Φέτα από Ελλάδα και από γειτονικές χώρες εισάγει η Ολλανδία

ΕΦΕΤ: Η φέτα ως εθνικός διατροφικός θησαυρός   

Παρά τη μεγάλη της εγχώρια παραγωγή, η Ολλανδία αποτελεί προορισμό για πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα άλλων χωρών, ιδιαίτερα τυριά, κατηγορία στην οποία με περίπου 1,2 δισ. ευρώ αποτελεί τον έκτο μεγαλύτερο εισαγωγικό προορισμό. Το μερίδιο της Ολλανδίας στο παγκόσμιο εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων ανέρχεται σε σχεδόν 5%, ενώ μόνο στα τυριά (δασμολογική κλάση «0406») το μερίδιό της ανέρχεται σε σχεδόν 13%, αναφέρει στην πρόσφατη έρευνα της ολλανδικής αγοράς γαλακτοκομικών το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στη Χάγη.

Οι ολλανδικές εξαγωγές τυριού και στάρπης, αξίας περίπου 4 δισ. ευρώ, την κατατάσσουν δεύτερη μετά τη Γερμανία στην κατηγορία, ενώ για το 2020 και την Ελλάδα αποτελούσε τον δεύτερο σημαντικότερο προμηθευτή τυριού, με μερίδιο αγοράς της τάξεως του 27%, κι εμείς τον ένατο σημαντικότερο πελάτη των τυριών της.

Δέκατος σημαντικότερος προορισμός για την ελληνική τυροκομία

Παρότι το εμπόριο στην κατηγορία των γαλακτοκομικών μεταξύ των δύο χωρών εμφανίζεται ιδιαίτερα αρνητικό σε βάρος της Ελλάδας, -115,7 εκατ. ευρώ περίπου, και λιγότερο αλλά επίσης αρνητικό μόνο σε ό,τι αφορά το τυρί (-74,8 εκατ. ευρώ), οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν κατά 20% σε αξία προς τη συγκεκριμένη αγορά, φτάνοντας τα 16,2 εκατ. ευρώ στην ευρύτερη κατηγορία και τα σχεδόν 12 εκατ. ευρώ μόνο στην κατηγορία των τυριών (+27,5%) το 2020.

Το 75%-80% των ολλανδικών εισαγωγών τυριών από την Ελλάδα αποτελεί η φέτα (1.587 τόνοι από 2.122), ενώ, πέραν αυτής, από τη χώρα μας εισάγει κεφαλοτύρι, ακόμη και gouda, κεφαλογραβιέρα και κασέρι, αποτελώντας τον δέκατο σημαντικότερο προορισμό για τα προϊόντα της ελληνικής τυροκομίας την ίδια χρονιά.

Χάνει μερίδιο η Ελλάδα από τις επανεξαγωγές φέτας σε χαμηλότερες τιμές

Εγχώρια καταναλώνεται περίπου το 1/5 των εισαγωγών φέτας και το υπόλοιπο επανεξάγεται, σχεδόν στο σύνολό του προς Γερμανία. Παράλληλα, σημαντικές ποσότητες φέτας εισάγει και από τις γειτονικές Γερμανία, Βέλγιο και Δανία, με τιμές, μάλιστα, χαμηλότερες από εκείνες των απευθείας εξαγόμενων από Ελλάδα στη συγκεκριμένη αγορά, κάτι που ίσως εξηγεί τη μείωση του μεριδίου των τελευταίων.

Ενδεικτικά, το 2020, η τιμή ανά κιλό εισαγόμενης από την Ελλάδα φέτας, βάσει των στοιχείων της Ολλανδικής Στατιστικής Υπηρεσίας (CBS), ανέρχονταν σε 5,92 ευρώ, έναντι των 5,03 ευρώ στην περίπτωση προέλευσης από χώρες επανεξαγωγής. Ως αποτέλεσμα, οι προερχόμενες από Ελλάδα ποσότητες κατέχουν ένα μερίδιο 44,7%, μικρότερο από το 61,7% που κατείχαν το 2017 και η αξία τους, αντιστοίχως, ανέρχεται σε 48,8%, από 68,4% επί του συνόλου τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

Μεταξύ 1,3% και 3,7% τα ελληνικά μερίδια στο γιαούρτι

Ως δεύτερο σημαντικότερο εισαγόμενο από την Ελλάδα γαλακτοκομικό προϊόν εμφανίζεται το γιαούρτι, όπου τα μερίδια της χώρας μας κυμαίνονται μεταξύ 1,3% και 3,7% τα τελευταία χρόνια.

Μετά το 2016 και το ρεκόρ εισαγωγών στην Ολλανδία (2.342 τόνοι), οι ελληνικές επιδόσεις διαγράφουν φθίνουσα πορεία, φτάνοντας στην 11η θέση προμηθευτών της ολλανδικής αγοράς σε όρους αξίας, από την 5η θέση που κατείχε εκείνη τη χρονιά. Το 75% των ολλανδικών εισαγωγών γιαουρτιού προέρχονται από Γερμανία κι ένα 13% από το Βέλγιο, ενώ από τη χώρα μας την τελευταία τριετία εισάγονται κατά μέσο όρο 1.000 τόνοι γιαουρτιού.

Οι κατηγορίες που παρουσιάζουν προοπτικές

Περαιτέρω αύξηση της ζήτησης στην περίπτωση της φέτας είναι κάτι που μπορεί να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο και της στροφής σε μια πιο υγιεινή διατροφή των Ολλανδών, ενώ πολύ έδαφος έχουν ακόμη να κερδίσουν τα ελληνικά τυριά. Οι εδραιωμένες στα ολλανδικά σούπερ μάρκετ επωνυμίες φέτας Δωδώνη και Σαλάκης αφήνουν λίγο χώρο για άλλες σε αυτό το στάδιο, αναφέρει η έρευνα, βλέποντας χώρο για νεοεισερχόμενους στις λοιπές κατηγορίες ελληνικών τυριών που δεν είναι διαθέσιμες στις ολλανδικές αλυσίδες.

Εκείνο, όμως, που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι Έλληνες παραγωγοί και επιχειρηματίες κατά την ανάπτυξη μίας κατάλληλης στρατηγικής είναι οι μεγάλες ποσότητες και η συνέπεια στους χρόνους παράδοσης που απαιτούν τα ολλανδικά σούπερ μάρκετ για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Από την άλλη, η υψηλή ποιότητα των ελληνικών γαλακτοκομικών και ο βαθμός που είναι προσιτά στην τιμή μπορεί να τους δώσει έναν σημαντικότερο ρόλο στην αγορά ντελικατέσσεν και πρίμιουμ, όπως και στα εξειδικευμένα καταστήματα στην περίπτωση των βιολογικών, όπου οι πελάτες έχουν μεγαλύτερη προθυμία να πληρώσουν την ποιότητα.

Συνολικά, πάντως στην κατηγορία των τροφίμων, οι ολλανδικές εισαγωγές από τη χώρα μας αυξάνονται, με την αξία τους να είναι σχεδόν διπλάσια έναντι εκείνης προ δεκαπενταετίας. Ειδικότερα, για το 2020 τα ελληνικά τρόφιμα σημείωσαν ρεκόρ εξαγωγών προς τη συγκεκριμένη αγορά στα 160 εκατ. ευρώ και τα γαλακτοκομικά στα περίπου 17 εκατ., αυξημένα κατά 183% από το 2012.