Καλοί οιωνοί για το ελληνικό ρύζι

Η εικόνα της καλλιέργειας στην υπόλοιπη Ευρώπη

Ζωηρό ενδιαφέρον για το ρύζι που αλωνίζεται

Μπορεί η Ευρώπη να μη φημίζεται –όπως η Ασία– για τις ορυζοκαλλιέργειές της, αλλά δεν είναι αμελητέες οι ποσότητες του παράγονται στους ορυζώνες της γηραιάς ηπείρου. Μάλιστα, στην Ιταλία, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ορυζοπαραγωγό χώρα, με περίπου 1,5 εκατ. στρ. καλλιέργειας, η παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται ιδιαίτερα δομημένη, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να καρπώνονται την υπεραξία του προϊόντος που παράγουν.

Η χώρας μας, αν και καλλιεργεί πολύ λιγότερες ποσότητες, καταλαμβάνει την τρίτη κατά σειρά θέση στον ευρωπαϊκό καλλιεργητικό χάρτη (μετά την Ισπανία στην οποία καλλιεργούνται περίπου 1,5 εκατ. στρ.) χωρίς, ωστόσο, να έχει καταφέρει να χτίσει αντίστοιχες δομές. Παρά ταύτα, σε σχέση με άλλα προϊόντα, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής –έχει επιτευχθεί να– διακινείται μέσω συνεταιριστικών οργανώσεων. Όμως, τα βήματα που πρέπει να γίνουν, παρά την ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ρυζιού, ώστε να φτάσουμε παραδείγματα ανταγωνιστικών χωρών, όπως της Ιταλίας, είναι πολλά.

«Το μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής παραγωγής (σ.σ. οι 200.000 τόνοι από τους 250.000 τόνους) οδηγείται στις εξαγωγές. Ωστόσο, πωλείται χύμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Τουρκία», μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λεωνίδας Κουιμτζής, ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας Α΄, μιας περιοχής όπου καλλιεργείται ο κύριος όγκος του εγχώριου ρυζιού. Αναφερόμενος στις φετινές τιμές, μας ενημερώνει: «Αυτήν τη στιγμή, είμαστε στα 26 λεπτά το κιλό. Στην Ιταλία, η τιμή κυμαίνεται στα 28-29 λεπτά/κιλό. Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, ακολουθούμε την πορεία των τιμών της Ιταλίας, προκειμένου το ελληνικό προϊόν να πιάσει καλή τιμή, θα πρέπει να μειωθεί η παραγωγή σε χώρες όπως η Κίνα, η Ταϊλάνδη και η Καμπότζη, που αποτελούν τις κύριες ορυζοπαραγωγούς χώρες (βλ. πίνακα).

Παγκόσμια παραγωγή ρυζιού (σε εκατ. τόνους λευκασμένο ρύζι)

Χώρες

 

Ποσότητες κατά μέσο όρο

Κίνα

144,5

Ινδία

102,0

Ινδονησία

36,5

Μπαγκλαντές

34,6

Βιετνάμ

28,25

Ταϊλάνδη

20,5

Μπούρμα

12,15

Φιλιππίνες

12,2

Βραζιλία

8,3

ΗΠΑ

7,068

Πακιστάν

6,5

Παγκόσμιο σύνολο

475,467

 Πηγή: USDA

Η ελληνική πραγματικότητα

Η περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τον κ. Κουιμτζή, δίνει το 85% του ρυζιού στη χώρα μας, με την καλλιεργούμενη έκταση, κυρίως στην περιοχή της Χαλάστρας Θεσσαλονίκης, να υπολογίζεται σε περισσότερα από 200.000 στρέμματα και την ετήσια παραγωγή να ανέρχεται σε ισάριθμους τόνους, αφού η απόδοση είναι στα 950 κιλά ανά στρέμμα. Το υπόλοιπο 25% καλύπτεται από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις στις Σέρρες, όπου σπέρνονται 35.000 στρέμματα, με την απόδοση να υπολογίζεται στα 630 κιλά ανά στρέμμα, ενώ συνολικά στη χώρα μας υπολογίζεται ότι καλλιεργούνται 300.000 στρέμματα, με την παραγωγή να διαμορφώνεται στους 257.000 τόνους. Σύμφωνα και με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ (ΟΣΔΕ 2015 – 2016), πέρσι καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα συνολικά 320.000 στρ., σημειώνοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 2015, όπου η καλλιέργεια δεν ξεπέρασε τα 300.000 στρέμματα.

Οι τιμές

«Η περσινή χρονιά δεν πήγε καθόλου καλά, αφού πουλήσαμε τον μεγαλύτερο όγκο της παραγωγής μας κάτω του κόστους. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, οι τιμές τσίμπησαν λίγο, αλλά η ποσότητα που έχει απομείνει δεν είναι μεγάλη. Οι έμποροι που έρχονται να αγοράσουν προϊόν από μια χώρα που διανύει μια τόσο έντονη οικονομική κρίση εκμεταλλεύονται την κατάσταση», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο κ. Κουιμτζής. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του Ευθύμη Φωτεινού, αντιπροέδρου της ΕΑΣ Θεσσαλονίκης, ο οποίος σημείωσε ότι «πέρσι με τις τιμές παραγωγού ίσα – ίσα καλύψαμε τα έξοδά μας. Αυτές κυμάνθηκαν από 22 έως 25 λεπτά το κιλό. Ωστόσο, το 80% της παραγωγής «έφυγε» στα 23 λεπτά/κιλό. Μια καλή τιμή για τον παραγωγό θα ήταν στα 28-30 λεπτά το κιλό (στο άσπρο και στο κίτρινο αντίστοιχα). Το κόστος καλλιέργειας (χωρίς το ενοίκιο) αγγίζει τα 200 ευρώ/στρ., ενώ, φέτος, τα στρέμματα κυμαίνονται περίπου στα 300.000. Ένας από τους λόγους αυτής της μικρής μείωσης οφείλεται και στο γεγονός ότι κάποιοι παραγωγοί επέλεξαν να καλλιεργήσουν βαμβάκι, που πήγε καλά από άποψη τιμών πέρσι».

Τέλος, και οι δύο αναφέρθηκαν επανειλημμένα στο μεγάλο ζήτημα του κόστους καλλιέργειας, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί είναι συνεταιρισμένοι, δεν μπορούν να καρπωθούν το οφέλη του συνεταιρίζεσθαι λόγω των κυβερνητικών πολιτικών με τις αυξήσεις στη φορολογία, στην ασφάλιση και στην ενέργεια».