FAO: «Οι οικονομικές αναταραχές θα συνεχίσουν να υπονομεύουν την αγροδιατροφή των χωρών»

Ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας είναι ευάλωτος σε εγχώριες οικονομικές κρίσεις, σύμφωνα με την «Παγκόσμια Κατάσταση της Διατροφής και της Γεωργίας»

Οι χώρες πρέπει να καταστήσουν τα συστήματα αγροδιατροφής τους πιο ανθεκτικά σε απρόσμενες αναταραχές, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με την «Παγκόσμια Κατάσταση της Διατροφής και της Γεωργίας» για το 2021 που δημοσιεύθηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO). Όπως αναφέρει η έκθεση, η οποία αξιολογεί την ανθεκτικότητα των χωρών, «χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, οι απρόβλεπτες κρίσεις θα συνεχίσουν να υπονομεύουν τα συστήματα αγροδιατροφής».

Η πανδημία COVID-19 θεωρείται ότι διαδραμάτισε καθοριστική σημασία, όσον αφορά τις τελευταίες πιο δυσοίωνες εκτιμήσεις για την παγκόσμια πείνα. Η φετινή έκθεση του FAO, με τίτλο «Κάνοντας τα συστήματα αγροδιατροφής πιο ανθεκτικά στα σοκ και τις καταστάσεις στρες», αξιολογεί την ικανότητα των εθνικών συστημάτων αγροδιατροφής να ανταποκρίνονται ή να ανακάμπτουν εύκολα από τέτοιες καταστάσεις, ενώ προσφέρει καθοδήγηση στις κυβερνήσεις για το πώς μπορούν να βελτιώσουν την ανθεκτικότητά τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο FAO εκπόνησε δείκτες ανθεκτικότητας των συστημάτων αγροδιατροφής σε περισσότερες από 100 χώρες. Αναλύοντας παράγοντες, όπως τα δίκτυα μεταφορών, οι εμπορικές ροές και η διαθεσιμότητα υγιεινής και ποικίλης διατροφής, οι δείκτες μετρούν την ευρωστία της πρωτογενούς παραγωγής και τη διαθεσιμότητα των τροφίμων, καθώς και τη φυσική και οικονομική πρόσβαση στα τρόφιμα.

Όπως διαπιστώθηκε, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν γενικά πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις, ωστόσο τα ευρήματα δείχνουν ότι ούτε οι χώρες μεσαίου εισοδήματος αποφεύγουν τον κίνδυνο. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, το 60% της εξαγωγικής αξίας της χώρας προέρχεται από μόνο έναν εμπορικό εταίρο.

Κάτι τέτοιο αφήνει στη χώρα της Λατινικής Αμερικής μικρότερο περιθώριο εναλλακτικών επιλογών σε περίπτωση που κάποια κρίση χτυπήσει μια κομβική χώρα εταίρο. Σε άλλες περιπτώσεις, το μέγεθος της εγχώριας ζήτησης μπορεί εν μέρει να καθορίσει τη σημασία των εξαγωγών. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η χαμηλή ποικιλομορφία των εξαγωγών και των εμπορικών εταίρων μπορεί να αποδοθεί στη μεγάλη γεωργική της βάση και την εγχώρια ζήτηση. Αυτό, ωστόσο, καθιστά την αγροδιατροφή ευάλωτη σε εγχώριες οικονομικές κρίσεις.

Ακόμη και χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, κινδυνεύουν από ξαφνικά σοκ λόγω των μεγάλων αποστάσεων που μεσολαβούν ανάμεσα στη διανομή των τροφίμων. Για σχεδόν τις μισές χώρες που ανέλυσαν οι ειδικοί του FAO, το κλείσιμο κρίσιμων δικτύων μεταφορών θα αύξανε τον χρόνο τοπικής μεταφοράς κατά 20% ή περισσότερο, ανεβάζοντας έτσι το κόστος και τις τιμές των τροφίμων για τους καταναλωτές.

Τέλος, κάποιες μικρές χώρες, όπως η Λετονία ή η Σλοβενία, παρά το γεγονός ότι έχουν μικρό αγροτικό τομέα, παρουσιάζουν σχεδόν εξίσου υψηλή ευελιξία πρωτογενούς παραγωγής όσο εκείνες με πολύ ευρύτερη αγροτική βάση, όπως ο Καναδάς ή η Γαλλία, ακόμη και στην ποικιλομορφία των εξαγωγών. Κι αυτό διότι οι δείκτες του FAO δεν λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος, αλλά την απορροφητική ικανότητα του πρωτογενούς τομέα μέσω της ποικιλομορφίας της εγχώριας παραγωγής και του μάρκετινγκ.

Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, ο FAO συνιστά στις κυβερνήσεις να καταστήσουν την ανθεκτικότητα στα συστήματα αγροδιατροφής τους ως στρατηγικό μέρος της ανταπόκρισής τους στις τρέχουσες και μελλοντικές τους προκλήσεις.