«Καθαρή ετικέτα»: Πώς η βιοµηχανία τροφίµων εκµεταλλεύεται τις έννοιες «φυσικό» και «τεχνητό»

kathari-etiketa-min

Η ισχυρή τάση των καταναλωτών να δηλώνουν όλο και περισσότερο καχύποπτοι στη χρήση πρόσθετων υλών, επιλέγοντας προϊόντα περισσότερο φυσικά, έχει δηµιουργήσει τα τελευταία χρόνια µία τάση προϊόντων µε «καθαρή ετικέτα», η οποία αντιπροσωπεύει προϊόντα χωρίς πρόσθετα και χηµικά.

Μερικές από τις αντιλήψεις των καταναλωτών για προϊόντα µε «καθαρή ετικέτα» έχουν να κάνουν µε την υγιεινή διατροφή, την επιστροφή σε παλιές απλές συνταγές απορρίπτοντας συστατικά, τα οποία οι ίδιοι δεν θεωρούν καθαρά.

Ο όρος «καθαρή ετικέτα» µπορεί να έχει διαφορετικές ερµηνείες. Μπορεί να σηµαίνει από «προϊόν χωρίς Ε», «χωρίς πρόσθετα ή συντηρητικά», «χωρίς κάποιο αλλεργιογόνο συστατικό» µέχρι και το «εντελώς φυσικό». Κατά µια άλλη επικρατούσα παρεµφερή εκδοχή, προϊόντα «καθαρής ετικέτας» είναι συνήθως απαλλαγµένα από τεχνητά συστατικά, συνήθως χωρίς συντηρητικά, δεν έχουν υποβληθεί σε καµία ή το πολύ σε ήπια επεξεργασία, παράγονται καθαρά χωρίς τη χρήση χηµικών και χωρίς πρόσθετα.

Η διττή αυτή ερµηνεία, αλλά και η άγνοια των καταναλωτών για το τι είναι πραγµατικά φυσικό αφήνει ανοιχτό το τοπίο για την παραπλάνηση των καταναλωτών από τη βιοµηχανία τροφίµων, η οποία µε έξυπνα κόλπα παρουσιάζει ως καθαρά προϊόντα εκείνα που δεν είναι. Στην πραγµατικότητα, ο όρος «καθαρή ετικέτα» είναι ένα εργαλείο του µάρκετινγκ και, ως εκ τούτου, είναι ανοιχτός σε διάφορες ερµηνείες.

Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες επιζητούν έναν τρόπο στενότερης επικοινωνίας µε τους καταναλωτές, οι οποίοι και αναζητούν διαφάνεια σχετικά µε το τι πραγµατικά περιέχουν τα τρόφιµα που καταναλώνουν. Έτσι, λοιπόν, στόχος του µάρκετινγκ είναι να δηµιουργήσει την εντύπωση της φυσικότητας ενός προϊόντος, επινοώντας φραστικές υπερβάσεις, αναδεικνύοντας το στοιχείο της απουσίας, όπως χωρίς συντηρητικά, χωρίς πρόσθετα, χωρίς πραγµατικά να δηλώνει τι περιέχει µέσα το προϊόν, δηµιουργώντας µε αυτόν τον τρόπο την εντύπωση ενός «πιο φυσικού προϊόντος».