JRC: Ανάγκη για άμεση στροφή των συστημάτων τροφίμων μακριά από την αυστηρή παραγωγική λογική

«Η αγροδιατροφή χρειάζεται περισσότερη έμφαση στην περιβαλλοντική και στην κοινωνική διάσταση της βιωσιμότητας», αναφέρει η έκθεση των ερευνητών της Κομισιόν

Μετατόπιση των προτεραιοτήτων της αγροδιατροφής μακριά από την έμφαση στις οικονομικές πτυχές της βιωσιμότητας ζητούν οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα, σύμφωνα με νέα έκθεση του Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με τους εξειδικευμένους επιστήμονες του κέντρου, απαιτείται επειγόντως η μετάβαση, καθώς οι αλλαγές δεν επιδέχονται άλλη καθυστέρηση.

Η έκθεση, με τίτλο «Οι αρχές για ένα βιώσιμο σύστημα τροφίμων της ΕΕ», φιλοξενεί σκέψεις και απόψεις «μιας περιεκτικής ομάδας 44 συμμετεχόντων από τον ακαδημαϊκό χώρο, τις επιχειρήσεις, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, φορείς της ΕΕ και διεθνείς οργανισμούς, με εις βάθος γνώση και τεχνογνωσία που καλύπτουν τις περισσότερες πτυχές του συστήματος τροφίμων. Συμπεριλαμβάνει φορείς σε κρατικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ, αγροτικές οργανώσεις και ερευνητές.

Επισιτιστική ασφάλεια

Το JRC τονίζει τη σημασία των «μη χρηματοοικονομικών διαστάσεων του συστήματος τροφίμων της ΕΕ», όπως τις αποκαλεί, σημειώνοντας ότι, επί του παρόντος, η ευρωπαϊκή αγροδιατροφή επικεντρώνεται μόνο σε μία πτυχή της βιωσιμότητας, την οικονομική, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια των τροφίμων.

«Για να γίνει βιώσιμος [ο τομέας], πρέπει να τελεστεί μια μεταστροφή μακριά από την αυστηρή παραγωγική λογική, προς τον απώτερο σκοπό του συστήματος τροφίμων: τη μακροπρόθεσμη επισιτιστική ασφάλεια υπό ευρεία έννοια για όλους στην ΕΕ, χωρίς τις τρέχουσες απειλές για το περιβάλλον και τους ανθρώπους», αναφέρουν οι επιστήμονες.

Όπως εξηγούν, «αυτή η αλλαγή νοοτροπίας είναι ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς για την αλλαγή του συστήματος», περιγράφοντάς την ως κάτι που «θα έχει αντίκτυπο στις πολιτικές για τα τρόφιμα, εξετάζοντας ισορροπημένα τις τρεις διαστάσεις της βιωσιμότητας· την περιβαλλοντική, την κοινωνική και την οικονομική».

Η διαφάνεια αναδεικνύεται ως μια βασική αρχή για την ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στο σύστημα τροφίμων. «Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στις μεγάλες εταιρείες παραγωγής και λιανικής, που έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο σύστημα τροφίμων και κατέχουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων, ώστε να μοιράζονται, να καθοδηγούν και να υποστηρίζουν προμηθευτές και καταναλωτές στην πορεία προς τη βιωσιμότητα», τονίζουν οι ειδικοί.

Εκπαίδευση βιωσιμότητας

«Οι πολίτες/καταναλωτές, των οποίων οι επισιτιστικές και διατροφικές ανάγκες είναι το απόλυτο επίκεντρο ενός βιώσιμου συστήματος τροφίμων, θα πρέπει να ενδυναμωθούν μέσω της δημιουργίας ευνοϊκών περιβαλλόντων διατροφής, συμπεριλαμβανομένων της κατάλληλης εκπαίδευσης και ενημέρωσης και υποστηρίζοντας την πρόσβασή τους σε υγιεινές δίαιτες από ένα βιώσιμο σύστημα τροφίμων της ΕΕ».

Υπογραμμίζεται, επίσης, η ανάγκη για δεσμευτικούς, φιλόδοξους και αποτελεσματικούς κανόνες, που «θα παρέχουν βεβαιότητα και απαραίτητη αξιοπιστία για τις επιχειρήσεις», καθώς και εθελοντικά μέτρα. Τέλος, απαιτείται ένα ισχυρό πλαίσιο ελέγχου και αξιολόγησης που θα «διευκολύνει την παρακολούθηση –και την παρουσίαση– δεδομένων σχετικά με το εάν το σύστημα τροφίμων έχει προχωρήσει στη μετάβασή του προς τη σωστή κατεύθυνση με επαρκή ταχύτητα.

Τέλος, οι συγγραφείς υπογραμμίζουν την ανάγκη να ξεκινήσει τώρα η δράση, «ειδικά σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τη βιοποικιλότητα», εξηγώντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» (F2F), που θα παρουσιαστεί από την Κομισιόν έως το τέλος του 2023, ενδέχεται να μην τεθεί σε ισχύ πριν από το 2025.

«Εάν είναι δυνατόν, οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να έχουν ήδη ληφθεί νωρίτερα, χωρίς να υπάρχει το πλαίσιο», προτείνουν. «Η αναγκαία αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση».