Ιταλοί Βιομήχανοι Τροφίμων στην “ΥΧ”: Απειλή για ελαιόλαδο και φέτα το Nutriscore

Ο πρόεδρος της Ιταλικής Συνομοσπονδίας Bιομηχανιών Τροφίμων εξηγεί στην «ΥΧ» γιατί το σύστημα σήμανσης που προωθεί η ΕΕ ζημιώνει και την Ελλάδα και αναλύει τα πλεονεκτήματα του Nutrinform Battery που αντιπροτείνει η Ρώμη

των Γιάννη Τσατσάκη, Αντώνη Ανδρονικάκη

Απλουστευτικό και επιστημονικά έωλο χαρακτηρίζει τον μαθηματικό αλγόριθμο πάνω στον οποίο βασίζεται ολόκληρο το σύστημα σήμανσης τροφίμων Nutriscore ο πρόεδρος της Ιταλικής Συνομοσπονδίας Βιομηχανιών Τροφίμων και Ποτών (Federalimentare), Ivano Vacondio, στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ». Με αυτή την αφετηρία, όπως τονίζει ο ίδιος, δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι καταλήγει σε παράλογες, αν όχι και μεροληπτικές αξιολογήσεις για τη διατροφική αξία τροφίμων όπως το ελαιόλαδο ή παραδοσιακών προϊόντων όπως η φέτα, το μανούρι, η παρμεζάνα και το προσούτο. Το έμπειρο στέλεχος αναλύει στην «ΥΧ» τα στοιχεία που, κατά τη γνώμη του, καθιστούν την ιταλική πρόταση, Nutrinform Battery, «καλύτερο υποψήφιο για τη θέση του ενιαίου συστήματος σήμανσης σε επίπεδο ΕΕ», ενώ περιγράφει πώς βίωσε η βιομηχανία τροφίμων της χώρας του την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού.

Η ιταλική κυβέρνηση και η Συνομοσπονδία σας ειδικότερα έχετε εκφράσει σοβαρές αντιρρήσεις για το Nutriscore, το οποίο μοιάζει να κερδίζει έδαφος στην ΕΕ. Πού ακριβώς εντοπίζονται οι ενστάσεις σας και με ποιον τρόπο αδικεί τα παραδοσιακά προϊόντα;

Αρχικά να πω ότι μόλις δύο χώρες στην Ευρώπη έχουν μέχρι στιγμής υιοθετήσει το Nutriscore: Η Γαλλία και το Βέλγιο. Η πλειονότητα δεν έχει αποφασίσει ακόμα και πιστεύουμε ότι όλοι έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τις αξίες και τα πλεονεκτήματα του ιταλικού Nutrinform Βattery η οποία εναντιώνεται στο σκεπτικό πίσω από το Nutriscore. Το γαλλικό σχήμα αξιολογεί ένα τρόφιμο ως υγιεινό ή ανθυγιεινό με βάση έναν απλουστευτικό μαθηματικό υπολογισμό και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μερίδες, τη συχνότητα της κατανάλωσης και τη συμμετοχή του στο καθημερινό διαιτολόγιο. Έτσι, όλα τα παραδοσιακά τρόφιμα που παρασκευάζονται με φυσικές πρώτες ύλες κρίνονται ως ανθυγιεινά. Για παράδειγμα, το ελαιόλαδο, το προσούτο, η παρμεζάνα, όπως επίσης η φέτα, το μανούρι και το χαλούμι.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι το Nutriscore έχει αρκετά ελαττώματα. Θα αναφερθώ σε μερικά μόνο από αυτά:

1) Βασίζεται σε διατροφικά προφίλ. H Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), σε γνώμη που δημοσίευσε το 2020, κάνει λόγο για «εγγενείς επιστημονικούς περιορισμούς» των διατροφικών προφίλ που χρησιμοποιούν για την καθημερινή πρόσληψη τροφίμων/συστατικών τα ίδια σημεία αναφοράς με αυτά που ισχύουν στο σύνολο της διατροφής. Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια σε μεμονωμένα τρόφιμα, διαστρέφεται εντελώς η σημασία τους.

2) Το Nutriscore αξιολογεί ένα προϊόν στη βάση των 100 γραμμαρίων, ανεξάρτητα από τη μερίδα και τη συχνότητα κατανάλωσης. Με αυτόν τον τρόπο, προϊόντα μεγαλύτερου μεγέθους ευνοούνται εις βάρος εκείνων που καταναλώνονται ή συσκευάζονται σε μικρότερες μερίδες, όπως το ελαιόλαδο.

3) Στη λογική του Nutriscore, τα τρόφιμα αξιολογούνται με βάση συγκεκριμένα συστατικά που θεωρούνται αρνητικά (αλάτι, ζάχαρη, κορεσμένα λιπαρά) και θετικά (φρούτα, λαχανικά, φυτικές ίνες, πρωτεΐνες). Η αφετηρία αυτή ήδη φαίνεται προβληματική. Kαταρχάς, το αλάτι, η ζάχαρη και τα κορεσμένα λιπαρά δεν είναι επιβλαβή για ένα υγιές άτομο, εκτός κι αν καταναλώνονται σε υπερβολικές ποσότητες. Πέραν αυτού, η επιλογή των θετικών συστατικών είναι τελείως αυθαίρετη. Γιατί αυτά και όχι κάποια άλλα; Γιατί π.χ. δεν λαμβάνονται υπόψη οι πολυφαινόλες και τα αντιοξειδωτικά στα οποία είναι πλούσιο το ελαιόλαδο ή το ασβέστιο, ο σίδηρος και ο φώσφορος;

Ο συνδυασμός όλων αυτών των αδυναμιών οδηγεί σε διαστρεβλωμένες, αν όχι εντελώς εσφαλμένες, αξιολογήσεις. Ας πάρουμε ένα πρακτικό παράδειγμα: Ο αλγόριθμος του Nutriscore δίνει πολύ χαμηλή βαθμολογία στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι το θεωρούν ελιξίριο μακροζωίας. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, το ελαιόλαδο «σκόραρε» 11 βαθμούς στο σχετικό σύστημα αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να λάβει ένα διόλου κολακευτικό πορτοκαλί «D» στη βαθμολόγηση, την ώρα που το ηλιέλαιο, το κραμβέλαιο και το αμυγδαλέλαιο «σκόραραν» 10, αποσπώντας ένα κίτρινο «C».

O εμφανής αυτός παραλογισμός οδήγησε τους εμπνευστές του Nutriscore σε μια παρέκκλιση: Πλέον ελαιόλαδο, κραμβέλαιο και αμυγδαλέλαιο βαθμολογούνται εξ αρχής με κίτρινο «C», χωρίς καμία άλλη αξιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το να αποδίδεις μια «ανθυγιεινή βαθμολογία», όπως το κίτρινο «C», στο ελαιόλαδο, είναι λάθος. Αυτό συμβαίνει γιατί ο αλγόριθμος του Nutriscore κρίνει το ελαιόλαδο στη βάση των 100 γραμμαρίων και όχι π.χ. της ποσότητας που όντως χρησιμοποιεί κάποιος στο φαγητό του. Ποιος όμως στ’ αλήθεια καταναλώνει 100 γραμμάρια ελαιολάδου κάθε μέρα;

Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, φαίνεται ότι συμμερίζεται τις ανησυχίες σας για το Nutriscore. Υπάρχει υποστήριξη από άλλα κράτη της ΕΕ;

Ο μηχανισμός του Nutriscore δαιμονοποιεί τα οφέλη της μεσογειακής δίαιτας, η οποία παγκοσμίως θεωρείται η πλέον ωφέλιμη και υγιεινή. Είναι μια πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας και της Ιταλίας και είμαστε πολύ ευτυχείς που η Ελλάδα ενστερνίζεται το σχήμα Nutrinform Βattery που προτείναμε και το οποίο έχει τις ρίζες του στις διατροφικές, εκπαιδευτικές και πολιτισμικές αξίες που μας ενώνουν εδώ και αιώνες.

Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άναψε το πράσινο φως στις 28 Ιουλίου, αρκετά ακόμα κράτη-μέλη έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον και την υποστήριξή τους για το σχέδιό μας. Θεωρούμε ότι η το Nutrinform Βattery είναι ένας πολύ καλός υποψήφιος για να καταστεί το νέο, ενιαίο σύστημα σήμανσης τροφίμων σε επίπεδο ΕΕ.

Σε τι ακριβώς διαφέρει το Nutrinform Βattery από το Nutriscore και ποια θα είναι τα επόμενα βήματα ώστε να το κάνετε πιο ευρέως γνωστό;

Το Νutrinform διαφέρει ριζικά από το σύστημα Nutriscore. Παρέχει στους καταναλωτές ξεκάθαρη πληροφόρηση για τις θερμίδες, το αλάτι, τη ζάχαρη και τα λιπαρά που περιέχονται σε κάθε μερίδα του προϊόντος, ενώ απεικονίζει την επίπτωσή του στο καθημερινό διαιτολόγιο μέσω του εικονιδίου της μπαταρίας: Αν καταναλώνεις μια μερίδα του προϊόντος, το ποσοστό των θερμίδων και κάθε θρεπτικού συστατικού που αφομοιώνεται σε σχέση με τη συνιστώμενη καθημερινά ποσότητα, απεικονίζεται με τη «φόρτιση» της αντίστοιχης «μπαταρίας».

Η «φόρτιση» αυτή δεν πρέπει να ξεπερνά το 100%, έχοντας καταναλώσει μερίδες διαφορετικών τροφών στη διάρκεια της ημέρας. Σκοπός του Nutrinform είναι να βοηθήσει τους καταναλωτές να κάνουν ελεύθερες και ενημερωμένες επιλογές τροφίμων, να προωθήσει τη διατροφική παιδεία, καθώς και μια ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή, προστατεύοντας παράλληλα τις ευρωπαϊκές διατροφικές κουλτούρες και τα παραδοσιακά προϊόντα.

Δεν υπάρχουν υγιεινά και ανθυγιεινά τρόφιμα, μόνο υγιεινή και ανθυγιεινή διατροφή. Η Ιταλία σκοπεύει να προωθήσει αυτές τις αξίες στη διάρκεια των επερχόμενων ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων για την επισήμανση των τροφίμων. Περιμέναμε το πράσινο φως της Κομισιόν, προκειμένου να αναλάβουμε πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν την εθελοντική εφαρμογή του Nutrinform Battery στην Ιταλία και παράλληλα να το προωθήσουμε σε συνεργασία με άλλες οργανώσεις του κλάδου στην Ευρώπη. Πιστεύουμε ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν τις αξίες και τα οφέλη της πρότασής μας.

Η Ιταλία ήταν η ευρωπαϊκή χώρα που δέχτηκε το ισχυρότερο ίσως πλήγμα από την πανδημία. Πώς επηρεάστηκε η βιομηχανία τροφίμων και πώς διαφαίνεται η «επόμενη μέρα» στον κλάδο;

H ιταλική βιομηχανία τροφίμων έχει υποστεί σημαντική ζημιά από την υγειονομική κρίση. Υπήρξαν σημαντικές δυσκολίες σε όλο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, τόσο σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό όσο και στις παραδόσεις, σε εγχώριο και ιδίως σε διεθνές επίπεδο. Σαν κλάδος, κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε νέους ελέγχους στα σύνορα και διαδικασίες που αύξησαν τους χρόνους και το κόστος των παραδόσεων.

Σε οργανωτικό επίπεδο, έπρεπε να διαφυλάξουμε την υγεία των εργαζομένων μας, μεριμνώντας για την τήρηση των αποστάσεων, την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, κάνοντας αλλαγές στις βάρδιες. Παρά την κρίση όμως, καταφέραμε να διασφαλίσουμε την επάρκεια και την παροχή τροφίμων καθ’ όλη τη διάρκεια της καραντίνας.

Βέβαια, η πρόβλεψη για την πορεία του κλάδου το 2020 παραμένει αρνητική, καθώς υπήρξαν σημαντικές απώλειες στις εξαγωγές και στο κανάλι του HORECA. Αυτό το διάστημα, η κυβέρνησή μας βρίσκεται σε φάση αξιολόγησης τόσο των επενδυτικών προγραμμάτων που έχουν προταθεί για την «επανεκκίνηση της χώρας», όσο και των πόρων που θα διατεθούν στη βιομηχανία τροφίμων και στους αγρότες. Πιστεύουμε ότι οι αρχές θα δώσουν τη δέουσα προτεραιότητα στον κλάδο μας, αλλά και στους αγρότες.

Πέρα από την υγειονομική κρίση, ποια άλλα προβλήματα αντιμετωπίζει ο κλάδος σας;

Οι ιταλικοί θεσμοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, προκειμένου να προστατεύσουν την αγροδιατροφική βιομηχανία της χώρας όχι μόνο από μεροληπτικά συστήματα σήμανσης, όπως το Nutriscore, αλλά και από φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού, όπως ο λεγόμενος «ιταλικός μιμητισμός». Σήμερα, οι ξένες απομιμήσεις ιταλικών προϊόντων διατροφής συνιστούν μια βιομηχανία, ο τζίρος της οποίας υπολογίζεται σε 90 δισ. ευρώ ετησίως, νούμερο που ισοδυναμεί με τα 2/3 της αξίας των εξαγωγών μας και το οποίο, μάλιστα, έχει αυξητικές τάσεις.

Πρόκειται για ένα σοβαρό και πραγματικά ανησυχητικό πλήγμα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από την προώθηση σωστής και διαφανούς πληροφόρησης στους καταναλωτές για τα προϊόντα που δημιουργούνται και παράγονται στην Ιταλία, σε αντιδιαστολή με τις παραπλανητικές απομιμήσεις, η γεύση και η ποιότητα των οποίων είναι κατά κράτος υποδεέστερη των αυθεντικών.

Στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων του Green Deal, η χώρα σας έχει δηλώσει ότι θα επενδύσει, μεταξύ άλλων, στην ψηφιακή γεωργία, με στόχο σύντομα το 10% των εκτάσεών της να καλλιεργείται με πρακτικές «ευφυούς γεωργίας». Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημασία της στρατηγικής αυτής;

Για την ιταλική βιομηχανία τροφίμων, είναι στρατηγικής σημασίας η συνεργασία με τον αγροτικό τομέα, προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε ως αλυσίδα εφοδιασμού την αξία που προσφέρουμε στους καταναλωτές. Με αυτό το όραμα, υποστηρίζουμε κάθε επένδυση που έχει στο επίκεντρό της τη βελτίωση της αποδοτικότητας των εκμεταλλεύσεων και ιδίως τις τεχνικές ευφυούς γεωργίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και τον θετικό τους αντίκτυπο στο περιβάλλον, καθώς και στην οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα των αλυσίδων εφοδιασμού.