Κράτησαν οι τιµές σε αρνί, κατσίκι και γαλοπούλα – μόνο εορταστική δεν είναι η αγορά για κηπευτικά και χοιρινό

Ο απολογισμός της αγοράς των γιορτών φέτος δεν είναι ενιαίος για όλα τα προϊόντα που παραδοσιακά παρουσιάζουν αυξημένη ζήτηση τέτοια περίοδο. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία από την αρχή της μέχρι και σήμερα στάθηκαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της αγοράς.

Οι λιγότερες γαλοπούλες φέτος κράτησαν την τιμή πάνω από 5 ευρώ

Η αβεβαιότητα που προκάλεσαν οι νέες συνθήκες τις οποίες είχε δημιουργήσει η πανδημία την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου, όταν οι εκτροφείς έκαναν τον προγραμματισμό τους για την περίοδο των Χριστουγέννων, οδήγησε πολλούς παραγωγούς στην απόφαση είτε να εκθρέψουν μικρότερα κοπάδια, είτε να μην αγοράσουν καθόλου νεοσσούς για εκτροφή παραδοσιακής γαλοπούλας φέτος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυξημένη ζήτηση σε σχέση με την προσφορά. Η φετινή συγκυρία, μάλιστα, ήρθε να προστεθεί στη γενικευμένη τάση περιορισμού της εκτροφής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, λόγω των ασύμφορων τιμών για πολλές χρονιές.

Όπως μας είπε ο Γιώργος Μίντζας, εκτροφέας από τη Φαρκαδόνα, ο οποίος δραστηριοποιείται και στην αναπαραγωγή και εμπορία νεοσσών, η σεζόν πήγε καλά, καθώς η προσφορά ήταν μικρότερη φέτος γιατί κάποιοι έκαναν μικρότερο προγραμματισμό, μη γνωρίζοντας πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα σε σχέση με την πανδημία. Όπως ανέφερε, μάλιστα, «η ζήτηση ήταν τέτοια από την αγορά, ώστε εμείς, ενώ τελειώναμε τη σφαγή στις 19-20 Δεκεμβρίου, φέτος ολοκληρώσαμε τρεις μέρες νωρίτερα και οι γαλοπούλες έφευγαν αμέσως». Η τιμή παραγωγού μέχρι τις αρχές της εβδομάδας των Χριστουγέννων διαμορφωνόταν στα 5-5,2 ευρώ το κιλό, περίπου στα περσινά επίπεδα. «Είναι μια καλή τιμή, με δεδομένο ότι η παραγωγή έφυγε και με το κόστος παραγωγής στα 3,5-4 ευρώ το κιλό».

Κοντά στα 5,2 ευρώ το κιλό, ανάλογα με τις ποσότητες που διέθεταν, πούλησαν και οι εκτροφείς στην Αργολίδα, όπως μας είπε ο Παναγιώτης Σιώτος. «Οι παραγωγοί έμειναν ικανοποιημένοι, έχοντας δώσει φέτος όλη την παραγωγή τους σε ικανοποιητική τιμή», σχολίασε, επιβεβαιώνοντας και ο ίδιος ότι φέτος αρκετοί εκτροφείς στην περιοχή του μείωσαν τον αριθμό των πουλερικών που προγραμμάτισαν.

Δεν θύμισαν Xριστούγεννα οι πωλήσεις κηπευτικών

Καθοριστική για τη διαμόρφωση της αγοράς των κηπευτικών στάθηκε η παράταση του κλεισίματος της εστίασης, αλλά και ο περιορισμός των ατόμων που μπορούν να συγκεντρωθούν στα γιορτινά οικογενειακά τραπέζια. Όπως σχολίασε ο Γιώργος Παπαβασίλης, παραγωγός κηπευτικών στα Μέγαρα και έμπορος, «μόνο χριστουγεννιάτικη δεν είναι η αγορά».

Συγκεκριμένα, εξήγησε: «Από τη στιγμή που η εστίαση είναι κλειστή, τι ποσότητες να αγοράσουν οι καταναλωτές για να αντισταθμίσουν αυτό το κενό; Σήμερα που μιλάμε, η αγορά κλείνει για παραλαβές. Έχει τόσο πολλές ποσότητες, που δεν θα κατέβει κανένας να ξεφορτώσει». Η ζήτηση είναι τόσο περιορισμένη για περίοδο γιορτών, που οι καλλιεργητές, αλλά και οι έμποροι, αναγκάζονται να ρίξουν πολύ τις τιμές για να καταφέρουν να διαθέσουν τα προϊόντα, σημείωσε. Χαρακτηριστικά, ο κ. Παπαβασίλης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι παραγωγοί στην αρχή της εβδομάδας πωλούσαν 18-20 λεπτά το ένα μαρούλι και η αγορά 25 λεπτά, όσο ήταν η τιμή παραγωγού πριν από δύο εβδομάδες. «Και να σκεφτεί κανείς ότι τα μόνα που πουλήθηκαν όλες αυτές τις μέρες ενόψει γιορτών ήταν το μαρούλι, ο άνηθος και το κρεμμύδι. Τα τελείως βασικά για τη σαλάτα, με τα σούπερ μάρκετ να παραγγέλνουν το 25% μιας κανονικής χριστουγεννιάτικης παραγγελίας», περιέγραψε.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο παραγωγός και εξαγωγέας σταυρανθών, Μάρκος Σαπουντζόγλου, από την Πέλλα, χαρακτήρισε «ομιχλώδες» το τοπίο της αγοράς, κάνοντας λόγο για ασύγκριτα χαμηλότερη ζήτηση φέτος σε σύγκριση με πέρσι. Και αυτό, τόνισε, τη στιγμή που η παραγωγή αυτή καθαυτή είναι στην κορύφωσή της και σε μεγάλες ποσότητες. «Ο ξηρός και λίγο κρύος Νοέμβρης προς τα τέλη μετέφερε πιο πίσω ένα μέρος της παραγωγής, οπότε μόλις ήρθαν λίγο νοτιάδες και βροχές βγήκε ένα τεράστιο μέρος της παραγωγής, που πρόσθεσε ένα 30% στον ούτως ή άλλως αυξημένο προγραμματισμό των φυτεύσεων για τις γιορτές», τόνισε.

Δεν επαληθεύτηκαν οι προσδοκίες για άνοδο τιμής στο χοιρινό

Σταθερά στο φάσμα του 1,1-1,2 ευρώ το κιλό ζώντος βάρους, που διαμορφώθηκε από τις αρχές του δεύτερου lockdown, ακολουθώντας την πτωτική τροχιά που ξεκίνησε από την άνοιξη, κινήθηκε η τιμή για το χοιρινό και την περίοδο πριν από τις γιορτές, που πραγματοποιούνται οι εμπορικές πράξεις για την αγορά αυτών των ημερών. Όπως μας είπε ο χοιροτρόφος Γιώργος Διδάγγελος, η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες. «Η διατήρηση της απαγόρευσης των μετακινήσεων και του κλεισίματος της εστίασης περιόρισαν και την αγορά των γιορτών.

Δεν έφυγαν οι ποσότητες που θα θέλαμε, οι οποίες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν και τις τιμές. Ταυτόχρονα, είχαμε όλο το προηγούμενο διάστημα εισαγόμενες ποσότητες από άλλες χώρες της ΕΕ, που βρέθηκαν και αυτοί με μεγάλα αποθέματα και άσκησαν πίεση στις τιμές της εγχώριας παραγωγής».

Στα 5,8 ευρώ έφτασε το αρνί, στα 6,5 ευρώ το κατσίκι

Αν μη τι άλλο, οι αιγοπροβατοτρόφοι που είχαν αρνιά και –λιγοστά αυτή την εποχή– κατσίκια, δεν μέτρησαν ζημία τα Χριστούγεννα. «Οι κτηνοτρόφοι που είχαν αμνοερίφια γι’ αυτή την περίοδο πήγαν πολύ καλά. Το αρνί έφτασε στον παραγωγό μέχρι 5,8 ευρώ το κιλό από τις 15 Δεκεμβρίου και έπειτα και το κατσίκι στα 6,5 ευρώ το κιλό. Ένας μεγάλος αριθμός αρνιών έφυγε στα μέσα Νοεμβρίου, τότε που βγαίνουν τα αρνιά της Θεσσαλίας, φοβούμενοι οι παραγωγοί ότι μπορεί να μην υπάρξει καλή απορρόφηση από την αγορά λόγω του lockdown», μας είπε ο Γιάννης Γκουρομπίνος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Περιφέρειας Θεσσαλίας.

Αυτό επιβεβαίωσε και ο Κώστας Ανθόπουλος, πρόεδρος του Συνεταιρισμού Αιγοπροβατοτρόφων Πιερίας, σημειώνοντας ότι, για την περιοχή, η ζήτηση ήταν καλή με την τιμή στα 5,5-5,8 ευρώ το κιλό για το αρνί. Συμπλήρωσε, ωστόσο, ότι «το κέρδος για τον παραγωγό δεν είναι το αρνί. Εάν γεννηθεί 3,5-4 κιλά, για να γίνει ζων βάρος 13 κιλά και να αποδώσει 10 κιλά σφάγιο, θα καταναλώσει 60 κιλά γάλα. Αυτό σημαίνει ότι απλώς είναι στα λεφτά του ο παραγωγός, ότι δεν “μπήκε μέσα”».