν τις συστάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί από διάφορους διεθνείς οργανισμούς, όπως η μείωση άλλων φόρων και η εφαρμογή μέτρων αναδιανομής, διασφαλίζοντας παράλληλα μεγαλύτερη διαφάνεια και επικοινωνία σχετικά με το σκεπτικό των μεταρρυθμίσεων.