Fi-compass: Από 4,5 δισ. έως 14,3 δισ. ευρώ το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής αγροδιατροφής

Τα μεγάλα κενά που αντιμετωπίζει η δανειοδότηση του αγροδιατροφικού τομέα καταγράφονται για ακόμη μία φορά με ιδιαίτερα έγκυρο τρόπο. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι το χρηματοδοτικό κενό που καταγράφεται στην Ελλάδα εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 4,5 δισ. και 14,3 δισ. ευρώ.

Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στην έκθεση που δημοσίευσε χθες η πλατφόρμα fi-compass, στο πλαίσιο της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Σύμφωνα με την έκθεση, τόσο οι παραγωγοί όσο και οι επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες, αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση που παρέχεται από τις τράπεζες λόγω δυσμενών όρων και προϋποθέσεων (π.χ. επιτόκιο, απαιτήσεις εγγυήσεων κ.ά.). Πολλές επιχειρήσεις, καθώς και νέοι και νεοεισερχόμενοι αγρότες, πρέπει να βασίζονται σε άτυπες χρηματοοικονομικές πηγές (π.χ. οικογένεια ή φίλους), με αποτέλεσμα η ελληνική αγροδιατροφή να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιδοτήσεις, περισσότερο μάλιστα από οποιονδήποτε άλλον τομέα της οικονομίας.

Πρωτογενής τομέας

Αυτό το χρηματοδοτικό κενό έχει αποτιμηθεί με βάση μια διττή πραγματικότητα:

Πρώτον, βάσει της εκτιμώμενης αξίας των αιτήσεων για δάνειο που υποβλήθηκαν και τελικά απορρίφθηκαν από τις τράπεζες. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, υπολογίζεται ότι σχεδόν το 50% των αιτήσεων για βραχυπρόθεσμο, αλλά και μακροπρόθεσμο δανεισμό, που αφορούν τον πρωτογενή τομέα, απορρίπτεται.

Δεύτερον, βάσει της εκτιμώμενης αξία των αιτήσεων δανεισμού που δεν υποβάλλονται από αγρότες, καθώς οι τελευταίοι στην πλειονότητά τους φοβούνται ότι θα απορριφθούν. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, το ποσοστό των Ελλήνων αγροτών που αποθαρρύνεται είναι πολύ υψηλό, με το 50% να μην μπαίνει καν στη διαδικασία να καταθέσει αίτημα δανεισμού. Οι ερευνητές αποδίδουν αυτή την υψηλή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα τάση στις αναταραχές που προκάλεσε η οικονομική κρίση τα προηγούμενα χρόνια, επηρεάζοντας ωστόσο ακόμη και σήμερα την πρόσβαση των παραγωγών σε πηγές χρηματοδότησης.

Ανάγκες χρηματοδότησης

Οι Έλληνες παραγωγοί δηλώνουν πως έχουν ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης προκειμένου να καλύψουν το κόστος προετοιμασίας και καλλιέργειας, να προμηθευτούν ζωοτροφές, να πληρώσουν το ενοίκιο κ.λπ. Τα τελευταία δύο χρόνια, μάλιστα, οι τιμές των εισροών αυξήθηκαν και οι αγρότες χρειάστηκε να στηριχθούν σε διάφορες πηγές, ώστε να εξασφαλίσουν κεφάλαιο κίνησης για να καλύψουν αυτό το κόστος. Επιπλέον, δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι παραγωγοί που ζητούν χρηματοδότηση για να προχωρήσουν σε επενδύσεις όσον αφορά, για παράδειγμα, την αγορά νέων μηχανημάτων, εξοπλισμού κ.ά.

Μεταποίηση

Χρηματοδότησης όμως στερείται και ο δευτερογενής τομέας, δηλαδή οι μεταποιητικές μονάδες της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών. Σύμφωνα με την έρευνα, το χρηματοδοτικό κενό μόνο σε αυτό το κομμάτι εκτιμάται σε 1,8 δισ. ευρώ, με μεγάλες «χαμένες» τις μικρές επιχειρήσεις, ειδικά εάν και όταν πρόκειται να αιτηθούν μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

Γιατί ζητούν οι ελληνικές αγροδιατροφικές επιχειρήσεις χρηματοδότηση;

 Για την αγορά εξοπλισμού, οχημάτων μεταφοράς, μηχανημάτων κ.ά. Πρόκειται για ανάγκες που είναι ιδιαίτερα υψηλές στον τομέα της κονσερβοποίησης, της μεταποίησης χοιρινού κρέατος, οπωροκηπευτικών κ.λπ.

✱ Για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε κεφάλαιο κίνησης, ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό.

 Για να αναπτύξουν νέα προϊόντα (π.χ. ΠΟΠ), ή να επενδύσουν σε βελτιωμένες συσκευασίες κυρίως στους τομείς των γαλακτοκομικών, του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών, του μελιού.

«Δεν ρισκάρουμε», λένε οι τράπεζες

Από την πλευρά τους, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι ο βασικός λόγος που απορρίπτουν τις αιτήσεις δανεισμού των αγροτών είναι ότι δεν επαρκούν οι εξασφαλίσεις που λαμβάνουν. Βέβαια, ο κλάδος χαρακτηρίζεται ούτως ή άλλως από υψηλές απαιτήσεις ασφάλειας, πόσω μάλλον στον αγροδιατροφικό τομέα, όπου, σύμφωνα με την έκθεση, το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό, οπότε και οι τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν πιο συντηρητικά και να εφαρμόζουν αυστηρά κριτήρια στην επιλογή των πελατών τους. Παράλληλα, οι τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν, όπως λένε, περιορισμένη ρευστότητα, και επομένως δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν όλες τις αιτήσεις
που υποβάλλονται.

Η ΚΑΠ σε ρόλο «εγγυητή»

Αναμφισβήτητα καθοριστική στη χρηματοδότηση του αγροδιατροφικού τομέα είναι η ΚΑΠ μέσω των Πυλώνων της. Μάλιστα, στην έκθεση αναφέρεται και ο ρόλος των άμεσων ενισχύσεων ή των επιχορηγήσεων μέσω του ΕΓΤΑΑ ως «εγγυητή» για την παροχή διευκολύνσεων από τις τράπεζες.

Η προσφορά χρηματοδότησης στον γεωργικό τομέα παρέχεται κυρίως από μία τράπεζα, με εκτιμώμενο μερίδιο στην αγορά που ανέρχεται στο 85%. Δάνεια για κεφάλαιο κίνησης, όμως, μπορούν να χορηγούν στα μέλη τους οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, ενώ γίνεται αναφορά στη συμβολαιακή παραγωγή.

Η έκθεση δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο νέο χρηματοδοτικό εργαλείο που θα εφαρμοστεί στην Ελλάδα μέσω του ΕΓΤΑΑ, σημειώνοντας όμως ότι θα είναι τελικά έτοιμο στα τέλη του 2020. Παρά τη σπουδαιότητά του, το χρηματοδοτικό κενό που υπάρχει είναι τόσο μεγάλο που δεν θα καταφέρει να φέρει μια προσδοκώμενη «κανονικότητα». Επομένως, επισημαίνουν οι μελετητές, το εν λόγω μέτρο πρέπει να αξιολογηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων κατά τη νέα προγραμματική περίοδο. Αξίζει να σημειωθεί πως η έκθεση αναφέρει ότι το εργαλείο μικροχρηματοδότησης για δάνεια έως 25.000 ευρώ σε γεωργικές επιχειρήσεις πρέπει και αυτό να επανεξεταστεί.