ΘΕΜΑ: Η αγορά σπόρων και οι προοπτικές της

Το 2015, η αξία τους ανήλθε στα 324 εκατομμύρια ευρώ, εμφανίζοντας μία συνολική αύξηση της τάξης του 8% την τελευταία διετία

Η αγορά σπόρων και οι προοπτικές της

Οι σπόροι και το πολλαπλασιαστικό υλικό συμμετέχουν κατά 10% στη διαμόρφωση του μέσου καλλιεργητικού κόστους. Επιπλέον, τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά επιδρούν στον βαθμό ανταγωνιστικότητας ενός προϊόντος. Η Ελλάδα μάλλον δυσκολεύεται να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που διαθέτει στη σποροπαραγωγή και στην ανάπτυξη νέων ποικιλιών. Υπάρχουν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις.

Δεν υπάρχει άλλο είδος εισροής στη γεωργία, που να έχει –κατά καιρούς– επηρεάσει τόσο καταλυτικά την αγροτική παραγωγικότητα, όσο οι σπόροι. Η Πράσινη Επανάσταση, για παράδειγμα, που άλλαξε την παγκόσμια γεωργία, στηρίχθηκε στα επιστημονικά άλματα προόδου στον τομέα της βελτίωσης των αποδόσεων των σπόρων.

Είναι αυτός ο κύριος λόγος, που, μέχρι πρόσφατα, η έρευνα και η διάθεση σπόρων ήταν σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο του Δημοσίου και των υπηρεσιών του κράτους. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες έγιναν την περίοδο του μεσοπολέμου, με τη σύσταση Σταθμών και Ινστιτούτων. Μέσω των δομών αυτών, δημιουργήθηκαν και βελτιώθηκαν εγχώριες ή εισαγόμενες ποικιλίες. Καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή και διάθεση σπόρων έπαιζε το υπουργείο Γεωργίας και οι Οργανισμοί του, καθώς και οι συνεταιρισμοί, με κυρίαρχη την ΚΥΔΕΠ. Αποτέλεσμα αυτών, ήταν η σταδιακή υπερκάλυψη των αναγκών των βασικών φυτών μεγάλης καλλιέργειας με σπόρους που είχαν παραχθεί στην Ελλάδα, με μοναδική εξαίρεση σημαντικό μέρος των υβριδίων αραβοσίτου.

Με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ, ο τομέας απελευθερώθηκε ή –κατ’ άλλους– απορρυθμίστηκε, και το κράτος περιορίσθηκε στον ελεγκτικό και ερευνητικό του ρόλο. Η συνεταιριστική ΚΥΔΕΠ απέτυχε στον νέο της ρόλο και, σε αντίθεση με ό, τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εκκαθαρίστηκε. Η ΚΕΣΠΥ, που ανέλαβε την παραγωγή και διάθεση σπόρων από ποικιλίες του ΕΘΙΑΓΕ, περιθωριοποιήθηκε οικονομικά, εμπορικά και λειτουργικά.

Το ΕΘΙΑΓΕ, με το δίκτυο των Σταθμών και Ινστιτούτων του, αρχικά ανέπτυξε ιδιαίτερα επιτυχημένες ποικιλίες σε προϊόντα όπως το καλαμπόκι, ο βίκος, η μηδική. Ωστόσο, η σταδιακή υποχρηματοδότησή του, αλλά και ο τρόπος που διοικήθηκε, οδήγησαν στην ερευνητική και παραγωγική απαξίωσή του.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι στον κλάδο δραστηριοποιούνται, πλέον, σχεδόν αποκλειστικά, αμιγώς ιδιωτικές επιχειρήσεις, που είναι θυγατρικές ή υποκαταστήματα πολυεθνικών εταιρειών, επιχειρήσεις-αντιπρόσωποι ξένων εταιρειών και επιχειρήσεις που παράγουν και διακινούν ξένες ή ελληνικές ποικιλίες.

Αντιφατικά τα στοιχεία στην Ελλάδα

Η συμμετοχή των σπόρων και του πολλαπλασιαστικού υλικού ευρύτερα στη διαμόρφωση του κόστους της φυτικής παραγωγής, είναι η δεύτερη πιο σημαντική εισροή μετά την ενέργεια. Το 2015, η αξία τους ανήλθε στα 324 εκατομμύρια ευρώ, εμφανίζοντας μία συνολική αύξηση της τάξης του 8% την τελευταία διετία. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 9,9% των εισροών που απευθύνονται στην φυτική παραγωγή, εξαιρώντας, δηλαδή, τις ζωοτροφές και τις κτηνιατρικές δαπάνες.

agora-sporoi-prooptikes

Ωστόσο, τα στοιχεία, που συχνά δίνονται για τα μεγέθη της αγοράς αποκλειστικά των σπόρων, είναι αντιφατικά. Η Ένωση Ελλήνων Παραγωγών και Εμπόρων Σπόρων (ΕΕΠΕΣ), υπολογίζει το μέγεθος της αγοράς σπόρων στην Ελλάδα στα 180 εκατομμύρια ευρώ. Το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, σε πρόσφατη έκθεσή του, υπολογίζει το μέγεθος αυτό στα 180 εκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 67,3 εκατομμύρια ή ποσοστό 37,3% αφορούν κηπευτικά και πατάτες, και τα υπόλοιπα αφορούν ετήσιες καλλιέργειες, κυρίως σιτάρια, κριθάρι (21,5%), καλαμπόκι (13,8%), κτηνοτροφικά φυτά (11,2%), βαμβάκι (10,9%) κ.λπ., με το 35% των παραπάνω να αφορούν εισαγωγές (1).

Μια πιο εμπεριστατωμένη εικόνα δίνει μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα και έγινε για λογαριασμό του Προγράμματος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, για την ένταξη των νέων στον αγροτικό τομέα (2). Πιο συγκεκριμένα, στον τομέα των καλλωπιστικών φυτών και λουλουδιών, η μελέτη παρουσιάζει στοιχεία μεγάλης εξάρτησης από εισαγωγές σπόρων, σε ποσοστά 90% και πάνω, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται η αξία της αγοράς. Σε ό, τι αφορά τα κηπευτικά, πολλοί παραγωγοί χρησιμοποιούν μη πιστοποιημένους σπόρους, που δεν είναι εγγεγραμμένοι στους επίσημους καταλόγους και δεν μπορεί να υπολογισθεί η αξία τους. Ως παραδείγματα, αναφέρονται κάποιες ποικιλίες από φρέσκα φασολάκια (τσαουλιά,  μπαρμπούνια), ξερά κρεμμύδια (βατικιώτικο), μελιτζάνες (τσακώνικες), ντοματάκι Σαντορίνης κλπ. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των σπόρων εισάγεται.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις μεγάλες καλλιέργειες, τα στοιχεία χαρακτηρίζονται και από ασάφειες. Οι υπάρχουσες 120 παραγωγικές εταιρείες, 65 για την παραγωγή σπόρων σιτηρών, 15 βαμβακιού και 40 για κτηνοτροφικά φυτά και όσπρια, εμφανίζονται να έχουν εξαιρετικά μικρή παραγωγή, δεδομένου ότι η μελέτη ισχυρίζεται ότι οι εισαγωγές υπερβαίνουν τα 200 εκατομμύρια ευρώ.

Η επεξεργασία των στοιχείων του ΥΠΑΑΤ

Με βάση τα πρωτογενή στοιχεία της αρμόδιας διεύθυνσης Φυτογενετικών Πόρων και Πολλαπλασιαστικού Υλικού, που εξασφάλισε η «ΥΧ», η εικόνα της αγοράς πιστοποιημένων σπόρων την περίοδο 2010-2015, εξελίσσεται ως εξής: Κατ’ αρχάς, το μεγάλο μέρος των πιστοποιημένων σπόρων οπωροκηπευτικών, πράγματι, εισάγεται. Λόγω της μεγάλης σημασίας του κλάδου αυτού και της επίπτωσης που έχει ο σπόρος στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, η «ΥΧ» θα παρουσιάσει αναλυτικά την υφιστάμενη κατάσταση σε μελλοντικό της φύλλο.

Σε ό,τι αφορά τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας, η εικόνα, όπως αυτή παρουσιάζεται στο σχετικό πίνακα, έχει ως εξής: Υπάρχει μία κατηγορία προϊόντων, όπου το μεγάλο μέρος του πιστοποιημένου σπόρου, που χρησιμοποιείται σε ποσοστά άνω του 90%, παράγεται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα εάν οι ποικιλίες έχουν δημιουργηθεί στο εξωτερικό, όπως συχνά συμβαίνει. Τα προϊόντα αυτά είναι το σκληρό σιτάρι, το κριθάρι, η βρώμη, ο βίκος, τα ζαχαρότευτλα, ο καπνός, η φακή, το ρεβίθι και το κτηνοτροφικό κουκί.

Στο άλλο άκρο, υπάρχουν είδη, κάποια, μάλιστα, μεγάλης σημασίας, οι σπόροι των οποίων εισάγονται σχεδόν στο σύνολό τους. Αυτά είναι τα υβρίδια καλαμποκιού, ο ηλίανθος, η σόγια, τα πιστοποιημένα τριφύλλια, το σόργο, τα υβρίδια ελαιοκράμβης, αλλά και ο πατατόσπορος. Στο ενδιάμεσο, υπάρχουν είδη, σε κάποια εκ των οποίων, στο πρόσφατο παρελθόν, η Ελλάδα διέθετε υψηλούς βαθμούς αυτάρκειας, όπως η μηδική και το ρύζι. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το βαμβάκι, όπου ο πλήρης έλεγχος, που ασκούσε ο Οργανισμός Βάμβακος, αντικαταστάθηκε τη δεκαετία του ‘80 από την ανεξέλεγκτη εισαγωγή σπόρων από κάθε μέρος του πλανήτη. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό περιορίζεται την τελευταία περίοδο, ενώ υπάρχουν επιχειρήσεις με σημαντικό εξαγωγικό προσανατολισμό και ερευνητικό έργο για τη δημιουργία νέων ποικιλιών.

Τέλος, αξίζει να τονισθεί ότι 2.370 αγροτικές εκμεταλλεύσεις, με βάση στοιχεία του 2013, ασχολούνται με τη σποροπαραγωγή, αριθμός που –κάτω από προϋποθέσεις– θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερος.

Μερικές τελικές παρατηρήσεις

Η αγορά σπόρων απασχολεί την κοινή γνώμη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλος είδος αγροτικής εισροής για δύο λόγους: Αφενός, για τη σημασία των σπόρων στην παραγωγική διαδικασία, όπως αυτή αναφέρθηκε παραπάνω. Αφετέρου, λόγω της χρήσης αμφιλεγόμενων τεχνολογιών, όπως της γενετικής τροποποίησης, αλλά και των επιπτώσεων της συνεχούς συγκέντρωσης των εταιριών του κλάδου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη και τον αγρότη.

Επιπλέον, σημαντικό θέμα της ευρωπαϊκής αγροτικής επικαιρότητας, αποτελεί η αναμενόμενη απόφαση για τις προϋποθέσεις απόκτησης πνευματικών δικαιωμάτων σε ένα σπόρο. Όλα αυτά, αν και θα μας απασχολήσουν στο μέλλον, αναφέρονται για να καταδειχθεί η δυσκολία και το μεγάλο κόστος δημιουργίας μίας νέας ποικιλίας. Επιπλέον, αν συνυπολογιστεί ότι η εμπορική ζωή μίας ποικιλίας κυμαίνεται, συνήθως, στα δέκα έτη, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μόνο 2 – 3 ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάποια από τα λειτουργούντα Ινστιτούτα του ΕΘΙΑΓΕ, διεξάγουν ερευνητικό έργο.

Για τους λόγους αυτούς, πολλοί είναι εκείνοι που προκρίνουν την εξειδίκευση της Ελλάδας σε είδη ήσσονος σημασίας για τον διεθνή ανταγωνισμό και στα οποία διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, τα όσπρια, τα ψυχανθή, αλλά και κάποια εγχώρια κηπευτικά.

Είναι, εξάλλου, αυτά τα δεδομένα καθώς και ο τρόπος που λειτουργούν οι αγορές εισροών στην Ελλάδα που μετέτρεψαν πολλές επιχειρήσεις σε εισαγωγικές – εμπορικές. Για παράδειγμα, εταιρεία με ηγετική θέση στην αγορά υβριδίων καλαμποκιού χρεώνει στη Βουλγαρία τιμές που κυμαίνονται στο 60% των αντίστοιχων ελληνικών για το ίδιο ακριβώς προϊόν που εισάγει.

Ωστόσο, πολλά μπορούν να γίνουν για την πιστοποιημένη σποροπαραγωγή, ελληνικών και ξένων ποικιλιών, ώστε να καλύπτονται όχι μόνο οι εγχώριες ανάγκες, αλλά και οι εξαγωγές. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν κατά καιρούς σχεδιαστεί πολλά προγράμματα ανάπτυξης. Η βούληση απουσιάζει!

Παραγωγή και εισαγωγές πιστοποιημένου σπόρου φυτών μεγάλης καλλιέργειας και βαθμός αυτάρκειας (%)

Η αγορά σπόρων και οι προοπτικές της

(1) USDA, 2015, Planting Seeds Market in Greece
(2) Γ.Π.Α., Recharging Greek Youth to Revitalize the Agricultural and Food Sector of the Greek Economy, Propagation material for ornamentals, vegetables, crops and trees, ΙΣΝ, 2015.