Κερδίζει μερίδια, αλλά και τιμή το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό

Η ακτινογραφία του κλάδου μέσα από έρευνα του ΣΕΟ, που δημοσιεύει αποκλειστικά η «ΥΧ»

Σε κρίσιμο σημείο φαίνεται ότι βρίσκεται o κλάδος του κρασιού, καθώς τη στιγμή που μεγάλες οινοποιητικές επιχειρήσεις εμφανίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δημιουργούνται νέα οινοποιεία.

Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές των ελληνικών κρασιών δείχνουν τα τελευταία χρόνια έντονες ανοδικές τάσεις σε ό,τι αφορά την αξία τους, κάτι που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μέσης τιμής του ελληνικού οίνου που κατευθύνεται στις ξένες αγορές. Ο τουρισμός αναδεικνύεται ως σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της αναγνωρισιμότητας του ελληνικού κρασιού στα «μάτια» των ξένων, ενώ κρίσιμες βοήθειες έχει δώσει και ο οινοτουρισμός.

Την κατάσταση του κλάδου περιγράφει έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ) από εταιρεία συμβούλων, τα δεδομένα της οποίας δημοσιεύει σήμερα αποκλειστικά η «ΥΧ».

Σύμφωνα με την έρευνα, η εγχώρια παραγωγή οίνων την αμπελοοινική περίοδο 2017/18 ανήλθε σε 2.410 χιλ. εκατόλιτρα (hl), παρουσιάζοντας μείωση 6,6% σε σχέση με το 2016/17, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης το διάστημα 2001/02-2017/18 να διαμορφώνεται σε 2,3%.

Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος, ενώ η δυνατότητα εισόδου νέων επιχειρήσεων θεωρείται πλέον σχετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι ήδη δραστηριοποιούνται 1.000 περίπου οινοποιεία, εκ των οποίων 692 είναι εγκεκριμένα να παράγουν κρασιά ΠΟΠ και ΠΓΕ. Η πλειονότητα αφορά οικογενειακές επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους.

Tρεις ποικιλίες κατέχουν το 1/3 των εκτάσεων

Οι πιο γνωστές οινοποιήσιμες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι τo Σαββατιανό, o Ροδίτης και τo Αγιωργίτικο, οι οποίες συγκεντρώνουν περισσότερο από το 1/3 των εκτάσεων με οινοστάφυλα. Οι εκμεταλλεύσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι πολύ μικρές, καθώς το 81% των αμπελιών δεν ξεπερνούν τα 5 στρέμματα.

Ένας στους δύο αμπελουργούς δραστηριοποιείται στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, όμως, το μερίδιο των εν λόγω δύο περιφερειών στις καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι 28%, γεγονός που αποτελεί ένδειξη κατακερματισμένου κλήρου. Το αντίθετο παρατηρείται στην Αττική, η οποία «κατέχει» μερίδιο 1,5% στους αμπελουργούς, αλλά 10% στις καλλιεργούμενες εκτάσεις.

Στο χύμα το 60% της αγοράς

Τα λευκά κρασιά αντιπροσωπεύουν το 70% περίπου της εγχώριας παραγωγής, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο οίνων παραμένει διαχρονικά πλεονασματικό. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρασιού εκτιμάται σε 2.386 χιλ. hl για την περίοδο 2017/18, σημειώνοντας αύξηση 1,6% σε σύγκριση με την περίοδο 2016/17, ωστόσο, από την περίοδο 2012/13 μειώθηκε σωρευτικά κατά 22%.

Η συμμετοχή του χύμα κρασιού (μη τυποποιημένου ή σε ασκό – bag-in-a-box) εκτιμάται σε 60% περίπου. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια στροφή κυρίως προς το χύμα, αλλά και προς τα φθηνότερα επώνυμα κρασιά.

Ωστόσο, αν και οι συνολικές μηνιαίες αγορές των νοικοκυριών μειώθηκαν με ρυθμό 5,5% το διάστημα 2010-2016, το ποσοστό για κρασί επί του συνόλου του μέσου όρου μηνιαίων αγορών αυξήθηκε το ίδιο διάστημα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι το κρασί είναι ενταγμένο στην καθημερινότητα των Ελλήνων.

Τα νοικοκυριά με τρία μέλη είναι αυτά που καταναλώνουν περισσότερο κρασί. Η μέση μηνιαία δαπάνη για κρασί είναι υψηλότερη κατά 2,84 ευρώ στις αστικές περιοχές σε σχέση με τις αγροτικές, ενώ ο μέσος όρος μηνιαίων αγορών σε ποσότητα είναι υψηλότερος κατά 484 λίτρα. Η κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ελλάδα ανερχόταν το 2016/17 στα 21,8 λίτρα, ούσα μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Το ύψος των εξαγωγών επί της εγχώριας παραγωγής σε όγκο παρουσιάζει ελαφρώς αυξητικό ρυθμό και διαμορφώθηκε σε 12,5% το 2017, με το 50% περίπου να προορίζεται για τη Γερμανία λόγω του πληθυσμού της ομογένειας.

Σε σύγκριση με το 2016, οι εξαγωγές παρουσιάζονται αυξημένες κατά 4,5% σε αξία, ενώ οι ποσότητες παρέμειναν σταθερές, κάτι που δείχνει ότι αυξήθηκε η μέση τιμή εξαγωγών. Σωρευτικά το χρονικό διάστημα 2010-2017, η μέση τιμή αυξήθηκε κατά 47% -ανεβαίνοντας μάλιστα σταθερά από το 2012- λόγω της αύξησης των εξαγωγών επώνυμων ποιοτικών κρασιών. Ανοδικά, βέβαια, κινούνται από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016) και οι τιμές των εισαγωγών.

Aνεβαίνουν διαρκώς Αυστραλία και Ν. Αφρική

Η Ισπανία, η Κίνα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Τουρκία κατέχουν διαχρονικά το 50% των καλλιεργούμενων αμπελουργικών εκτάσεων παγκοσμίως, με την Κίνα να είναι η μόνη χώρα, μεταξύ αυτών, με σταδιακά αυξανόμενο μερίδιο, κατέχοντας τη 2η θέση στην παγκόσμια αγορά. Η παγκόσμια παραγωγή κρασιού εκτιμάται σε 250 εκ. hl το 2017, σημειώνοντας μείωση 8,4% σε σχέση με το 2016.

Οι τρεις μεγαλύτερες χώρες (Ιταλία, Γαλλία, και Ισπανία) κατείχαν το 2017 αθροιστικό μερίδιο περίπου 45% της παγκόσμιας παραγωγής παρουσιάζοντας, ωστόσο, πτωτικές τάσεις την περίοδο 2001-2017, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές του νότιου ημισφαιρίου (Αυστραλία, Ν. Αφρική, Χιλή). Η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού υπολογίζεται σε 243 εκατ. hl το 2017, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 2016. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά κρασιού παγκοσμίως, με μέση ετήσια αύξηση 2,6% την περίοδο 2001-2017 και σημαντική αύξηση μεριδίου αγοράς από 9% το 2000 σε 13% το 2017. Αντίθετα, τα μερίδια της Γαλλίας και της Ιταλίας (που ακολουθούν τις ΗΠΑ) μειώθηκαν με ρυθμό 1,4% και 1,8% ετησίως αντίστοιχα, την ίδια χρονική περίοδο.