Στη γερμανική αγορά μπήκαν τα πρώτα εγχώρια θερμαινόμενα σπαράγγια

sparaggi

Τα πρώτα θερμαινόμενα σπαράγγια που παράγονται στη Γερμανία βρίσκονται ήδη στα ράφια των καταστημάτων της χώρας. Η οικογενειακή εταιρεία Janβen καλλιεργεί περισσότερα από 400 στρέμματα με λευκό και πράσινο σπαράγγι και ένα μέρος από αυτά συγκομίζεται έξι εβδομάδες πριν από την κανονική συγκομιδή της εγχώριας καλλιέργειας, που ξεκινάει περί τα μέσα Απριλίου.

Όπως δήλωσε στη διεθνή ιστοσελίδα Freshplaza ο Herpert Janβen, εκ των ιδιοκτητών της καλλιέργειας, «δεν είμαστε η μόνη εταιρεία στη Γερμανία που καλλιεργεί θερμαινόμενα χωράφια, αλλά έχουμε ήδη δεκαετή εμπειρία πάνω σε αυτό». Με τις ανοιξιάτικες καιρικές συνθήκες των τελευταίων εβδομάδων, ο ίδιος επισημαίνει ότι «ακόμη κι εμείς, είμαστε νωρίτερα μια εβδομάδα απ’ ό,τι συνήθως και τα πράσινα σπαράγγια ήδη συγκομίζονται και θα είναι στην αγορά την επόμενη εβδομάδα». Οι προσδοκίες για τη φετινή σεζόν είναι ανάμεικτες, μετά από μια φτωχή περσινή χρονιά για τα κηπευτικά: «η αγορά ήταν υπερκορεσμένη και σε αυτό προστέθηκε και ο ζεστός καιρός.

Έτσι, φέτος σε πολλές καλλιέργειες μείωσαν τα στρέμματα και κάποιοι εγκατέλειψαν εντελώς τα σπαράγγια. Αυτό σημαίνει ότι ανυπομονούμε να δούμε τι θα φέρει η νέα σεζόν», σημείωσε, συμπληρώνοντας ότι ελπίζει σε μικρότερες ποσότητες στην αγορά και σε κάπως μεταβλητές καιρικές συνθήκες. Σε ό,τι αφορά τα εισαγόμενα σπαράγγια, ο Γερμανός παραγωγός δεν βλέπει ανταγωνισμό: «Ερχόμαστε τόσο νωρίς με τα γερμανικά σπαράγγια μας, με αποτέλεσμα τα προϊόντα από την Ελλάδα ή την Ολλανδία να έχουν μικρές πωλήσεις. Οι καταναλωτές προτιμούν την παραγωγή της χώρας τους και τα τοπικά προϊόντα», εκτιμά. Προκειμένου, μάλιστα να διαφοροποιηθεί, η οικογένεια εστιάζει στα πράσινα σπαράγγια, καθώς ήδη βλέπει ζήτηση από τους πελάτες της. Ωστόσο, η πρώιμη καλλιέργεια του πράσινου σπαραγγιού ήταν πιο περίπλοκη, καθώς, παρά τη θέρμανση, όλη η παραγωγή θα μπορούσε να καταστραφεί από τον παγετό.

Στη χονδρική, τα σπαράγγια από την περιοχή Waldfeucht κοντά στο Aachen πιάνουν τα 8-12 ευρώ το κιλό, ανάλογα με την ποιότητα και την ποικιλία.