Φάμελλος: Απαιτείται δίκαιη και διάφανη συμφωνία για την επίτευξη των στόχων της κλιματικής αλλαγής

Φάμελλος: Απαιτείται δίκαιη και διάφανη συμφωνία για την επίτευξη των στόχων της κλιματικής αλλαγής

“Η συμβολή κάθε χώρας είναι ουσιώδους σημασίας για την ενίσχυση της παγκόσμιας αντίδρασης στην απειλή της κλιματικής αλλαγής και την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της συμφωνίας των Παρισίων”, δήλωσε ο Αν. ΥΠΕΝ Σ. Φάμελλος στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος που διεξάγεται σήμερα, 13/10/2017, στο Λουξεμβούργο.

Στην ατζέντα του Συμβουλίου κυριάρχησαν τα θέματα κλιματικής αλλαγής και συγκεκριμένα ο καθορισμός της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις της COP 23 (Βόννη, 6-17 Noεμβρίου 2017), αλλά και η επίτευξη συμφωνίας γενικής προσέγγισης για τους Κανονισμούς ESR και LULUCF. Οι δύο κανονισμοί καθορίζουν τους όρους επίτευξης των ευρωπαϊκών στόχων μείωσης εκπομπών από τους τομείς που δεν καλύπτονται από το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ETS).

Όσον αφορά στον Κανονισμό ESR (εθνικοί στόχοι και πλαίσιο μείωσης εκπομπών από κτίρια, μεταφορές, απόβλητα, γεωργία και βιομηχανία εκτός ETS), ο Αν. ΥΠΕΝ επανέλαβε εμφατικά τη δέσμευση της Ελλάδας να πετύχει τις μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που της αντιστοιχούν για το 2030, χωρίς να κάνει χρήση του αποθεματικού ασφαλείας για χώρες με χαμηλό ΑΕΠ και υπεραπόδοση την περίοδο 2013-2020. Στην τοποθέτησή του ο Σ. Φάμελλος τόνισε ότι η Ελλάδα κατανοεί την ανάγκη εύρεσης μίας ισορροπημένης λύσης, η οποία θα οδηγεί σε δίκαιο επιμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών, και υπογράμμισε ότι το ίδιο πνεύμα αλληλεγγύης και φιλόδοξων στόχων θα πρέπει να επικρατήσει στις διαπραγματεύσεις για όλο το νομοθετικό πακέτο για το 2030, συμπεριλαμβανομένης και της Αναθεώρησης της Οδηγίας για το ΕΤS. Σημειώνεται ότι η Αναθεώρηση της Οδηγίας για το ETS βρίσκεται πλέον στο στάδιο του τριλόγου μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη διαπραγμάτευση η Ελλάδα διεκδικεί αύξηση χρηματοδότησης για την διασύνδεση του ηλεκτρικού συστήματος των νησιών και επενδύσεις σε ΑΠΕ (από περίπου 400 εκ. σε 800 εκ. ευρώ).

Όσον αφορά στον Κανονισμό LULUCF (εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον τομέα χρήσεων γης, αλλαγών χρήσεων γης και δασοπονία), ο Αν. ΥΠΕΝ. τόνισε ότι η διαφάνεια του λογιστικού συστήματος υπολογισμού εκπομπών παραμένει ένα ζητούμενο, προκειμένου να μη διακυβεύεται η αξιοπιστία των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατανοώντας την ανάγκη για ρεαλιστικό και ισότιμο επιμερισμό βαρών, ο Αν. ΥΠΕΝ. στήριξε στην τοποθέτησή του την εισαγωγή μηχανισμών ευελιξίας, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις ότι διατηρείται το μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών από τον τομέα LULUCF σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και ότι οι μηχανισμοί αντιστάθμισης/ευελιξίας δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν αυξήσεις εκπομπών λόγω αποδασώσεων. Προκειμένου να ενισχύεται η διαφάνεια, το επίπεδο αναφοράς για την εκτίμηση εκπομπών από δασικές εκτάσεις θα πρέπει να βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία.

Και για τους δύο Κανονισμούς, και θέλοντας να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα εν όψει της επερχόμενης COP 23, το Συμβούλιο Υπουργών αναμένεται να καταλήξει σε συμφωνία γενικής προσέγγισης. Θα υπάρξει ωστόσο εκτεταμένη διαπραγμάτευση και στο επόμενο στάδιο του τριλόγου μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στο πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών Περιβάλλοντος συζητήθηκαν επίσης οι προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Τρίτη Σύνοδο της Περιβαλλοντικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (Ναϊρόμπι, 4-6/12/2017), η οποία θα εστιάσει σε θέματα ρύπανσης. Στην παρέμβασή του κατά την άτυπη συζήτηση του γεύματος, ο Αν. ΥΠΕΝ. επεσήμανε ότι το θέμα της πρόληψης της ρύπανσης θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, προκειμένου να υπάρχει σαφής στόχευση δράσεων και δεσμεύσεων, με απτά αποτελέσματα.

Η Ελλάδα πρότεινε, από την πλευρά της τρεις εθελοντικές δεσμεύσεις, άμεσα συνυφασμένες με μείζονα περιβαλλοντικά θέματα, που έχουν και κοινωνική και οικονομική διάσταση: (α) την διασύνδεση του νησιωτικού συστήματος, η οποία θα μειώσει δραστικά την τοπική ατμοσφαιρική ρύπανση και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, θα μειώσει τις μεταφορές πετρελαίου προς τα νησιά, θα μειώσει το κόστος ηλεκτροπαραγωγής και θα επιτρέψει τη μεγαλύτερη διείσδυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (β) τη μεταφορά τεχνογνωσίας προς τρίτες χώρες αναφορικά με θέματα αντιμετώπισης ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε αστικά κέντρα, στη βάση του παραδείγματος της Αθήνας, και (γ) τη διαμόρφωση σχεδίων έγκαιρης αντιμετώπισης και περιορισμού περιστατικών θαλάσσιας ρύπανσης από πετρελαιοκηλίδες, με βασικό κριτήριο την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.