Α. Διαμαντίδης: «Όλο και πιο πολύ φόρο θυµίζει πλέον το τέλος στους σπόρους»

Μ ικρό καλάθι σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης στο πάγιο αίτημα των επιχειρήσεων πολλαπλασιαστικού υλικού για μείωση του ανταποδοτικού τέλους κρατάει ο ΣΕΠΥ, όπως αναφέρει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ» ο νέος γενικός διευθυντής του Συνδέσμου, Αλέξανδρος Διαμαντίδης. Ο ίδιος τονίζει, επίσης, ότι η χρήση πιστοποιημένου σπόρου, ανεξάρτητα από το αν συνδέεται με ενισχύσεις όπως η συνδεδεμένη, είναι επωφελής οικονομικά για τους αγρότες.

-Ποιοι είναι οι στόχοι του συνδέσμου το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα;

Ο βασικός μας στόχος είναι η ευρύτερη συνεργασία με τους άλλους δύο Συνδέσμους των εισροών, δηλαδή των φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΣΥΦ) και των λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), χωρίς βέβαια να αποκλείεται και αυτός των γεωργικών μηχανημάτων (ΣΕΑΜ), με τον οποίο βρισκόμαστε επίσης σε επικοινωνία. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας έχει ανατεθεί από κοινού στο ΙΟΒΕ η πραγματοποίηση μελέτης για τη συμμετοχή των εισροών στο κόστος παραγωγής των γεωργικών προϊόντων στη χώρα μας.

Μετά την αλλαγή της επωνυμίας του Συνδέσμου, στόχο μας αποτελεί επίσης και η προσέλκυση μελών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και στην εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού δενδρωδών και αμπέλου. Τα πρώτα μηνύματα το 2018 ήταν ιδιαίτερα θετικά και ευελπιστούμε ότι θα συνεχίσουμε έτσι και το 2019. 

– Σε ποια προϊόντα εντοπίζονται τα περισσότερα προβλήματα πολλαπλασιαστικού υλικού;

Η παράνομη εμπορία των σπόρων, κυρίως σιτηρών και ψυχανθών, είναι κάτι που μας απασχολεί πολύ έντονα. Για τα σανοδοτικά ψυχανθή είχαμε εισηγηθεί την υποχρεωτική χρήση του πιστοποιημένου σπόρου στο πλαίσιο της συνδεδεμένης ενίσχυσης, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε από την πολιτεία. Σαν να μην έφτανε αυτό, η υπουργική απόφαση που προέβλεπε την υποχρεωτική χρήση 16 κιλών ανά στρέμμα στο σκληρό σιτάρι τροποποιήθηκε εντελώς απροειδοποίητα, μειώνοντας τη χρήση του πιστοποιημένου σπόρου στα 12 κιλά ανά στρέμμα. Έτσι, δόθηκε ένα εντελώς λάθος μήνυμα προς τους παραγωγούς σχετικά με τη σπουδαιότητα της χρήσης πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού.

Η δική μας πάγια θέση είναι ότι η χρήση του πιστοποιημένου σπόρου είναι οικονομικά επωφελής για τους αγρότες, ανεξάρτητα από την υποχρεωτική ή μη χρήση του στο πλαίσιο της συνδεδεμένης. Στο πλαίσιο των υπουργικών αποφάσεων για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού από ιδιώτες από άλλα κράτη-μέλη για τις ανάγκες των επιχειρήσεών τους, αλλά και λόγω της διασυνοριακής διακίνησης, έχουν δημιουργηθεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι των υπηρεσιών, ενώ στη δεύτερη να ισχύσουν και για τις ξένες εταιρείες οι ίδιες υποχρεώσεις που έχουν οι ελληνικές.

– Ποια είναι η εικόνα στο αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό;

Στα δενδρώδη και στο αμπέλι, ιδιαίτερα στις ελληνικές ποικιλίες, υπάρχει μεγάλη υστέρηση στην παραγωγή πιστοποιημένου υλικού, η οποία ελπίζουμε να εξαλειφθεί. Σε ό,τι αφορά τα φυτάρια κηπευτικών, οι έλεγχοι των υπηρεσιών θα πρέπει να ενταθούν, ώστε το υλικό να πληροί πάντα όλες τις προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομοθεσία.

-Διαβλέπετε πιθανότητες μείωσης του ανταποδοτικού τέλους που επιβάλλεται στο διακινούμενο πολλαπλασιαστικό υλικό;

Πρόκειται για ένα πάγιο και διαχρονικό αίτημα του ΣΕΠΥ, απόλυτα δίκαιο, θεωρούμε, και τεκμηριωμένο. Η επιχειρηματολογία μας βασίζεται στο ότι τα έσοδα του ειδικού λογαριασμού σποροπαραγωγής είναι σχεδόν τριπλάσια των εξόδων. Έχουμε αποδείξει ότι το 80% και πλέον των εσόδων του προέρχεται από τέλη και παράβολα που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχουν γενικά και αόριστα επιχειρήματα ότι τα στοιχεία μας δεν είναι 100% σωστά. Ο λογαριασμός αυτός, σύμφωνα με στοιχεία του 2014 (αφού δεν έχει δημοσιευτεί νεότερος ισολογισμός), έχει συσσωρεύσει πλέον απόθεμα μεγαλύτερο των 20 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της «ανταπόδοσης» και προσομοιάζει πλέον πιο πολύ με φόρο (κάτι που απαγορεύεται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας της EE).

Οι πληροφορίες που έχουμε είναι ότι θα υπάρξει κάποια μείωση που σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί το αίτημά μας για ισορροπία των εσόδων και των εξόδων. Αναμένουμε την τελική απόφαση, προκειμένου να καθορίσουμε τις περαιτέρω ενέργειές μας.

– Τα χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί γνωρίζετε πώς θα χρησιμοποιηθούν;

Ήδη προωθείται, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς σε ποιο στάδιο βρίσκεται, μια απόφαση για χρηματοδότηση του ΕΛΓΟ-«Δήμητρα» με 1,5 εκατ. ευρώ, για τη δημιουργία νέων ποικιλιών. Να τονίσουμε εδώ ότι το αίτημα για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων νέων ποικιλιών τέθηκε ήδη από το 2017 από τον ΣΕΠΥ, όμως οι όροι χρηματοδότησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε σχέση με τους δημόσιους φορείς και τα πανεπιστήμια ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς, γι’ αυτό και δεν υπήρξε ενδιαφέρον από τις εταιρείες.

Η προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας ποικιλίας απαιτεί χρόνο και χρήμα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, η δημιουργία των νέων ποικιλιών μεταφέρεται για δημοσιονομικούς λόγους από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που –ευτυχώς– έχει ξεκινήσει να γίνεται, έστω κι από λίγες ιδιωτικές εταιρείες, και στη χώρα μας.

«Αναγκαίο κακό, αλλά όχι μονόδρομος η συγκέντρωση»

– Είναι οι κάτοχοι γενετικού υλικού οι νέοι «φεουδάρχες», με την έννοια ότι κρατούν το διατροφικό μέλλον του πλανήτη στα χέρια τους;

Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί στα 10 δισ. το 2050 και οι ανάγκες σε τρόφιμα επίσης, τόσο ποσοτικά κατά 69% όσο και «ποιοτικά», εξαιτίας της αλλαγής των προτύπων διατροφής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια περαιτέρω συγκέντρωση του τομέα που διαχειρίζεται το γενετικό υλικό. Αυτό, παρά τις παρεμβάσεις των αρχών ανταγωνισμού, δημιουργεί καταστάσεις μη απόλυτα ελεγχόμενες σε έναν πολύ σοβαρό και ευαίσθητο τομέα, όπως είναι εκείνος της αυτάρκειας των τροφίμων. Όμως, για τη δημιουργία νέων ποικιλιών που με λιγότερες εισροές θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες που προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να γίνουν σημαντικές επενδύσεις που μόνο μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιήσουν. Πάντα βέβαια, όπως έχει δείξει η ιστορία και στο παρελθόν, υπάρχει το ενδεχόμενο επιστροφής σε μικρότερα και πιο ευέλικτα σχήματα, μια και η καταλληλότητα μιας ποικιλίας πάντα πρέπει να επιβεβαιώνεται και στις τοπικές συνθήκες και απαιτήσεις κάθε αγοράς, όπου ο ρόλος των τοπικών εταιρειών είναι αυξημένος.

Συνέντευξη στην Τάνια Γεωργιοπούλου