Αραβόσιτος: Μια απαιτητική καλλιέργεια σε νερό

Ερευνητικά αποτελέσματα του Εργαστηρίου Γεωργίας καταδεικνύουν θεαματικές αυξήσεις των αποδόσεων καλαμποκιού με περιορισμό των αρδεύσεων (και λιπάνσεων) στο μισό

Ερευνητικά αποτελέσματα του Εργαστηρίου Γεωργίας καταδεικνύουν θεαματικές αυξήσεις των αποδόσεων καλαμποκιού με περιορισμό των αρδεύσεων (και λιπάνσεων) στο μισό

Το καλαμπόκι αποτελεί βασική καλλιέργεια που συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής της χώρας μας.

Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στις αποδόσεις καλαμποκιού με 1.100 κιλά/ στρ. και συνολική παραγωγή περί τους 2 εκατ. τόνους.

Σημαντικό μειονέκτημα του καλαμποκιού αποτελεί ο ιδιαίτερα μεγάλος συντελεστής διαπνοής του που το καθιστά την πιο απαιτητική καλλιέργεια σε νερό καταναλώνοντας 500≥800mm, ανάλογα με τις τοπικές εδαφο-κλιματικές συνθήκες.

Με αναλογία 7 κιλών καλαμποκιού ανά κιλό κρέατος, μια τετραμελής οικογένεια (με ημερήσια κατανάλωση 6-8 λίτρων νερού ως πόσιμου και 140 λίτρων νερού για οικιακή χρήση) καταναλώνει περί τα 2.500 λίτρα νερού με την κατανάλωση μισού κιλού κρέατος.

Μετά την εγκατάσταση της καλλιέργειας περί τα τέλη Μαρτίου-μέσα Απριλίου (όταν η θερμοκρασία αέρα σταθεροποιηθεί πάνω από 10o C) τα φυτά αναπτύσσονται για 4-6 εβδομάδες χρησιμοποιώντας το νερό των χειμερινών βροχών που έχει αποθηκευτεί στο έδαφος. Στη συνέχεια και μέχρι την ωρίμανση (τέλη Αυγούστου), για την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων απαιτείται άρδευση, με αριθμό και ύψος εφαρμογών ανάλογα με τη χρονιά και την ύπαρξη ή όχι υπόγειου ύδατος σε κάποιο βάθος κάτω από το ριζόστρωμα.

Για παράδειγμα, στη δυτική Θεσσαλική πεδιάδα όπου παρατηρούνται οι υψηλότερες αποδόσεις (1.300kg/στρ.) εφαρμόζονται συνήθως 4-6 αρδεύσεις ανά 12-15 ημέρες με κόστος 20-30 €/στρ.

Στην πολύ ξηρότερη πεδιάδα της Λάρισας (με υδροφορείς βαθύτερα των 200 μ.) για να επιτευχθούν οι ίδιες αποδόσεις εφαρμόζονται 9-11 εβδομαδιαίες αρδεύσεις (50-60mm) με διπλάσιο-τριπλάσιο συνολικό κόστος. Με αυξανόμενες και τις υπόλοιπες δαπάνες καλλιέργειας, το κέρδος παραγωγού συρρικνώνεται σημαντικά σε σημείο που στις ξηρότερες
περιοχές (πεδιάδα Λάρισας) δεν ξεπερνά τα 60 €, δηλαδή περίπου όσο το ενοίκιο του αγρού.

Αυτό εξηγεί την απειλητική τάση μείωσης της καλλιέργειας και ιδιαίτερα στις ξηρότερες περιοχές της χώρας όπως η ανατολική Θεσσαλική πεδιάδα.

Αναλογιζόμενοι το έλλειμμα ζωικής παραγωγής, δεν είναι ανεκτός ο περαιτέρω περιορισμός των κτηνοτροφικών φυτών και του καλαμποκιού στη χώρα. Αντίθετα, θα πρέπει να υποστηριχτεί η εξάπλωσή του ακολουθώντας σύγχρονες πρακτικές χαμηλών εισροών που συγχρόνως θα αυξήσουν θεαματικά τις αποδόσεις και την παραγωγή. Το δίπτυχο των προτεινόμενων πρακτικών είναι η εφαρμογή στάγδην άρδευσης με παράλληλη εφαρμογή υδρολίπανσης και η ενδιάμεση καλλιέργεια ψυχανθούς ως χλωρή λίπανση.

Ερευνητικά αποτελέσματα του Εργαστηρίου Γεωργίας καταδεικνύουν θεαματικές αυξήσεις των αποδόσεων με περιορισμό των αρδεύσεων (και λιπάνσεων) στο μισό.

Με τη στάγδην άρδευση υπο-τριπλασιάζεται ο συντελεστής απώλειας νερού (από 50-60% σε ≤20%) με παράλληλη αύξηση του ποσοστού επιστροφής (χρησιμοποίησης) του λιπαντικού αζώτου από 40-50% σε ≥75%. Επίσης, με την ενδιάμεση καλλιέργεια ψυχανθούς (μπιζέλι, βίκος κ.λπ.) βελτιώνονται οι φυσικο-χημικές ιδιότητες του εδάφους, μειώνεται δραστικά ο συντελεστής διαπνοής, αυξάνει το εφικτό δυναμικό παραγωγής άνω του 20%, ενώ διπλασιάζεται ο ρυθμός ορυκτοποίησης του οργανικού αζώτου (εγγενής γονιμότητα εδάφους).

Έτσι, παραδείγματος χάριν, μια καλλιέργεια καλαμποκιού που δέχεται 720mm νερού με καταιονισμό και 35kg αζώτου και αποδίδει 1.100 kg/στρ., θα αποδώσει ≥1.300kg σπόρου εφαρμόζοντας στάγδην άρδευση με 450 κ.μ. νερού και περί τα 12kg αζώτου (υδρολίπανση).

Το κέρδος παραγωγού θα υπερκαλύψει το κόστος χλωρής λίπανσης, θα αυξηθεί η παραγωγή με δραστική μείωση του αρδευτικού νερού αλλά και των απωλειών αζώτου που προκαλούν νιτρορρύπανση (στο παράδειγμά μας από 17 σε 3 κιλά το στρέμμα!).

 


Γράφει Ο Νικόλαος Γ. Δαναλάτος, Καθηγητής Γεωργίας και Οικολογίας Φυτών Διευθυντής Εργαστηρίου Γεωργίας, Πρόεδρος Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού
Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙ ΓΗΣ | ΤΕΥΧΟΣ Νο 10