«Η πανδημία του κορωνοϊού καθιστά πολύ εύκολο να παραγκωνιστούν μακροχρόνια, περίπλοκα και άβολα ζητήματα για την ΕΕ», γράφει σε άρθρο του στη Euractiv ο Γκίντερ Φερχόιγκεν, πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Ένα από αυτά είναι η εύθραυστη πολιτική και οικονομική κατάσταση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».

Ο Φερχόιγκεν είχε διατελέσει επίτροπος Διεύρυνσης και ήταν το πρόσωπο-κλειδί στη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της ΕΕ, η οποία το 2004 ενσωμάτωσε την Κύπρο, τη Μάλτα και οκτώ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στη δεκαπενταετία που επακολούθησε, ο ίδιος διακρίνει μια προφανή αναντιστοιχία μεταξύ της κομβικής σημασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την ειρήνη και τη σταθερότητα σε όλο το εύρος της κοινότητας και του ισχνού μεριδίου προσοχής που της έχει δοθεί.

«Ακόμη και χώρες που είναι πλήρως ενταγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αντιμετωπίζονται ως φτωχοί συγγενείς, με ανοχή μεν, αλλά χωρίς να γίνονται πλήρως αποδεκτοί ως ίσοι εταίροι. Από την άλλη, οι περισσότερες από τις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες και η Αλβανία έχουν μόνο μια λεγόμενη ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά για καμία από αυτές δεν υπάρχει ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα ένταξης στο άμεσο μέλλον», εξηγεί ο Φερχόιγκεν.

Το φάσμα των προκλήσεων για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη περιλαμβάνει τη φτώχεια, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, τις εθνοτικές εντάσεις και τις αδύναμες πολιτικές δομές. Σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της Κομισιόν, «μια νέα προσπάθεια σταθεροποίησης υπό την ηγεσία της ΕΕ αποτελεί επείγουσα ανάγκη, αντλώντας διδάγματα από τις δύο τελευταίες δεκαετίες και δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην περιφερειακή συνεργασία και συνδεσιμότητα. Στο σύνολό τους οι εν λόγω χώρες είναι πολύ μικρές, πολύ φτωχές και δεν διαθέτουν τη σύγχρονη υποδομή για να επιτύχουν βιώσιμη οικονομική και κοινωνική πρόοδο από μόνες τους. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να αγνοηθεί από το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ μετά την COVID-19».

Τέλος, ο Φερχόιγκεν προειδοποιεί ότι εφόσον δεν καλυφθεί το πολιτικό κενό στο συγκεκριμένο τμήμα της ηπείρου, αυτό «θα προσελκύσει ενδιαφερόμενα μέρη από κάπου αλλού, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ».